Σημειώσεις για την διαχείριση του πανικού (το περιοδικό τεύχος 1)
To 2002 ήταν CD, σήμερα βινύλιο. Οι καιροί αλλάζουν, αλλά με τον τρόπο του παραμένει επίκαιρο. Και το Ρετιρέ και ο δίσκος. Του Άρη Καραμπεάζη
Κατά την άποψη του υπογράφοντος (και) αυτός ο δίσκος των Δημοσιοϋποαλληλικό Ρετιρέ είναι ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ ατόφια αστικού ηλεκτρονικού rock ‘n’ roll, που περισσότερο χαράσσει, παρά υποσκάπτει την εντοπιότητα ενός μετρημένα (θετικά το λέω, ασφαλώς) λόγιου ηλεκτρικού ήχου. Και τούτο καθότι μπορεί μεν να μην απασχολείται με συνθηματολογία και εύπεπτα ρεφρέν σε κάποιο σοκάκι για την κατάκτηση των μαζών, αλλά τελικά μας λέει πολλά περισσότερα τόσο για αυτές τις τελευταίες, όσο –και πολύ περισσότερο με τη σειρά του- για την ατομική ευθύνη και ενοχή του καθενός στο περιθώριο μιας μουσικής πραγματικότητας που έγκαιρα κατανοεί ότι δεν της αρκεί ο ρόλος της αναψυχής. Χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά ότι τυχόν απουσιάζει και η αναψυχή. Όπως άλλωστε δεν απουσιάζει από τους δίσκους των Lost Bodies, την οριακή τριπλέτα- άλμπουμ του Boy, για την οποία έχουμε εξαντλητικά αναρωτηθεί και μιλήσει, την προ ετών σύμπραξη Σόκου και Πουλικάκου στις παρυφές του Εγγονόπουλου κ.ο.κ. . «Μόνο με την παιδεία θα πατάξουμε την εγκληματικότητα», παρότι με αρλούμπες του τύπου «μορφώστε τους ναζί» ξέρουμε πλέον καλά ότι δεν γίνεται πλέον δουλειά.
Η δισκογραφία των ΔΡ (πρέπει ίσως να) εκλαμβάνεται ως τμήμα μόνο της ευρύτερης εργογραφίας τους σε γραπτά, δρώμενα, παραστάσεις σε απρόοπτες και μη συνθήκες και περιστάσεις και ούτω καθεξής, ειδικά για όσους τους παρακολουθούν στενά και τους κατανοούν ευρύτερα από ότι εμείς οι κοινοί μουσικόφιλοι. Αρκεί όμως ένα και μόνο τραγούδι (χωρίς κανένα εισαγωγικό) με την στόφα του ‘Τα μάρμαρα του Παρθενώνα’, για να αναρωτηθεί και ο πλέον δύσπιστος αν οι τακτικές Barry Adamson αποδίδουν καλύτερα σε περιβάλλον που τα στούντιο δεν κοστίζουν σχεδόν τίποτε στην δισκογραφική, όχι τυχόν επειδή είναι φθηνά, αλλά επειδή δεν υπάρχει ούτε στούντιο, ούτε δισκογραφική επί της ουσίας. Κάπου διέβλεψα πρόσφατα μία ‘φιλική διαμάχη’ σε σχέση με το ζήτημα των DIY προθέσεων και περιστάσεων, με αφορμή μια πρώτη παρουσίαση του άλμπουμ εδώ στο Mic. Ζητήματα που εμάς μας απασχολούν από τότε που συνεχίζουμε να θεωρούμε το Golden Feelings ως το σταθερά καλύτερο άλμπουμ του Beck και άλλους πριν από εμάς με αφορμή ακόμη πιο σκονισμένες στο χρόνο περιπτώσεις. Ας μην τα πιάσουμε από την αρχή.
Με τον απολαυστικά επίκαιρο τίτλο ‘Σημειώσεις για τη διαχείριση του πανικού’, το εν λόγω άλμπουμ είχε πρωτοκυκλοφορήσει στο φόρματ εκείνο που όλως φυσιολογικά (και κάπως θριαμβευτικά για ένα φεγγάρι, νομίζω) αντικατέστησε την κασέτα μια φορά και έναν καιρό, και που είχε αποδοθεί ως ‘Περιοδικό’ και σε CD-R, κάπου στα τέλη του 2002 . Το θυμάμαι στα οικεία ράφια περιοδικών και βιβλίων του Λωτού, το είχα αγοράσει νομίζω όπως και κάποια από τα επόμενα τεύχη, δεν μπορώ να το βρω πλέον. Για πολλά χρόνια θυμάμαι σε ένα από τα συρτάρια που διαχειρίζονταν (χωρίς ιδιαίτερο πανικό) η μητέρα μου στο σπίτι και την κασέτα του ‘Ποιος Φοβάται τη Φαινυλκετονουρία’ και την οποία δεν θυμάμαι αν όντως δεν μπορώ να την βρω ή αν τυχόν κάποτε ξεμένοντας από 60άρες έγραψα πάνω της κάποιο live των Slayer ή τον πρώτο δίσκο των Venom. Αλλά αυτή – και κάποιες άλλες γύρω από τους ΔΡ και τους λοιπούς δημοσίου υπαλλήλους της οικογένειας μου- είναι μια ιστορία που επίσης προτίμησα να μην την πω.
Από εκεί και πέρα και σε αυτόν, όπως και σε κάθε προηγούμενο ή επόμενο δίσκο των ΔΡ, υπάρχει μία –μετρημένη πάντως- πληθώρα σημάτων, που μένει να ληφθούν, νοημάτων, που μένει να αιωρούνται χωρίς απαραίτητα να επεξηγηθούν, αλλά και τεχνικών ως προς την δομή, τον ήχο, το ύφος και τον λόγο (κυρίως αυτόν), που μένει περισσότερο να καταστούν οικεία από τον υποψήφιο ακροατή, παρά να κατανοηθούν. Όλα αυτά – και πάλι κατά την περιορισμένη άποψη του υπογράφοντος - όχι απαραίτητα ως υποσύνολο ενός αυτοϊκανοποιούμενου αβάνγκαρντ, που έστω και ασυνείδητα έρχεται κατά πάνω του για να ειρωνευτεί την ωσαύτως περιορισμένη αντίληψη του μέσου συνετού ανθρώπου, αλλά εντελώς συνειδητά ως ένα αυτόφωτο σύνολο που μεταθέτει σωστά τα τεκταινόμενα από τον χώρο του αέναου προβληματισμού, σε αυτόν της πραγματιστικής προβληματικής. Και κάπως έτσι στο τέλος της ημέρας ( ή της ακρόασης) οι Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ δεν καταφέρνουν να μη δημιουργήσουν οπαδούς, που μπορούν ακόμη και να αδιαφορούν ως προς τις υπόλοιπες πράξεις ή και παραλείψεις, που συνθέτουν την πλέον ολοκληρωμένη τους παρουσία. Και αυτό είναι σίγουρα επίτευγμα.
Όπως επίτευγμα θα είναι και το να συγκεντρωθεί σταδιακά το σύνολο της ‘δισκογραφίας’ τους (τα εισαγωγικά αναφέρονται στο πρώτο συνθετικό ως προς το format) σε τέτοιου είδους πράγματι ηχοαισθητικά τακτοποιημένα βινύλια, έστω και με λίγο περισσότερη προσοχή στην αναγραφόμενη σειρά των τραγουδιών εν σχέση με ό,τι ακολουθεί και ό,τι όχι στην κοπή του βινυλίου, την επόμενη φορά. Η όρεξη έχει ήδη ανοίξει για ‘Φαινυλκετονουρία’ ασφαλώς και ας μην ξέρουμε καν τι στο καλό είναι και αυτή, όπως και η γλουτένη πλέον, παρά την ακόρεστη κατανάλωση κόκα κόλας τόσα χρόνια από τότε που την πρωτακούσαμε.