Να τι γίνεται όταν οι εποχές θολώνουν. Ακόμη κι η παρακμή μεταπίπτει κάπου στο γενικό, γίνεται υπαινιχτική, αφήνεται στο διακριτικό μάτι του καθενός και με υπερίπτουσα λόγω θολούρας αμφιβολία δεν είναι και σίγουρο πως ό,τι εννοείται ως τέτοια, όντως είναι. Μολοντούτο, αξιωματικά η πορεία προς το γήρας έχει πάντοτε επιπτώσεις, βιολογικές πρωτίστως. Αυτή είναι η αιτία που οι περί πολλού τρεισήμισι οκτάβες της παλιάς Diamanda Galas απαιτείται να αρχειοθετηθούν στο ράφι με όλα όσα εκτιμώνται πια ως παρελθόν.
Αν θυμάμαι από τα ελληνικά της στο ένθετο με τους στίχους του "The Sporting Life", του (παλιο-)ροκ -ελέω John Paul Jones- δίσκου της, αλλά και του "The Shit Of God" εκείνου του βιβλίου της του 1996 που κι όμως βρίσκεται στη βιβλιοθήκη μου, μάλλον δε θα μπορέσει να διαβάσει αυτό το κείμενο. Άλλο Μάνη κι άλλο money...
Ο κύκλος της, ωστόσο, που μας αφορά σήμερα άνοιξε με το "The Singer" του 1992, όταν η Galas ανακάλυψε τα blues και την απόδοσή τους με πιάνο-φωνή υπό τύπου φαλτσέτα-λαιμός. Κι έκτοτε, τα υπηρετεί ανελλιπώς, ανάγοντάς τα σε μια άμυνα στον πόνο. Αν κάποιος της ξεστομίσει, έστω με διάθεση ειρωνείας ή χλευασμού, το τετριμμένο κλισέ "η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ", θα νοιώσει μια διαχέουσα ευφορία και πού ξέρεις, μπορεί και να σκάσει στα χείλια της το αδιανόητο, ένα χαμόγελο.
Επίσης, μετά το 1994 κατάλαβε ότι δε χρειάζεται το στούντιο για να κυκλοφορεί δίσκους. Σε μικρά ή μεγάλα, αλλά τακτά χρονικά διαστήματα, φροντίζει να εκδίδει τις ηχογραφήσεις από τα διάφορα πρότζεκτ-κονσέρτα της. Ναι, της αρέσει πάρα πολύ το να χρησιμοποιούν κλασικούς όρους όταν αναφέρονται στο άτομό της, είναι ένα ψώνισμα που το παθαίνουν οι ντίβες και γίνεται αφόρητο όσο η πλάτη τους φορτώνεται χρόνια.
Η Diamanda Galas, όπως και κάθε μπλουζίστα, έχει ροπή προς τις διασκευές, με τον όρο να μιλούν για το θάνατο, το συμβολικό σταυροδρόμι της αρετής, τα σούρτα φέρτα του ακατονόμαστου κι άλλα δυσοίωνα. Διασκευές προσεχτικά αφορισμένες για λάθος. Διασκευές πολύ οραματιστικές για ξεπετάγματα. Ας πούμε, έχει βάλει προσωπική σφραγίδα στο "Gloomy Sunday", ένα τραγούδι που σου αφαιρεί την όποια αισιοδοξία με βρικολακίστικη αφαίμαξη. Έχει, επίσης, στήσει ένα "Iron Lady", άγριο, στο όριο της υπερβολής που ο Phil Ochs θα έστελνε μάλλον στο πυρ ως ένα ψεύδος - το χρήσιμο του το προσάπτω εγώ αυτήν τη στιγμή. Υπό όλα αυτά, επιβάλλεται να ακούσει ο οποιοσδήποτε αγαπάει τα μεγάλα κομμάτια το "Interlude (Time)" απ' το φετινό "Guilty Guilty Guilty", που παρουσιάζει ηχογραφήσεις ζωντανές απ' το Knitting Factory, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου του 2006 οι 5/7 (όχι πάντως η εν λόγω), αλλά γιορτή αγάπης κι ερωτευμένων για την Galas δεν υπήρξε ποτέ, μόνον αίμα και πάλι αίμα... Μ' αυτό έμεινε στην πρόσφατη ιστορία κι η μια κι έξω συνεύρεση των Morrissey/ Siouxsie ως ντουέτο, ώστε να το διεκδικούν ακόμη κι απ' αυτήν την Timi Yuro που το έκανε γνωστό. Είναι η πιο φυσιολογική σε φόρμα κι ελεγχόμενη σε μέτρα διασκευή της Diamanda Galas, τόσο που συμπεραίνεις ότι τελικά το να δώσει εκστατικά τραγούδια ήταν εκεί δίπλα της, στο κανονικό και ανεπιτήδευτο. Κάλλιο αργά παρά ποτέ; Εξαρτάται. Ο χρόνος δεν αναπληρώνεται. Δεύτερο παράδειγμα, το "Heaven Have Mercy" που είπε κάποτε η Edith Piaf. Αυτού του επιφυλάσσεται μια σπουδαία, στρωτή τραχύτητα.
Ωστόσο, στα περισσότερα απ' τα υπόλοιπα τρακ του παρόντος η Galas επιμένει στις γνωστές της εκτροχιάσεις, αν και πιάνει και βάζει σε δίσκο περισσότερο από παλιά τη λάιβ ατμόσφαιρά της. Όσοι θυμούνται, λόγου χάρη, το "O Death" από το soundtrack του "Oh Brother, Where Art Thou" καλύτερα να αλλάξουν εσπευσμένα σκέψη.
Η Diamanda Galas πλησιάζει ολοταχώς σε λίγους μήνες τα 53 της. Και μπορεί να νιώθει άνετα ότι έχει καπαρωμένο το δικό της κεφάλαιο στις μουσικές ιδιαιτερότητες των τελευταίων τριών δεκαετιών. Το νέο της άλμπουμ, όπως και τα προηγούμενά της, δεν είναι τόσο για να το ακούς με παρέα για να έρθετε στο τσακίρ κέφι, όσο για όταν θέλεις να μιλάει άλλος για τον κακό, τον αισχρό σου εαυτό. Πόσο αντέχεις κάτι τέτοιο;