Οι Dirty Three επιστρέφουν δισκογραφικά in top form, που θα έλεγαν και οι Εγγλέζοι, μετά από 7 έτη απουσίας (τελευταίο κανονικό άλμπουμ τους ήταν το Cinder του 2005). Η παρατεταμένη έλλειψη μεταξύ τους συνεύρεσης (σεξολογία) φαίνεται πως τους έκανε καλό κι ένα κλίμα μουσικής ευφορίας είναι διάχυτο στα bits των mp3. Ορμή προς το καινούριο κι ένας γενικότερος πειραματικός ενθουσιασμός παντού, παρόλο που κινούνται και πάλι στα γνωστά οργανικά πλαίσια.
Στο Toward The Low Sun έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν 9 κομμάτια τόσο διαφορετικά μεταξύ τους αλλά παράλληλα τόσο ενδιαφέροντα ως μέρη του ίδιου πονήματος. Ο δίσκος αξίζει να "μελετηθεί" σαν τα ξεχωριστά κεφάλαια ενός και μόνο βιβλίου, σαν ένας δύσκολος jazz δίσκος που απαιτεί μικρές δόσεις και την προσοχή σου. "Εκτός" μένουν μόνο 1-2 στιγμές που μπορούν να χαρακτηριστούν σχετικά μονότονες και συνήθεις για τη μπάντα. Ίσως πάλι κι αυτές να εξυπηρετούν το σκοπό τους.
Το post rock, η ταμπέλα που τους έχουν κολλήσει από τα late 90s επειδή ήταν "rock" κι έπαιζαν instrumental την ίδια περίοδο που εμφανίστηκαν οι Mogwai, φαντάζει ανεπαρκές για να περιγράψει το ύφος τους. Μουσικά θα περάσουν κι εδώ από free jazz, folk, rock πειραματισμούς, αυτοσχεδιασμούς και κινηματογραφικούς ήχους.
Από τη φαζαριστή λούπα του Furnace Skies με τον ντράμερ να παίζει κάτι ανάμεσα σε thrash, jazz και drum 'n' bass, στη laid back στιγμή πληρότητας του ακουστικού Moon On The Land κι από 'κει στο γλυκόπικρο πιάνο του Sometimes I Forget You've Gone με τα τύμπανα μανιωδώς να γκρεμίζουν όλα όσα η μελωδία προσπαθεί να χτίσει. Η ηλεκτρική εκκένωση του δίσκου στο That Was Was, ο ορισμός του ηχοτοπίου με το μελό πιάνο του πλέον σαουντρακικού Ashen Snow και το Rain Song σαν tribute στα έγχορδα με το πιτσικάτο βιολί στο repeat και τις σκούπες να χαϊδεύουν από πίσω.
Κορυφαία στιγμή του δίσκου παραμένει πάντως το κομμάτι κράχτης που μοιράζεται από την εταιρεία τους ως δωρεάν mp3, το Rising Below. Σπάνια συναντάς τέτοια συμφωνία και αρμονία μεταξύ τριών οργάνων που τόσο έντονα διαφωνούν. Τέτοια αντίθεση κι όμως τόσο ικανοποιητικό το αποτέλεσμα. Κι αυτά τα χαρακτηριστικά χτυπήματα στα τύμπανα, σαν το σφυρί του δικαστή που προσπαθεί να επαναφέρει την τάξη, μέχρι να μπουν όλα μαζί σ' ένα στρόβιλο και ν' αρχίσουν να γυρνάνε.
Ειδική μνεία σ' αυτόν τον εκπληκτικό (όπως θα καταλάβατε) ντράμερ, τον Jim White, και τις εξαιρετικές "παικτικές" του ικανότητες. Μπορεί ο κολλητός του Cave (βλ. Grinderman) και μπροστάρης Warren Ellis να συγκεντρώνει τα φώτα πάνω του ως φιγούρα και να τρελαίνει τα κορίτσια ακόμα και με όψη άστεγου Ροβινσώνα-Gonjasufi, στις σκιές όμως κινείται το δυνατό χαρτί της μπάντας, η μουσική ιδιοφυία του Jim White. Καθόλου τυχαία PJ Harvey, Bonnie 'Prince' Billy, Cat Power και λοιποί τον έχουν επιλέξει κατά καιρούς για συνεργάτη τους.