Is The Is Are
Οι DIIV του νεοϋορκέζου αναζητητή Zachary Cole Smith. Του Γιώργου Λεβέντη
Στο τέλος του κειμένου θα βάλω έναν βαθμό στο δίσκο. Αν κάποιος υποστηρίξει πως ο ίδιος θα του έδινε το μισό, δεν θα προσπαθήσω να του αλλάξω γνώμη. Όχι γιατί ούτως ή άλλως συμβαίνουν αυτά στην κριτική ενός δίσκου, αλλά επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση η πρώτη ύλη καταφέρνει να παράξει τόσο ανεπαίσθητο περιτύλιγμα που οι διαφορές χάνονται στη σχετικά μονοδιάστατη πορεία της μίας και βάλε ώρας που δίνουμε από τη ζωή μας. Μου άρεσε ο δίσκος, δε βλέπω σε αυτόν ένα γκρουπ που μας ταλαιπωρεί απλά για να δικαιώσει όλα τα κλισέ για το πεπερασμένο του ορίζοντα του νεοϋρκέζικου indie, αν όμως κάποιος βλέπει ακριβώς αυτό θα τον καταλάβω. Είναι μια άθλια θέση αυτή για να φέρνει μια μπάντα όσους τη συμπαθούν και αν το επαναλάβουν οι DIIV σημαίνει πως έχουν τελειώσει.
Δεν είναι μια νομοτελειακή κατάσταση για το γκρουπ αυτή. Όπως φάνηκε από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκαν και όπως φαίνεται από τις καλύτερές τους στιγμές εδώ, δε μιλάμε για μπάντα που βλέπει μόνο μέχρι τους τοίχους του Μπρούκλιν και λειτουργεί ως το σάουντρακ του μέσου χίπστερ. Πίσω από τα ντουμάνια του ναρκορόκ και τις jangly, post-college rock κιθάρες κρύβονται επαρκείς δόσεις ταλέντου. Αν προσέξεις τις συνθέσεις του Zachary Cole Smith, αν διαβάσεις τις συνεντεύξεις του, θα αναγνωρίσεις κάποιον που μελετάει τη μουσική (έστω μόνο στα όρια του συγκεκριμένου ήχου), κάποιον που δεν παίζει μουσική για να περνάει την ώρα του, κάποιον που φαντάζεται το γκρουπ του σε μια αλυσίδα δεκαετιών καλού indie.
Το context του δίσκου τούς βρήκε μόνο του και δυστυχώς αφορά το αρχαιότερο ροκ κλισέ. Οι περιπέτειες του Smith με την ηρωίνη και τα ταμπλόιντ και οι συνακόλουθες δυσκολίες έδωσαν από την αρχή στο άλμπουμ το χαρακτήρα της επιθυμητής κάθαρσης. Ο δίσκος ήταν ο τρόπος όχι μόνο να μείνει ζωντανός ο Smith, αλλά και να μη χάσει το γκρουπ τη θέση του στο χάρτη. Είναι άλμπουμ καθαρτήριο, αλλά είναι και αγχωμένο, ακούγεται καθαρτήριο, αλλά ακούγεται και αγχωμένο.
Ξεκινάμε από τα άσχημα. Ο δίσκος είναι ασυγχώρητα μεγάλης διάρκειας. Και επειδή δεν είναι αριστούργημα, οι κοιλιές του δεν είναι κατανοητές ασκήσεις ύφους, αλλά βαρετές, μπερδεμένες γέφυρες προς το άγνωστο. Το ότι οι DIIV είναι μια τεχνικά επαρκέστατη μπάντα δε σώζει την κατάσταση, αλλά την κάνει ακόμη πιο δύσκολη. Δεν υπάρχει χειρότερο για μένα στη μουσική από έξυπνα γκρουπ που ξέρουν ότι υπάρχει κάτι καλύτερο από αυτό που κάνουν και όταν δεν το πετυχαίνουν αρχίζουν να τη βρίσκουν λίγο παραπάνω με τον εαυτό τους πιστεύοντας πως κρύβουν τη σύγχυσή τους. Θυμάστε τότε που είχαμε καταθέσει στη δίκη εναντίον των Curve για εγκλήματα κατά της μουσικής και το FBI μας έβαλε σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων με νέες ταυτότητες, ψεύτικα ονόματα και καινούρια ζωή για να μην κινδυνεύσει η ασφάλειά μας; Οι Curve τελικά μας βρήκαν, πάντα το ξέραμε ότι θα μας έψαχναν και θα μας έβρισκαν.
Αλλά ακούς το ''Dopamine'' ή το ''Under the Sun'' και ξαφνικά πιστεύεις. Δεν έχουμε να κάνουμε με βαρετούς βολεψάκηδες του κιθαριστικού αυνανισμού ούτε με μπάντα που έχει ως μόνο της όνειρο το να ακουστούν τα τραγούδια της στα σίριαλ με φόντο τη Νέα Υόρκη. Έχουμε να κάνουμε με γκρουπ που ξέρει πως υπάρχει ζωή μετά το reverb και τις μαστουρωμένες μελωδίες, δεν ξέρει πού να την ψάξει, αλλά ξέρει ότι υπάρχει. Αν οι DIIV μπορούσαν να συγκεντρωθούν, αν εστίαζαν σε όσα τους βγαίνουν και όχι στην ιδέα ενός αριστουργήματος το οποίο ξεκάθαρα κυνηγούν, θα ήταν ικανοί για πραγματικά σπουδαία πράγματα. Το ''Healthy Moon'' δείχνει ότι δε χρειάζεται να το ζορίσουν και πολύ για να γράψουν μουσική που είναι όμορφη για αυτό που είναι και σε όποιον αρέσει.
Οι DIIV περιτρυγίζουν όλες τις γνωστές συνισταμένες του ήχου τους, στην πιο ακίνδυνη εκδοχή τους (δεν το λέω για κακό). Vegan MBV, kraut light, shoegaze με σόγια και λοιπά συστατικά του αστικού indie των 10s που θα ήθελε να είναι κάτι παραπάνω από αστικό indie και στην περίπτωση των DIIV θα μπορούσε να γίνει. Αλλά χρειάζεται να κάνουν το επόμενο βήμα που σημαίνει να μάθουν να πυκνώνουν τη δουλειά τους και τις συνθέσεις για να τους δώσουν (ή να υποκριθούν) τον απαραίτητο χαρακτήρα. Στο ''Blue Boredom'' για παράδειγμα (με την συμμετοχή της Sky Ferreira) που είναι κάτι παραπάνω από homage στους Sonic Youth θα θέλαμε να έχουμε την επιλογή να υποθέτουμε ότι αυτοσαρκάζονται και όχι ότι μόνο αυτό κατάλαβαν πως μπορεί να κάνει μια μπάντα που τόσο έχει μελετήσει το underground της πόλης τους.
Από το Oshin έχουμε βήματα προόδου (και το μπάσο του Perez έχει έρθει στο προσκήνιο), αλλά αν οι DIIV θέλουν να φτάσουν κάπου - και πιστέψτε με το θέλουν - θα πρέπει να το δουν λίγο αλλιώς. Μπορεί να μη φαίνεται αρκετά ποιητικό στον Smith, αλλά ήρθε η ώρα να δει πιο επαγγελματικά τη δουλειά του, να φερθεί σαν γιατρός που βάζει την άσπρη ρόμπα και βλέπει λίγο πιο ψυχρά τους δίσκους του. Στους DIIV δε βρίσκεται ούτε το μέλλον του κιθαριστικού ήχου ούτε ο μετασχηματισμός των αστικών νευρώσεων σε δημιουργική πρόοδο. Αλλά υπάρχει σίγουρα ένα άλμπουμ δέκα κομματιών από τα οποία τα οχτώ τουλάχιστον θα είναι πραγματικά καλά.
Ο Smith βρίσκεται σε φάση αναζήτησης, μουσικής και ψυχολογικής, στο μυαλό του ο χαρακτήρας της μπάντας του είναι ανοιχτός, ψάχνει το χώρο του στις παραδόσεις των γενιών που του άνοιξαν το δρόμο. Εμείς φυσικά ξέρουμε ακριβώς μέχρι πού μπορούν να φτάσουν οι DIIV και στο καλύτερο δυνατό σενάριο θα καταφέρουν να γίνουν οι Horrors της Νέας Υόρκης. Όσοι νιώθουν πως έχουν καλύτερα πράγματα να κάνουν από το να παρακολουθούν αυτή τη διαδρομή πιθανόν καλώς το νιώθουν. Εγώ πάντως θα περιμένω και το επόμενο άλμπουμ.