(Βάζω στην άκρη την ιερότητα της 'Αγίας Τριάδας' των συγκροτημάτων που στοίχειωσαν την εφηβεία μου - Sonic Youth, Pixies, Dinosaur Jr- και βλέπω στα μάτια τον J. Mascis, ως μια παλιά αγάπη που αναδύεται από την ασφάλεια της λήθης, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο όταν η παρέα από τη Βοστώνη έκλεισε προ καιρού τον κύκλο της, περνώντας στο επίπεδο του θρύλου και η 'ηχητική νεολαία' βρίσκει στα γεράματά της την έμπνευση για δίσκους απαράμιλης ομορφιάς, ικανής να στείλει στον ΟΑΕΔ εκατοντάδες νέα συγκροτήματα να ψάχνουν για δουλειά...).
Κάποτε ειπώθηκε για τον J. Mascis οτι χρειάζεται να γίνει εξέγερση για να αποφασίσει να σηκωθεί από το κρεβάτι του οπότε και καταλαβαίνετε την 'εργασιομανία' και τη 'ζωντάνια' αυτού του ανθρώπου που με την κιθάρα του κατάφερε να σηκώσει άπειρους νέους από τη νάρκη τους. Και φαίνεται πως τρία χρόνια μετά την τελευταία του δουλειά ως Dinosaur Jr, το 'Hand it Over' του 1997, ο αιώνια βαρεμένος guitar hero, και χωρίς καμιά εξέγερση να γίνεται στα μέρη του, αποφασίζει να βγει από τις κουβέρτες του για να δοκιμάσει πάλι τις δυνάμεις του στην αρένα του κιθαριστικού ροκ. Κάτω από το όνομα που γράφει η ταυτότητά του (ή λίγο πάνω από εκεί που λέει το θρήσκευμά του, χε χε χε...) και παρέα με τους The Fog (που κάτι σε ομάδα φάντασμα μου κάνει), έρχεται για να αποδείξει πως δεν είναι ο 'δεινόσαυρος' που είχαμε συνηθίσει.
Αλλάζουν,όμως βρε οι άνθρωποι, που θα'λεγε και ο καφετζής του Λουμίδη; Δύσκολο, θα απαντούσα εγώ αν ήμουν εκεί. Και στην προκειμένη περίπτωση έχω όλες τις αποδείξεις: κιθάρες που φροντίζουν να σβήσουν την έννοια 'εγκράτεια στο παίξιμο', φωνή που παραμένει 'σπασμένη' και θελκτικά αυξομειούμενη λες και έχει συνδέσει τις φωνητικές του χορδές με το wah wah της κιθάρας του, δυναμική rhythm section, ίδια αισθητική στο artwork, γλυκόπικροι στίχοι, ακόμα και το μαλλί του είναι ακόμα μακρύ (για το άλουστο δε μπορώ να εγγυηθώ). Οπότε, έχουμε ουσιαστικά τη συνέχεια των Dinosaur Jr!!! (φοβερό συμπέρασμα έτσι;).
Kαι θα ήταν δύσκολο και τα κομμάτια να μη μυρίζουν κάτι από το παρελθόν του Mascis. Το 'Sameday' φέρνει κάτι από τη μαγεία του 'Where you been' το ίδιο και το 'Ammaring', το 'Waistin' κρύβει κάτι από την καταπιεσμένη έκφραση του 'Without a sound', το 'All the girls' θα μπορούσε να ανήκει στα χαρούμενα κρυμένα outtakes του 'Bug' (γι'αυτό και κρυμένα άλλωστε), το φαζαρισμένο 'More Light' είναι με το ένα πόδι στη θάλασσα οργής της ίδιας πρώιμης περιόδου, ενώ το 'Can't I take this on' θυμίζει την εσκεμμένη αφέλεια του 'Green Mind'.
Αν κάτι άλλαξε από τότε είναι η φανερώτερη διάθεση για μελωδικότητα και καθαρή παραγωγή, γι'αυτό και στη θέση πίσω από την κονσόλα εγκαταστάθηκε ο Kevin Shields (ναι, ναι ο κύριος My Bloody Valentine, έτσι είναι, αν ετοιμάζεις το δίσκο σου επί επτά χρόνια πρέπει κάτι να κάνεις για να βγάλεις τα fish n'chips σου), ενώ σε κάποια κομμάτια συμμετέχει και ως μουσικός. Παρόλα αυτά όμως οι αλλαγές, αν και φανερές, δεν έχουν τη δυναμική να διαφοροποιήσουν την από καιρό παγιωμένη αισθητική του J. Mascis o οποίος δεν ψαρώνει από πειραματισμούς, κουμπάκια και 'σύγχρονη άποψη'. Τους πολύ νέους ακροατές δεν ξέρω κατά πόσο είναι εύκολο να τους πάρει με το μέρος του. Τους πολύ παλιούς ίσως τους ξυνίσει ο λουστραρισμένος ήχος και η περισσότερο pop διάθεση. Τους πολύ πιστούς θα τους αγγίξει. Γιατί όπως και να το κάνουμε οι παλιές αγάπες παραμένουν ιερές και πάντα έχουν το κλειδί (ή το αντικλείδι) για τον παράδεισο. Και όσο και να αντιφάσκω με την αρχική μου πρόθεση, εγώ ανήκω στην τρίτη κατηγορία.
(Το bonus CD με δύο κομμάτια-ασκήσεις με αρμονιάκι πάνω σε μιας ανύπαρκτης μορφής 'ambient' δεν αρκεί για να μειώσει την αξία του δίσκου, δωράκι άλλωστε είναι, μην το κοιτάζουμε και στα δόντια...)