The curious world of Duke Abduction
Από ένα στάδιο και μετά κάποια πράγματα δεν έχουν και τόση πολλή σημασία, περισσότερο λειτουργούν ως διαπιστώσεις πάνω σ' ένα αποτέλεσμα που πιθανόν και να μην μπορεί ν' αλλάξει. Εκατομμύρια τα παραδείγματα. Στα καθαυτό μουσικά zeroes, ας πούμε, ζήσαμε τον πιο εκρηκτικό ρυθμό από κάθε άλλη δεκαετία πριν απ' αυτά. Βέβαια, εκτός απ' το περίφημο big bang της κοσμικής ιδρύσεως καμία άλλη έκρηξη δε δημιούργησε κάτι, αποσύνδεσε ή κατέστρεψε μόνον. Και τώρα κοντά είμαστε, το ότι τα χωράμε όλα και θα χωρέσουμε κι αυτά που έρχονται είναι ψευδαίσθηση, η οξύμωρη του παρατηρητή. Κοιτάξτε λ.χ. πώς έχει το θέμα με τους Duke Abduction:
Το γκρουπ, δημιουργημένο γύρω απ' τον Γιώργο Δημάκη (Obi Serotone), τολμά και συνδυάζει παραμέτρους που γυρίζουν την κατάσταση αρκετά πίσω, στα 70s χοντρικά. Λέω τολμάνε διότι δεν υπολογίζουν το αν ακούγονται ντεμοντέ, εξάλλου ένα απ' τα βασικά συμπεράσματα των 00s ήταν πως το ντεμοντέ δεν υφίσταται. Μέχρι δω όλα καλά, αν και απαραίτητα σωστά δεν είναι. Ευκόλως, η πράξη γίνεται πολυαναμενόμενη, ύστερα κυοφορεί, γεννάει προσδοκίες για να αποδειχθεί τελικώς προβλέψιμη χωρίς όμως οι Duke Abduction να ολισθαίνουν σ' εκείνα τα τεχνο-επικά κόνσεπτ των χιλίων λεπτών, το κάνανε οι The Mars Volta, είδαμε πώς είναι και δε συγκινεί. Επομένως, το εγχείρημα του "The Curious World Of Duke Abduction" δεν κρύβει εκπλήξεις, ίσως τις φυλάει για μια συναυλιακή του απόδοση όπως γίνεται με τις μουσικές που στο στούντιο μονίμως κάτι χάνουν. Κι ως είθισται στις εποχές που ζούμε -ίσα που προλαβαίνουμε τα μισά απ' όσα συμβαίνουν-, τέτοιοι δίσκοι ακολουθούν τον άτυπο, ισομερή κανόνα έχοντας τόσα συν όσα και πλην.
Τα τελευταία αφορούν και σε μέρος του εκτελεστικού-ενορχηστρωτικού τομέα εδώ, σε στιγμές περιμένεις να πέσει απ' τον ουρανό ένας Michael Balzary (τον ξέρουμε ως "Flea", αλλά όταν εύχεσαι να πέσει κάποιος απ' τον ουρανό δεν πετυχαίνει αν δεν πεις το πραγματικό του όνομα) και ν' ανάψει το μπάσο. Τώρα αρκείσαι σε πιο μετριασμένες αποδόσεις, κι ο Γιώργος Μαντάς (Blend) που 'χει τον πρωτεύοντα λόγο επί της παραγωγής, και ξέρει πολύ καλά από ήχο, λιγάκι πριμάρει το όλο κόνσεπτ, έτσι σώζει σκοπίμως τύπους κι ουσία.
Το άλλο σημείο συνδιαλλαγής είναι η ερμηνεία. Ίσως είναι απ' τις ελάχιστες φορές σε στούντιο άλμπουμ που την εγκαλείς για ό,τι δεν είναι, χωρίς να υπάρχει πασιφανές έρεισμα, παρά εμμέσως και μεταφορικά. Δεν είναι λοιπόν εξεργετική πάνω στα κομμάτια. Μια Γεωργία Καλαφάτη (a.k.a. Sugahspank!, μιας και μπλέξαμε με το κασταμπλαστέικο), έναν με έναν και κάτι τόνους ψηλότερα απ' τους υπόλοιπους, και με νέγρικα τραβήγματα στα τελειώματα των στροφών, θα μας έστελνε να κόβουμε βόλτες κρατώντας τ' άντερά μας στις χούφτες.
Θα μου πεις, τις χαμένες ευκαιρίες μετράς; Μοναχές τους όχι, υπολογίζω και τις άλλες, τα "Late Night" και "Hallucination Supernova" λ.χ. είναι σπουδαία τρακ, υπεράνω τυποποιήσεων. Δεδομένου ότι οι Duke Abduction σχηματίστηκαν μόλις το '08 από τέσσερις, που εκτιμώ χωρίς να ξέρω ως 20/30άρηδες, δεν είχαν ούτε την επάρκεια του χρόνου δηλαδή, ούτε τις εμπειρίες, την κάλυψαν την απόσταση και κατάφεραν να τις αποτυπώσουν, η Αθήνα είναι μια πόλη με διαλυμένο πείσμα και στεγνωμένο ιδρώτα.
Κι επειδή στα λόγια δεν πληρώνεις ούτε Φ.Π.Α., ούτε άλλο φόρο (τουλάχιστον όχι ακόμα), να πάμε προς την ύστατη τελεία, λέγοντας πως όταν σ' ένα μουσικό δίσκο αυτό που συμβαίνει μπροστά αποκτάει μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι συμβαίνει πίσω, ο χρόνος αναλαμβάνει τις ισορροπίες εκτός του οποιουδήποτε hype, κι η επιμονή, που εδώ μπαίνει στην πλοκή μαζί με τα παντοδύναμα prog+jazz+funk γονίδια, τη συνέχεια. Ένα βήμα πιο πέρα αν πάνε τα πράματα, θα αρκεί.