Dury Dava
Μία, δύο, πολλές παραδόσεις συναντιούνται, kraut, κλαρίνο και anadolu rock σε έναν διπλό δίσκο. Κάποτε μπορεί να το λέγαμε και progressive... Του Μάνου Μπούρα
Θέλω εδώ και καιρό να γράψω γι’ αυτόν το δίσκο, κι όλο δε βρίσκω το χρόνο, μα νοιώθω πως οφείλω εφόσον μου αρέσει περισσότερο με κάθε νέα του ακρόαση. Είχα σκεφτεί και δύο τρία πράγματα να πω σε σχέση με το πώς μπορούν να μπολιαστούν αρμονικά οι διάφορες παράμετροι της ροκ ηχολογίας με την μουσική παράδοση της χώρας μας, κάτι που ασφαλώς δεν έχει ξεκινήσει να γίνεται στις ημέρες μας και ούτε και πρόκειται να σταματήσει κατά πως φαίνεται. Μέχρι να το αποφασίσω όμως, τόσο ο Άρης Καραμπεάζης εδώ και ο Γιώργος Παπαδόπουλος εδώ το έκαναν ήδη, και με καλύτερο τρόπο μάλιστα. Το ότι βέβαια κυκλοφορούν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα τρεις δίσκοι με κοινές αφετηρίες και κατά πολλούς τρόπους κοινούς τελικούς στόχους θα πρέπει αναμφισβήτητα να μας πει κάτι.
Και δεν εννοώ ότι πολλοί νέοι δημιουργοί βρήκαν καλή την ιδέα των V.I.C να προσθέσουν ένα κλαρίνο και να φέρουν έτσι στα μέτρα τους μια αισθητική που φαινομενικά δεν είναι εφικτό να παντρευτεί με όλες τις ξενόφερτες φόρμες που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε δικές μας - από την άποψη ότι πρόκειται ακριβώς για εκείνες που κάποτε υιοθετήσαμε ως τη δική μας αντίδραση απέναντι στην πατροπαράδοτη ηχητική κληρονομιά που πιστέψαμε εκεί στο ξεκίνημα της καριέρας μας σας επαγγελματίες ακροατές ότι δεν μας ταιριάζει τελικά και θελήσαμε να κινηθούμε σε χώρους που μας κούμπωναν περισσότερο σαν αίσθημα κι αισθητική ιδέα. Αρκετοί δε, εξακολουθούμε να τις υιοθετούμε, έχοντάς τες πια ξεκάθαρα αποτυπωμένες μέσα μας και κωδικοποιημένες στο μουσικό μας DNA. Λέω μόνο ότι η παραπάνω σύμπτωση επιβεβαιώνει ότι υπάρχει ακόμη πολύς κόσμος που δεν αφήνει ασυγκίνητο η επαφή με τη δημοτική μουσική και το τραγούδι, ακόμη κι ανάμεσα στη νεολαία, κι ας μην είναι προφανής η συνάντηση αυτή για ορισμένους από εμάς που κινούμαστε αναγκαστικά και σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα εντός αστικού ιστού.
Θα είμαι ειλικρινής και θα πω ότι η πρώτη επαφή με το ντεμπούτο αυτό άλμπουμ των Dury Dava με άφησε κάπως μουδιασμένο: ενώ καταλάβαινα ότι εδώ έχει γίνει μια σοβαρή δουλειά σε πολλά επίπεδα, δεν μπορούσα να ταυτιστώ απόλυτα μαζί του. Και ο λόγος ήταν ακριβώς η ύπαρξη ορισμένων στοιχείων που καλώς ή κακώς έχω αποβάλλει από το δικό μου, προσωπικό ηχητικό λεξιλόγιο. Ένα κλαρίνο μέσα σε ένα κομμάτι μουσικής που παραθέτει ίχνη από το δημοτικό τραγούδι είναι απλά μια παράμετρος απαγορευτική για να το δεχτώ και να το απολαύσω. Και παρότι δεν είναι το εν λόγω όργανο εκείνο που καθορίζει το συνολικό τελικό αποτέλεσμα, η αποσπασματική χρήση του αφήνει αρκετά έντονα σημάδια ώστε να επηρεάζει την άποψή μου για ολόκληρο το άλμπουμ. Ασφαλώς δεν πέρασε απαρατήρητη η ανάγκη του συγκροτήματος να είναι πολλά περισσότερα η μουσική τους από ένα τυπικό πάντρεμα του Δυτικού με το Ανατολίτικο αλλά ένας περιπετειώδης συγκερασμός των αρετών των δύο αυτών σχολών, ειδωμένος μέσα από πρίσματα που εμπεριέχουν εικόνες από την ψυχεδέλεια, τη φολκ, τον αυτοσχεδιασμό και την ελευθερία της φόρμας. Όλα αυτά δε, κινούμενοι πάντα μέσα στα πλαίσια μιας ευρύτερης ποπ ανάγκης, που έχει σαν σταθερή της βάση το τραγούδι και τον ελληνικό στίχο.
Τα έφερε έτσι η ζωή όμως και τους είδα λίγες μέρες αργότερα ζωντανά, σε έναν μικρό σκοτεινό χώρο, από αυτούς που σε φέρνουν σε απόσταση μικρότερη των δύο μέτρων από εκεί που συμβαίνει η γέννηση του ήχου στην πιο αναζωογονητική του εκδοχή. Και τότε όλα ήρθαν και μπήκαν στη σωστή τους θέση. Μπόρεσα πολύ γλαφυρά να καταλάβω τι ακριβώς είναι αυτό που κάνουν και ίσως πιο ζωτικά, τι ακριβώς είναι ουσιαστικά σαν μπάντα οι Dury Dava. Βλέποντας το νεαρό της ηλικίας τους αντιλαμβάνεσαι πόσο σπουδαιότερο είναι το επίτευγμά τους απ’ όσο είχες αρχικά αντιληφθεί. Κι όχι ότι θα περίμεναν οι ίδιοι κάποιο ιδιαίτερο “μπράβο” γι’ αυτό, μα σκέφτεσαι ότι, αν ηχογραφούν κάτι όπως αυτό που μας έδωσαν τώρα, πόσα περισσότερα είναι σε θέση να μας δώσουν όταν ωριμάσουν πιο πολύ και τιθασεύσουν τα εκφραστικά τους μέσα; Έχοντάς τους επίσης απέναντί σου, διαπιστώνεις πόσο εξαιρετικοί μουσικοί είναι όλοι τους, γεγονός που επιβεβαιώνεται κι από τις οργανικές αναπτύξεις που επιφυλάσσουν στα κομμάτια τους, ακόμη πιο πολύπλοκες από εκείνες που είχες ακούσει στο δίσκο. Τέλος, γιγαντώνεται μπροστά στα μάτια σου μια παράμετρος που πιθανώς να σου είχε διαφύγει από την ακρόαση του άλμπουμ: τα τραγούδια τους έχουν όλους τους γάντζους που χρειάζεται ώστε να γίνουν εναλλακτικά χιτς σε ένα ακροατήριο που ξεκινάει τώρα την πορεία του στο θαυμαστό κόσμο της μουσικής και θέλει να έχει τους δικούς του ύμνους, τους δικούς του ήρωες που γράφουν για τη ζωή τους και τους παρέχουν στίχους – τσιτάτα που να γίνουν τα σλόγκαν με τα οποία θα κλείνουν το μάτι με τους συνομήλικούς τους. Και μία τέτοια πλευρά στο πλαίσιο μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας που θέλει να θεωρείται σύγχρονη είναι απόλυτα σημαντική, όπως είναι γνωστό.
Κι αυτή τους η πλευρά ίσως να είχε διαφύγει του ραντάρ μας, εάν δεν είχαμε αυτή την εκ του σύνεγγυς επαφή μαζί τους – γι’ αυτό και προσωπικά μου φαίνεται αδιανόητη η άποψη κάποιων ότι δεν είναι απαραίτητο να πηγαίνει κάποιος σε συναυλίες συγκροτημάτων, ακριβώς επειδή με τον τρόπο αυτό δεν έχει σε καμία περίπτωση την πλήρη εικόνα ενός μουσικού φαινομένου, ή εκείνου που αντιπροσωπεύει κάθε γκρουπ. Δεν έχει την ευκαιρία με άλλα λόγια να δει να παίρνει σάρκα και οστά με τον καλύτερο (ή τον χειρότερο, αλλά αυτό είναι και που καθορίζει την αξία ή όχι κάθε μπάντας) τρόπο όλο εκείνο που έχει τελικά να πει.
Και κάπως έτσι, βάζεις ξανά να ακούσεις το δίσκο και φέρνεις στο μυαλό σου τον κάθε μουσικό να δίνει τον καλύτερό του εαυτό για αυτά τα τραγούδια, και τον τραγουδιστή να ενσαρκώνει τον κάποτε άχαρο ρόλο του μπροστάρη και περφόρμερ με πάθος και συνείδηση του ρόλου του, με ενεργητικότητα και μια τρέλα που εκπορεύεται από την ηλικία του και πολύ καλά κάνει! Πέρα και μετά από όλα αυτά όμως, μένει η γεύση μιας μεστής δουλειάς που έχει φτιαχτεί κατόπιν μελέτης μα και αυθόρμητης ορμής, εξερευνά ηχητικά όρια μα της αρέσει να το ρίχνει έξω χωρίς να σκέφτεται πολλά, που αγαπά εξίσου να παίζει τρίλεπτες εκρήξεις χαράς (“Αταξία”) όσο και να χάνεται σε 12λεπτες αναπτύξεις που περιλαμβάνουν από απαγγελίες στην Τουρκική γλώσσα έως τραγούδια που θα έλεγες ότι βασίζονται επάνω σε ένα οργανικό υπόβαθρο που έχουν κλέψει από κάποιους όπως οι Beak> για παράδειγμα (“34522”). Κι όλα αυτά είναι δύο μόνο ενδεικτικές στιγμές μέσα σε ένα πολυεπίπεδο σύνολο που έχει πολλά να σου δώσει, παράλληλα με πολλές υποσχέσεις για ακόμη περισσότερα στο μέλλον.