The Drums
Ο Δημήτρης Κάζης προφανώς δεν θα ήθελε να αποκαλύψω πως προ (ολίγων) ετών μας γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να αφήσει στην άκρη την μουσικοκριτική, διότι αισθάνεται πως δεν μπορεί να έχει πλέον την απαραίτητη επαφή με την νεανική κουλτούρα, που κατά βάση εκφράζει το rock 'n' roll. Αλλά μόλις το έκανα. Και τούτο γιατί από τότε που μας το είπε στριφογυρίζει και εμένα η ιδέα στο μυαλό μου. Από την άλλη όμως διαπιστώνω συνέχεια ότι το rock 'n' roll σήμερα περισσότερο σε ώριμους, μεσήλικες ή και υπερήλικες (ενίοτε) απευθύνεται, παρά δήθεν είναι όχημα νεανικής κουλτούρας. Δεν είδες και με τους Arcade Fire που στον έβδομο χρόνο της ζωής τους, αντί για μία απλή φαγούρα, τους έπιασε κρίση μέσης ηλικίας;
Ποια η σχέση των Drums με όλα αυτά. Καθώς τους πέτυχα δύο φορές επί σκηνής, σε αυτό που μάλλον θα αναφέρεται κάποτε ως το πιο hot καλοκαίρι της ζωής τους και καθώς -όπως έχω ήδη εξαντλητικά αναφέρει- και τις δύο φορές δεν έβρισκα την παραμικρή δικαιολογία για το χαμό που (όντως) προκαλούν, αισθάνθηκα ότι πράγματι το έχασα κι εγώ το τρένο. Όχι απαραίτητα του rock 'n' roll, αλλά αυτό της γενικής και αόριστης indie pop κουλτούρας, που είναι και το τρένο που μάλλον προτιμώ περισσότερο ως διαδρομή. Για αυτό και άφησα το βινύλιο για μήνες επτασφράγιστο στις ζελατίνες του και είχα αποφασίσει να απέχω από οποιαδήποτε κριτική, κάνοντας χώρο σε εκείνους τη ζωή των οποίων καλείται να αλλάξει μια μπάντα υπερνεανίων. Καθότι όμως πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, τις τελευταίες μέρες έπιασα εαυτόν να ακούει συνεχώς το άλμπουμ των Drums, το θεωρητικά πιο πολυσυζητημένο ντεμπούτο μιας μάλλον άνευρης χρονιάς.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά από το 2004-2005 μέχρι σήμερα και τα υποψήφια για breakthrough ονόματα της indie σκηνής, έχουν πολλά να διδαχτούν από τα παραδείγματα εκείνης της περιόδου. Κάπως έτσι το The Drums είναι ένα synth pop άλμπουμ, που συγκαταλέγεται στην αναβίωση του surf rock, έχει κιθάρες που θα δακρύσουν τους οπαδούς του Johnny Marr και είναι τόσο εύθραυστο όσο θα ήθελε ο κάθε νοσταλγός των Pale Fountains. Επισφραγίζει την οριστική υπεροχή των αμερικάνικων συγκροτημάτων έναντι της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Οι πάντες πλέον έρχονται από το Brooklyn και καλύπτουν όλα τα γούστα. Οι The Drums είναι περισσότερο brit pop/new wave από όσο μπορεί να είναι το επόμενο μεγάλο όνομα του Manchester. Χαϊδεύουν τα αυτιά του ακροατή, σε σημείο που να μην μπορεί να τους αντισταθεί.
Το πιθανότερο βέβαια είναι ότι δεν τους έχει ακούσει ακόμη ο Peter Hook. Διότι η μισή τους ύπαρξη βασίζεται σε μία και μόνη δική του μπασογραμμή που επαναλαμβάνεται ανά τρία τραγούδια στο δίσκο και δεν είδα πουθενά την είδηση για την αγωγή που άσκησε εναντίον τους. Όπως πιθανό είναι ότι ακόμη και η εταιρεία τους δεν άκουσε τον δίσκο πριν τον κυκλοφορήσει. Διαφορετικά δεν θα τους επέτρεπε να βάλουν μέσα τρεις διαφορετικές εκδοχές (μία το αυθεντικό, μία mid tempo και μία minimal, θα έπρεπε να το βγάλω σε διαγωνισμό για το ποια τραγούδια είναι, αλλά δεν έχω δώρα να δώσω) του Let's Go Surfing, του τραγουδιού που ανάγκασε τους πάντες να μιλάνε και να γράφουν για αυτούς, πριν καν μάθουν ποιοι είναι.
Από την άλλη σε κάθε επόμενη ακρόαση ο δίσκος είναι ακόμη πιο συμπαθητικός και δελεαστικός προς πρόσβαση ειδικά σε όσους έχουν συναισθηματικό πάρε-δώσε με τα ακούσματα στα οποία αναφέρεται. Και εδώ φτάνουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Αν στα καλοκαιρινά φεστιβάλ οι εξαιρετικά νεανίες Drums είναι το αντικείμενο του πόθου για εφήμερους hipster και ορμητικά ακροατήρια μετεφηβικής ηλικίας, το στουντιακό τους alter ego διακρίνεται από σημαντική υστέρηση σε ορμή και διάθεση παραβατικότητας, ανατροπής ή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου οφείλει να υπάρχει έστω σε ελάχιστη ποσότητα σε ένα προϊόν νεανικής (υποτίθεται) κουλτούρας. Περιορίζεται στο να είναι απλά οικείο και καλοφτιαγμένο.
Στο κάτω κάτω της γραφής όμως δεν μπορείς να γυρίσεις την πλάτη σε έναν δίσκο που αν μη τι άλλο καταφέρνει και σου φτιάχνει τη διάθεση, ακόμη και στις μελαγχολικές του στιγμές. Και κάπου εδώ η γραφή τελείωσε.