Ιχώρ
Οι ελληνο-ινδικές συναντήσεις έχουν μακρά παράδοση, από τον καιρό της Μαντουμπάλας μέχρι τούτα τα θαυμάσια ταξίμια σε σιτάρ δρόμους. Του Πάνου Πανότα
Λέει και τονίζει πως η συναυλία τού Ravi Shankar στο Ηρώδειο το καλοκαίρι του ’88 άλλαξε τη ζωή του για πάντα. Είναι μια ομολογία με πάθος και ρομαντισμό από έναν άνθρωπο που τότε διένυε τα μισά της τρίτης δεκαετίας της ζωής του. Για να φτάσει να γίνει ο σιταρίστας-συνθέτης που ακούμε στο «Ιχώρ» πάντως, ο Δημήτρης Ρουμελιώτης εργάστηκε πολύ. Και μπορεί ο παρών δίσκος του να ηχογραφήθηκε μόλις πέρυσι, κουβαλάει ωστόσο τη συνολική εμπειρία και γνώση χρόνων (τους Ιχώρ τους σχημάτισε το ’99).
Μια παράγραφο (μόνο) ειδικής μουσικής θεωρίας: Όπως η κάθε κλίμακα δημιουργείται επιλέγοντας συγκεκριμένες νότες της οκτάβας, κάπως με ανάλογη σκέψη, το λέμε απλοποιημένα, η ράγκα μοιάζει –με τις ιδιαιτερότητές της φυσικά– σαν μελετημένη κίνηση πάνω σε μια, το λιγότερο πεντατονική, κλίμακα. Το πολύ σημαντικό για όποιον την ακούει είναι να μπορεί να παρακολουθήσει την ανάπτυξή της που περνάει από συχνούς αυτοσχεδιασμούς, μα και κομβική πειθαρχία, και συναποτελείται από ανεβάσματα και κατεβάσματα ακόμη και σε επίπεδο υποδιαιρέσεων.
Έστω κι αν απαιτείται να το φανταστούμε, υπάρχουν πράγματι αρκετοί κοινοί δρόμοι μεταξύ ινδικής κι ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, επί το πλείστον της νησιώτικης (περισσότεροι λ.χ. απ’ ό,τι συμβαίνει με την τούρκικη). Ο Ρουμελιώτης ως συνθέτης μπορεί και γράφει πλέον με μία, ας την πούμε, ελληνικότητα στο συγγραφικό του πνεύμα. Εμπλουτίζοντας δηλαδή με άνεση τα βασισμένα σε ράγκες κομμάτια του με εγχώρια μουσικά στοιχεία τα οποία ενσωματώνονται ωραία στο αποτέλεσμα.
Επίσης, ο ίδιος φαίνεται ότι δούλεψε πάνω στην ιδιότητα που έχει το ίσο να αποτελείται από ένα συνεχόμενο φθόγγο ο οποίος συνοδεύει τη βασική μελωδία –κι έτσι το συναντούμε και στο ρεμπέτικο– αναπτύσσοντας τελικά το πώς γίνεται να εφαρμοστεί με το σιτάρ σόλο εκεί που θα περιμέναμε να το βρούμε π.χ. από μπουζούκι ή λαγούτο.
Ο Δημήτρης Ρουμελιώτης έχει αφαιρέσει από το παίξιμό του όλα τα περιττά. Δεν ακολουθεί στολίδια κι εντυπωσιασμούς, επιμένοντας με σχεδόν δωρική θρησκευτικότητα στην αναζήτηση του βάθους. Λες κι επιχειρεί να μείνει όσο είναι δυνατόν ανεπηρέαστος απ’ τα τυχόν όρια που μπορεί να υπάρχουν σε αυτό που κάνει.
Θέλουμε να πιστεύουμε πως τα πιο πολλά απ’ όσα αναφέραμε μέχρι τούτο το σημείο επαληθεύονται ευθύς στην «Πρωινή Σελήνη», το σπουδαίο δεκατριάλεπτο κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ. Μα και να μην, λίγο αργότερα έρχεται να το πράξει εξαιρετικά η απαγγελία στον Νικηφόρο Βρεττάκο στο κομμάτι «Τον Κόσμο Που Ονειρεύτηκα». Μία επιλογή μεστή που γεμίζει την σκηνή με το επιπλέον νόημα που αντλείται αναγκαστικά απ’ τη δοξαστική δύναμη του κειμένου. Τη μελωδική γραμμή τη συν-κρατάει εμφατικά το βιολί. Ο λόγος βγαίνει με παύσεις, άμεσος και δίχως επεξεργασία, ίσως και με τρωτή ορθοφωνία. Ακόμη κι η σιωπή μετατρέπεται σε μέρος της σύνθεσης.
Για τις ηχογραφήσεις, συμμετείχαν εδώ στους Ιχώρ οι Λυδία και Δανάη Ρουμελιώτη σε κανονάκι και βιολί αντίστοιχα (κόρες του συνθέτη), ο Satnam Ghai (τάμπλα, μέλος του σχήματος απ’ την ίδρυσή του), ο Γιάννης Ευσταθόπουλος (στα κρουστά), ο Ορέστης Ζαφειρόπουλος (στο τσέλο) κι η Ξένια Κατσάρη (στον ταμπουρά). Ολοκληρώνουμε λέγοντας το εξής, όσο κι όπως μπορέσετε μην επιτρέψετε ποτέ τούτος ο δίσκος να χαρακτηριστεί ως έθνικ. Έχουμε χορτάσει από αισθητικά ατοπήματα κι είπαμε να αποσοβήσουμε άλλο ένα.