Love Changes Everything
Μια ωδή στην αγάπη σε έξι μέρη. Με τύμπανα, κιθάρα και βιολί, όπως τους θυμόμασταν... Του Βασίλη Παπαδόπουλου
Νέος δίσκος των Dirty Three μετά από 12 χρόνια απουσίας... Tο ‘Love changes everything’ (εν προκειμένω πρώτα το μεθυστικό κομμάτι ‘II’ από το ομότιτλο νέο τους LP) ξεπήδησε μπροστά μας κάπου μέσα από τους συνειρμούς των ηλεκτρονικών πλατφορμών των Low, πιθανόν λόγω του ότι είχαν συναντηθεί στο παρελθόν (στο ‘In The Fishtank’ του 2001).
Οι Dirty Three είναι η καλλιτεχνική σύμπραξη τριών μοναδικών μουσικών. Του Warren Ellis, στο βιολί και ενίοτε στο πιάνο και στα synths, του Mick Turner στην κιθάρα και του Jim White στα τύμπανα. Η καλλιτεχνική ποιότητα όλων τους είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς έχουν συνεργασθεί με κορυφαία σχήματα του σύγχρονου ροκ. Από τους Nick Cave & the Bad Seeds όπου συμμετέχει ο πρώτος μάλιστα ως σταθερό μέλος, στην PJ Harvey, στον Bonnie Prince Billy και στην Cat Power, για να μη θυμίσουμε το πρόσφατο ντουέτο των Xylouris White, όπου συμμετέχει ο τρίτος. Στόφα αξεπέραστη που ενίοτε φθάνει σε υψηλές δημιουργικές στιγμές, όταν οι τρεις αυτοί συναντηθούν και αφήσουν τον εαυτό τους ελεύθερο να ξετυλίξει τις ιδέες τους (ακούστε εδώ μια μοναδική τους καταγραφή από το 2009 του “Sea Above, Sky Below” από το περίφημο Ocean Songs του 1998, μαζί με τον Nick Cave στο αρμόνιο).
Όπως ορθά έχει παρατηρήσει από τούτες εδώ τις στήλες ο Σταύρος Σταυρόπουλος στην κριτική του αμέσως προηγούμενου δίσκου τους, ήδη 12 χρόνια πριν (του ‘Towards the low sun’), δεν είναι post rock, όπως ενίοτε έχουν χαρακτηρισθεί. Ο άλλος όρος που τους έχει αποδοθεί είναι instrumental rock, αν και ο όρος δεν λέει όπως καταλαβαίνετε τίποτε πέραν του ότι κατά τη συντριπτική πλειοψηφία του έργου τους δεν έχουν φωνές, πλην ίσως των ουρλιαχτών έκστασης του Warren Ellis στα live τους (οι άλλοι δύο δεν ξεπερνούν ποτέ το μέτρο και την ησυχία της μουσικής τους). Δεν είναι jazz, δεν είναι folk, δεν είναι pop. Είναι ακαταχώριστοι, καθότι μοναδικοί.
Προκαλούν μια ανησυχία ακούγοντάς τους, δεν ξέρεις τι θα ακολουθήσει, η μελωδία δημιουργείται πάλι από την αρχή, και ξανά και ξανά, όχι κυκλικά και επαναλαμβανόμενα, αλλά ασύμμετρα, άναρχα, σαν να έχει μια δική της εσωτερική συνοχή, τη συνοχή ίσως του κόσμου γύρω μας. Ακόμη και όταν ακολούθησαν κλασικά μελωδικά μονοπάτια (όπως στη διασκευή του «Μια φορά θυμάμαι» του Γιάννη Σπανού – “I remember a time when once you used to love me” από το ‘Horse Stories’ του 1996) η εκτροπή ήταν αυτή που τους χαρακτήρισε.
Ο τελευταίος δίσκος τους είναι κι αυτός ένα ακόμη δείγμα της δημιουργικής τους τρέλας. Έξι κομμάτια για την αγάπη που αλλάζει τα πάντα, σχεδιάσματα, μουσικά σκαριφήματα, ήχοι μοναδικοί που ξεπετιούνται από παντού, με μια δική τους μοναδική αρμονία, που πλέκεται γύρω από τις δονήσεις των τυμπάνων του σπουδαίου Jim White. Δεν ακούγονται μαζί με άλλους, δεν παίζονται σε clubs, συνοδεύουν προσωπικές στιγμές, ή ενίοτε ακολουθούν κουβέντες, καφέδες, γέλια, χαρές, αντιπαραθέσεις και ενίοτε τις καλύπτουν.
Η μουσική τους δένει γλυκά με τα μοναδικά εξώφυλλα – σπουδαία καλλιτεχνικά δημιουργήματα του κιθαρίστα τους Mick Turner, που όταν δεν παίζει μουσική είναι ένας σπουδαίος και μοναδικός ζωγράφος. Όγδοο LP τους τούτο εδώ, αν μετράμε καλά (χωρίς τη συνεργασία τους με τους Low), μια ακόμη σπουδή στη μουσική, μια ακόμη σπονδή στην τέχνη.