Black Noise 2084
H "Μαμά Αφρική" συνεχίζει να τροφοδοτεί την σύγχρονη μουσική με τρόπους ολοένα και πιο συναρπαστικά απρόβλεπτους. Εν τούτοις, "δεν είναι ethnic, μην τρομάζετε" καταλήγει ο Άρης Καραμπεάζης
Ιταλός DJ και παραγωγός, κυκλοφορεί το πρώτο του full άλμπουμ σε λονδρέζικο label και επειδή δεν είναι δα και κανένας μικροαπατεώνας (σε αντίθεση με το κλισέ περί των Ιταλών), αντλεί πρωτογενώς τα παραδοσιακά αφρικάνικα samples του από το Royal Museum Of Central Africa, εγκαινιάζοντας (ή τέλος πάντων επιμένοντας σε αυτό) ένα είδος μουσικού trade fair, σε εποχές που ο ένας κλέβει τον άλλον και ο μεγάλος τον μεγάλο (μα όλοι, όλοι, όλοι, όλοι/όλοι κλέβουν τον . . . . . . . . . ., συμπληρώστε κατά βούληση).
Όλα αυτά σίγουρα δεν αρκούν για να κριθεί το "Black Noise 2084" ως ένα σπουδαίο άλμπουμ, τουλάχιστον δηλαδή σπουδαιότερο από όσα άπειρα και σε αντιστοιχία εκεί έξω κάνουν σχεδόν το ίδιο πράγμα με κάποιες παραλλαγές σε τόπους καταγωγής και δράσης, αλλά και στην ηθική των συναλλαγών ήχων.
Ας μιλήσουμε για έναν άλλο δίσκο λοιπόν, καθώς χρόνος και χώρος υπάρχει και με λίγη καλή θέληση τα πάντα αναφέρονται σε οτιδήποτε. Τον ακούτε εδώ, αν τέλος πάντων το κύριο ζήτημα που σας απασχολεί δεν είναι το αν θα πάτε ή όχι στην tour με τα ολογράμματα των Ramones, τον αγοράζετε αν τυχόν ξανατυπωθεί κάθε τόσο που ξανατυπώνεται (ή τα σκάτε σε άλλες πηγές, αν δεν μπορείτε την αναμονή), το artwork είναι αλάνθαστο, ενώ μαζί είχαν τυπωθεί κάποιες tote bag για να τις χαρίσετε όπου υπάρχει ανάγκη (να χαρίσετε κάτι). Ο τίτλος του δίσκου είναι το καλύτερο review που θα μπορούσε να είχε γραφεί για αυτόν, οι όχι και τόσο υποψιασμένοι πλέον γνωρίζουν τον παραγωγό από το show του στον N.T.S. Radio και μέχρι εδώ όλα καλά.
Ας περάσουμε τώρα σε κάποια επιμέρους ηθικά διλήμματα, καθώς ως γνωστόν πολλές οι απολαύσεις σε αυτή τη ζωή, λίγες όμως οι μη ένοχες. Είναι γνωστό το χρονικό γαϊτανάκι των ηθικών ενστάσεων και της οιονεί μορμονικής προβληματικής κάθε που η μουσική (εν ευρεία έννοια) αλλάζει μεθόδους κατασκευής (ενίοτε και κατανάλωσης). Παίζουν μόνα τους τα μηχανήματα (σηκώστε τα χέρια ψηλά να μη νομίζουν ότι παίζουμε, που έλεγε και ο μακαρίτης ο Πανούσης), τα ρομπότ θα μας πάρουν τις παρτιτούρες και άλλα τέτοια όμορφα.
Στη συνέχεια ήρθε το sampling (βασικά προϋπήρχε, άλλα τέλος πάντων), οι beatmakers, ο ένας, ο άλλος και δεν ξέρω ‘γω ποιος άλλος, και κατέστη σαφές ότι ναι, επιτρέπεται να φτιάχνουν μουσική άνθρωποι που δεν φτιάχνουν μουσική, δηλαδή κάπως από τη μουσική που έχουν φτιάξει οι άλλοι. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να το εξηγήσει όλο αυτό επαρκώς σε ένα κοινό που έμαθε να ζει μέσα από τον κάθε επόμενο αναστεναγμό τύπων που το επώνυμο τους ξεκινούσε από τον δ.τ. Morris και κατέληγε είτε σε –on είτε σε –ssey, ανάλογα με την εποχή. Με το οριστικό τέλος των σημαντικών καταλήξεων τα πάντα περνάνε όντως από το πλυντήριο που έρχεται στο μυαλό χωρίς αυτές, καθώς διαπιστώνεται ότι ο ήχος και η αισθητική αντί να «βρωμίζουν», κατά το ιδεατό, περισσότερο ξεπλένονται για να ανακυκλωθούν και να καταναλωθούν με μεγαλύτερη ευκολία.
Συνεπώς, και όπως έχει ήδη ορθά επισημανθεί και αλλού, το «πρόβλημα» (αν υποτεθεί ως τέτοιο, αχρείαστη παρένθεση λόγω των εισαγωγικών προφανώς) με το άλμπουμ του ‘Japan Blues’ είναι ότι κατά βάση δεν πρόκειται καν για άλμπουμ. Ο Άγγλος Howard Williams, μιας και περί αυτού πρόκειται ‘ταίζει’ για χρόνια το κοινό του στον N.T.S. με μουσική από την Ιαπωνία και την Άπω Ανατολή, στην οποία το κοινό του δεν έχει πρακτικά άμεση πρόσβαση, και όταν αποφασίζει όλο αυτό να μετατραπεί σε proper album κανείς πρακτικά δεν ξεχωρίζει τι εδώ μέσα έρχεται από τις πηγές, τι (λίγο πάντως) προστέθηκε από αυτόν (εν είδη ατμόσφαιρας αρχείου κ.λ.π) και κάπου στη μέση της ακρόασης έχει ξεχάσει και αν ήθελε εξαρχής να το κάνει (το ξεχώρισμα).
Στο τελικό αποτέλεσμα δεν είναι πλέον δυσδιάκριτο, αλλά επί της ουσίας δεν έχει σημασία το από που προέρχεται η μουσική. Τα όρια μεταξύ τους είναι θολά, αλλά ο ‘Japan Blues’ του 2018 απέχει ως ιδέα, σύλληψη, ακόμη και ως στόχευση από τον ‘DJ Shadow’ του 1996. Το αν απέχει όσο ο Jonny Rotten του 1977 από τον Eddie Cochran του 1957,καθώς ο πρώτος επιχειρούσε να «αναστήσει» τον δεύτερο, παρακάμπτοντας τον Robert Plant του 1968 (χάλασε η ακολουθία εδώ), δεν το ξέρουμε ακόμη. Κινδυνεύοντας τη σίγουρη διάψευση όμως, μπορούμε να προβλέψουμε ότι ο κάθε Japan Blues δεν θα γίνει DJ Shadow.
Σχεδόν στον αντίποδα όλων των παραπάνω, ο Ιταλός Raffaele Constantino καταλήγει στο δικό του αποτέλεσμα μέσα από μία πορεία έντονης εξωστρέφειας και κοινωνικοποίησης. Club και live βραδιές και residencies εντός και εκτός συνόρων, φεστιβάλ και συνεργασίες με μουσικούς παραγωγούς και μουσικούς σκέτο από το Λονδίνο έως το Μαλί και μία συνειδητή απόφαση να μην αφήσει το «έτοιμο» υλικό να καπελώσει την πρωτογενή σημερινή δημιουργία, χωρίς πάντως να καταλήγει στην αντίστροφη παγίδα, και να υποβαθμίζει τους μουσειακούς ήχους (χωρίς εισαγωγικά εδώ) σε απλή συνοδεία των ούτως ή άλλων εντυπωσιακών καλεσμένων του (από τον Raiz των συμπατριωτών του Almamegretta, που ευλαβικά, όσο και εύλογα, αναγνωρίζει ως πρωτεργάτες/ υποκινητές της όλης φάσης, μέχρι τον «πάρα πολύ» πλέον Shabaka Hutchings).
To "Black Noise 2084" είναι ένας ασταμάτητος δίσκος. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο δεν υπάρχει όχι μόνον κάτι για να πεταχτεί ή να θεωρηθεί ως μη Α’ διαλογής υλικό, αλλά επιπλέον δεν υπάρχει τίποτε που να μην δίνει την αίσθηση ότι εμφανίζονται νέοι δρόμοι και άλλοι τρόποι, στο πώς (αλλά και στο γιατί, αν το σκεφτείς καλύτερα) θα γίνεται η διαχείριση τέτοιου υλικού στο άμεσο μέλλον και για πολλά χρόνια. Είναι αυτή ακριβώς η αίσθηση που απουσιάζει από το άλμπουμ του Japan Blues, το οποίο θεωρώ ότι αυτοτελώς για αυτό το λόγο, και παρότι η ακρόαση του ουδόλως είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα (όχι όμως και εξίσου απολαυστική) χρήζει απλώς αναφοράς και όχι ουσιαστικής κριτικής αποτίμησης.
Το αν πρόκειται απλώς για αίσθηση ή για μία υπαρκτή και δυναμική πραγματικότητα περί του περιβόητου «νέου ήχου», που θριαμβευτικά χαρακτηρίζει κάθε επόμενη προσπάθεια για την παραπάνω αποτίμηση του άλμπουμ του DJ KHALAB μένει να το δούμε. Και δεν αναφέρομαι στο αν τελικά ο Ιταλός και δη οι δικές του μεθοδεύσεις του θα αποβούν επιδραστικότερες και εν τέλει καθοριστικές. Αυτό είναι μάλλον βέβαιο. Το ζήτημα είναι αν αυτή η επίδραση θα έχει τελικό θετικό αντίκτυπο σε μελλοντικές παραγωγές ή αν θα καταλήξουμε –όπως σε αρκετές περιπτώσεις ειδικά στο πρόσφατο παρελθόν– στη δημιουργία κλώνων, που θα έρθουν ως συνήθως τελευταίοι, καταϊδρωμένοι, αλλά και ασφαλώς παρεξηγημένοι για την αδιάφορη ή και καχύποπτη αντιμετώπιση, της οποίας θα τύχουν.
Όποιο και να είναι το μέλλον, ο DJ Khalab είναι οπωσδήποτε από αυτούς που το είδαν πρώτοι. Αντλώντας με άμεσο τρόπο από το παρελθόν, είναι επιπλέον αυτός που πρώτος μας καλεί να κλείσουμε –έστω και πρόσκαιρα- την πόρτα που έχει ανοίξει εδώ και χρόνια και που επιτρέπει την αθρόα είσοδο ήχων, μεθόδων και διαθέσεων από την μεγάλη αφρικάνικη μουσική παράδοση (και κάθε αντίστοιχη περίπτωση παράδοσης), και να την ανοίξουμε και πάλι όταν (με έμφαση στο αν) θα είμαστε πράγματι εκ νέου έτοιμοι να την διαχειριστούμε (αν υποτεθεί ότι υπήρξαμε ποτέ, ακόμη και ως ακροατές). Και όταν λέμε διαχείριση, μιλάμε ακριβώς για αυτό το οποίο γίνεται εδώ.
Μέχρι τότε δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να μην ενθουσιάζεται κανείς με το "Black Noise 2084", τον πιο σπουδαίο διφυή δίσκο του 2018 μέχρι στιγμής, που θα πρέπει να το διπλοσκεφτούν οι αρχισυντάκτες πριν τον ‘τοποθετήσουν’ στη στήλη με τις νέες ή με τις archive κυκλοφορίες. Ένα συναρπαστικό και ευφυές μείγμα μετρημένα καταιγιστικών beats, που αναπνέουν αν και υπογείως, πλάι σε αφρικάνικες νόρμες και προσθαφαιρέσεις της Μεσογείου με τα απέναντι παράλια και το παραμέσα αυτών, που στο βινύλιο ακούγονται καλύτερα από ότι περιγράφονται επί χάρτου. Δεν είναι ethnic δηλαδή, μην τρομάζετε.