H Diamanda Galas αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στον μουσικό χώρο. Ανεξάρτητη από μουσικές μόδες, που την μία χρονιά φοριούνται και την άλλη πετιούνται στα "αφόρετα", ακολουθεί εδώ και πάνω από 20 χρόνια (εμφανίστηκε στην δισκογραφία το 1982) τον δικό της δρόμο, διαμορφώνοντας ένα απόλυτα προσωπικό στυλ και τρόπο ερμηνείας, και... "σ’ όποιον αρέσουμε"!
Ο δίσκος με τον οποίο επέστρεψε μετά από αρκετά μεγάλη απουσία και ο οποίος μας απασχολεί εδώ, είναι ζωντανός με διασκευές γνωστών και λιγότερο γνωστών τραγουδιών, "ψαρεμένων" από την blues, jazz και soul αμερικάνικη παράδοση. Γεννημένη η ίδια στο San Diego των ΗΠΑ, είναι σαν να επισκέπτεται τις ρίζες της μιας πατρίδας της. Κάτι σαν ένα δικό της "the lady sings the blues". Ο δίσκος έχει ηχογραφηθεί σε μέρη τόσο διαφορετικά από ένα μικρό bar στο Porto έως την όπερα του Sidney και την Γοτθική Συνάντηση της Λειψίας. Μέρη στα οποία η κ. Διαμάντω Ξυνογαλά έδωσε μια από τις γνωστές "εκφοβιστικές", υστερικές παραστάσεις της! Ναι, αν απορείτε με το όνομα, η Galas έχει ρίζες (πρώτου βαθμού μάλιστα) οι οποίες ξεκινάνε από την Μάνη και χάνονται στην Μικρά Ασία. Σ’ αυτές τις ρίζες αποτίει έναν φόρο τιμής με την άλλη παράλληλη κυκλοφορία της, το "Defixiones, will and testament", το οποίο αναφέρεται στην καταστροφή της Σμύρνης αλλά και στην γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους τη δεκαετία 1913-1923, ένα από τα εγκλήματα-ταμπού του 20ου αιώνα. Χρειάζεται ομολογουμένως τόλμη και "θράσος" μια τέτοια ταυτόχρονη κυκλοφορία δύο δίσκων, και μάλιστα διπλών, υποδηλώνοντας μια σχεδόν επιδεικτική περιφρόνηση προς τις επιταγές της αγοράς.
Τραγουδίστρια δημοφιλέστατη στούς κύκλους της μαυροντυμένης φυλής, όχι τόσο λόγω μουσικής, η οποία απέχει αρκετά από τα συνήθη dark πρότυπα, όσο λόγω θεματολογίας. Μια θεματολογία που κινείται μεταξύ θανάτου (επηρεασμένη σαφώς και από τον πρόωρο θάνατο του αδερφού της από AIDS το 1986) και ερωτισμού, ενώ κάπου εκεί χώνει και την άτακτη ουρά του ο Διάβολος, δίνοντας έτσι λαβή και για διάφορα, περισσότερο κουτσομπολίστικα σχόλια (έχει κατηγορηθεί ως.. σατανίστρια)! Και σ’ αυτόν το δίσκο της ο Mr Death κάνει αισθητή την απειλητική παρουσία του (και σίγουρα ο δίσκος είναι... αυστηρώς ακατάλληλος για όσους ακούν την λέξη θάνατος, κηδεία, τάφος κλπ κλπ και φτύνουν τον κόρφο τους, χτυπάνε ξύλα και άλλα "παραδοσιακά".)
Από τότε που ο άνθρωπος πρωτοεξέφρασε τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες στις σπηλιές της Altamira, το ζήτημα του Θανάτου αποτέλεσε βασική πηγή έμπνευσης, αναζήτησης και προβληματισμού. Εν τέλει όλα εκεί ανάγονται. Ο φόβος του θανάτου είναι η κινητήριος δύναμη όλης της ανθρώπινης δημιουργίας. Ακόμη και του ερωτισμού! Και η Galas ενσωματώνει επιρροές από κοινωνίες όπου η λεγόμενη "κουλτούρα του Θανάτου" κάνει έντονη την παρουσία της όπως π.χ. η δική μας Μάνη. "Κουλτούρα Θανάτου" η οποία δεν σημαίνει όμως ούτε γραφική αφιλοσόφητη θανατολαγνεία (βλέπε μεγάλο μέρος του heavy metal και του gothic) ούτε και.. σατανισμό. "Κουλτούρα θανάτου" σημαίνει την συνειδητοποίηση του αξεδιάλυτου δίπολου που συνιστούν οι έννοιες Ζωή-Θάνατος. Το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο... "Κουλτούρα θανάτου" όπως νοούνταν σε λαούς σαν τους αρχαίους Θράκες, οι οποίοι και... θρηνούσαν σε κάθε γέννηση!! Γιατί κάθε γέννηση κρύβει μέσα της και ένα τέλος. Τέλος όμως τώρα στο φιλοσοφικό μας παραλήρημα! Επιστροφή στα του δίσκου...
Πάντα ένα live είναι στην ουσία του ένα ξεγύμνωμα. Μπορεί να είναι ένα ξεγύμνωμα ψυχής, μπορεί να είναι ένα ξεγύμνωμα μουσικής ανεπάρκειας, χρηματοβόρων προθέσεων (τα γνωστά live-αρπαχτές) αλλά μπορεί να είναι και κυριολεκτικό ξεγύμνωμα σαν αυτό στο οποίο επιδίδονται διάφορες "φωνάρες", μονολεκτικού συνήθως ονόματος, εγχώριες και εισαγόμενες! Τα live της Galas που περιέχονται στο "La Serpenta canta" είναι ξεγύμνωμα ψυχής, τόσο "επιθετικά" ειλικρινές που πολλές φορές τρομάζει ακόμη και απωθεί...
Στον συγκεκριμένο δίσκο δοκιμάζει την φωνή της με την σιγουριά που της δίνουν τα 20 και χρόνια δισκογραφίας που κουβαλά στην πλάτη της, σε δημιουργίες καλλιτεχνών μεγάλων όπως ο John Lee Hooker, o Spencer Williams, o Screamin’ Jay Hawkins και ο Ornette Coleman. Μια φωνή τριών οκτάβων (γα την ακρίβεια 3 1/2), η οποία στα μπάσα της θυμίζει Faithfull, αλλού στριγγλίζει σαν μια πληγωμένη Janis, ενώ στις ψηλές νότες δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από μια κλασική υψίφωνο. Μια φωνή που όπως λέει και η ίδια "είναι όργανο έμπνευσης για τους φίλους και όργανο καταστροφής και βασανισμού για τους εχθρούς". Θα έλεγα ότι επιφυλάσσει στην φωνή της ανάλογη μεταχείριση με εκείνη που επεφύλασσε ο Hendrix στην κιθάρα του! Μια φωνή που αφομοιώνει στοιχεία τόσο από την αμερικάνινη gospel όσο και από την όπερα και το γερμανικό Schrei θέατρο (απαραίτητη η εξήγηση - Schrei: γερμανικό εξπρεσσιονιστικό θέατρο στο οποίο η ερμηνεία του ηθοποιού έβγαινε μέσα από ένα είδος έκστασης, καταληψίας έως και υστερίας.) Η θεατρικότητα τονίζεται και με την επιλογή μιας ανιμιστικής περσόνας. Αυτή την φορά εμφανίζεται ως Serpenta (παλιότερα είχε παρουσιαστεί ως Insecta και ως Lobita - μικρή λύκαινα.)
Μια μικρή παρένθεση: σε δικτυακή έρευνα για την Galas το μάτι μου εντόπισε και τον χαρακτηρισμό post-opera για την μουσική της. Nαι, το είδαμε ΚΑΙ αυτό! Αλήθεια, θα μείνει κανένα είδος μουσικής χωρίς να του κοτσάρουν το ταμπελάκι post-;; Κλείνει η παρένθεση.
Οι διασκευές που επιχειρεί η Galas είναι όντως διασκευές (η ταυτολογία έχει νόημα!). Ακούστε π.χ. το 'Burning hell', το οποίο δύσκολα θα αναγνώριζε και ο ίδιος του ο δημιουργός (o John Lee Hooker δηλαδή). Και αυτό ως θετικό το λέω... Έχω βαρεθεί σε συνεντεύξεις και μουσικά κείμενα να βλέπω την έκφραση "σεβασμός στον δημιουργό". Ένας σεβασμός που παραπέμπει σε μια τέχνη μουσειακή, με καρτελάκια του τύπου "μην αγγίζετε". Η μουσειακή τέχνη είναι μια νεκρή τέχνη. Πιστεύω ότι η πραγματική "ασέβεια" προς τον δημιουργό είναι η απόπειρα μίμησης του (υπονοώντας ίσως την ανεπάρκεια του;)
Στο "I’m so lonesome I could cry" του Hank Williams, η φωνή της βγαίνει συγκλονιστικά άτεχνη, όπως είναι και η ίδια η κραυγή της μοναξιάς άλλωστε, χωρίς φτιασίδια... Μιας μοναξιάς, όχι τύπου "ξέμεινα από γκόμενο/α" αλλά βαθιά υπαρξιακής. Μια κραυγή μπροστά στο παράλογο του υπαρξιακού κενού "μόνοι γεννιόμαστε, μόνοι πεθαίνουμε". Ενός παραλόγου του οποίου η συνειδητοποίηση, άλλους οδηγεί στην αυτοκτονία, άλλους στην τέχνη και τους περισσότερους στον έρωτα... (ευτυχώς!!). Στο "My world is empty without you" το οποίο γνωρίσαμε από τις Supremes, ξεχωρίζει το εκπληκτικό παίξιμο της στο πιάνο (γιατί είναι και σπουδαία πιανίστας πέρα από τραγουδίστρια) ενώ η άποψη της για το κλασικό πολυτραγουδισμένο "I put a spell on you" είναι κατά κάποιον τρόπο αναμενόμενα απρόβλεπτη. Η δε δική της σύνθεση "Βaby’s insane" (από τον δίσκο που είχε κάνει με τον John Paul Jones, τον μπασίστα των Zeppelin) είναι ίσως η πιο "light" στιγμή του δίσκου.
Τα αρνητικά; Κάπου ίσως η φόρμα εγκλωβίζει την ουσία... Χμμ, σαν σοβαρός δισκοκριτικός "λόγιας" μουσικής ακούστηκα! Ας το πούμε στην δικιά μας γλώσσα. Αυτό το κάπως μονοδιάστατο "εγώ και το πιάνο μου" άκουσμα κάπου κουράζει. Να εξομολογηθώ και την αμαρτία μου;; Μετά από 1-2 συνεχόμενες ακροάσεις του δίσκου ένιωσα μια πελωωωώρια λαχτάρα για κάτι εντελώς χαζοχαρούμενο, έτσι για να αποκατασταθεί η ψυχική ισορροπία! Και επίσης επιτρέψτε μου επίσης να κρατήσω και μια μικρή επιφύλαξη για την σκοπιμότητα της κυκλοφορίας. Όχι τίποτε άλλο, αλλά τα περισσότερα εδώ έχουν ξανακουστεί και ξαναγίνει σε παλιότερους δίσκους της. Ένας οπαδός θα προμηθευτεί σίγουρα τον δίσκο όχι για τα καινούργια πράγματα αλλά επειδή είναι οπαδός! Και οι μη-οπαδοί; Χμμμ... Η σχέση με οποιοδήποτε έργο της Galas είναι εξ ορισμού δύσκολη. Άλλοι θα την λατρέψουν, άλλοι θα την μισήσουν. Και εγώ θα μπορούσα να διαφωνήσω με αρκετά από όσα υποστηρίζει η Galas. Αλλά εκτιμώ αφάνταστα την ύπαρξη τέτοιων έργων που κινητοποιούν τα εγκεφαλικά κύτταρα! Πράγμα μάλλον ασυνήθιστο πιά..