Capsule Losing Contact
Επανέκδοση. Οπωσδήποτε σε (ακριβό) βινύλιο. Σπάνιο και ξεχασμένο διαμαντάκι. Χαμένο Αριστούργημα. ... Μια ψύχραιμη, πέρα από κοινοτοπίες, εκτίμηση του Μάνου Μπούρα
Έχετε διαβάσει το περίφημο και με τον τρόπο του ήδη κλασικό βιβλίο του Simon Reynolds με τίτλο Retromania; Αν όχι, δεν πειράζει, θα σας πω εγώ εν τάχει τι λέει και θα σας σώσω κάποιες ώρες διαβάσματος: ότι το ροκ (όπως λίγο ή πολύ όλες οι τέχνες) αγαπάει σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, να κοιτάζει στο παρελθόν του και να αντλεί από εκεί το μέγιστο των επιρροών του. Όχι ότι δεν το είχατε καταλάβει από τον τίτλο του βιβλίου και μόνο, αλλά είπα να το επιβεβαιώσω κι εγώ. Βέβαια τα λέει πολύ ωραία και αναλυτικά στις 400 τόσες σελίδες της δικής μου έκδοσης, και κανείς δεν χάνει να τις κοιτάξει τελικά, αλλά ας πάμε στο προκείμενο που είναι η εν λόγω επανέκδοση. Τα τελευταία χρόνια λοιπόν γίνεται ένας χαμός από επανεκδόσεις παλαιότερων δίσκων, κάτι κάθε άλλο παρά κακό ασφαλώς από τη στιγμή που μας συστήνει ένα σωρό κρυμμένα μουσικά μυστικά, μα μέσα στον κυκεώνα αυτό (και με την ανάγκη ορισμένων να ξαναποκτήσουν όλες τις μουσικές που έχουν ακούσει στη ζωή τους σε βινύλιο, ανεξαρτήτως της πραγματικής αξίας των ηχογραφημάτων), βρίσκουν την ευκαιρία και έρχονται και πάλι στην επικαιρότητα δίσκοι και συγκροτήματα που ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία να ακουστούν ευρύτερα και πέρα από έναν στενό κύκλο ακροατών επειδή δε χρειαζόταν τελικά.
Αυτό το κυνήγι για άγνωστες ηχογραφήσεις μικρών και κάποτε ασήμαντων σχημάτων έχει τα καλά του αλλά συχνά και τα κακά του, που ενίοτε δεν αναφέρονται ποτέ, στα πλαίσια μιας άκρατης αποθεωτικής αποδοχής από κριτικούς και κοινό που τις υποδέχονται. Με άλλα λόγια, το παρελθόν είναι μία απέραντη κολυμβήθρα του Σιλωάμ, κι οτιδήποτε αναδύεται από εκεί μέσα δε μπορεί παρά να είναι σπουδαίο. Σύμφωνα μάλιστα με τους κανόνες ενός άτυπου χιπστερισμού που τείνει να καλύψει τα πάντα, όσο περισσότερο άγνωστο είναι κάτι, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να χαρακτηριστεί “αριστούργημα” πριν καν η βελόνα ακουμπήσει τη βελόνα του φρεσκοτυπωμένου βινυλίου - γιατί μόνο σε βινύλιο δικαιούται να τυπωθεί οτιδήποτε τόσο πολύτιμο προέρχεται από τη μυστικιστική και γοητευτικά ομιχλώδη χώρα που ονομάζεται “παρελθόν”. Το να το πάρει κανείς σε cd απλά δεν είναι αρκετό, πώς να το κάνουμε. Μη ρωτάς το γιατί, οι άλλοι ξέρουν καλύτερα κι ανυπομονούν μάλιστα να το ακριβοπληρώσουν εν όψει της Record Store Day…
Αν ως εκ τούτου αποφασίσετε να εκτιμήσετε ψύχραιμα ένα πακέτο κομματιών από το παρελθόν που βλέπει το φως της δισκογραφίας εκ νέου μετά από πολλά χρόνια, θα δείτε ότι τελικά κάποια από αυτά δεν αξίζουν όσο θα προσπαθήσουν να σας πείσουν οι δισκογραφικές εταιρίες, μόνο και μόνο για να σας τα πουλήσουν - σε ιδιαίτερα υψηλή τιμή μάλιστα, επειδή τελευταία κοστίζει αρκετά να τυπώσεις σε πλαστικό τη μουσική σου κι επειδή απλά μπορούν. Δε θα μπω καν στη διαδικασία να σχολιάσω το πώς επανατυπώνονται δίσκοι που ακόμα μπορούν να βρεθούν σχετικά εύκολα στην αγορά των μεταχειρισμένων κι οπωσδήποτε σχετικά φθηνά, θα το αναφέρω απλά.
Μια από τις ετικέτες που έχουν πάει την υπόθεση των επανεκδόσεων σε άλλο επίπεδο και μία από τις πιο αγαπημένες μου είναι η Numero Group, με τις πιο προσεγμένες εκδόσεις που μπορεί κανείς να ευτυχίσει να κρατήσει στα χέρια του από τις πιο καλά κρυμμένες πτυχές του ηχογραφημένου ήχου. Ξεκίνησε με ειδικότητα στη soul μουσική μα γρήγορα δεν άφησε περίπου κανένα είδος μουσικής παραπονεμένο, ούτε βέβαια και την ανεξάρτητη κιθαριστική μουσική της Αμερικής από τις δεκαετίες των ‘70 και ‘80 και πέρα.
Δίπλα στους Hüsker Dü και τους Dinosaur Jr. για παράδειγμα, έδειξαν μία διάθεση να συστήσουν εκ νέου το ύφος του slowcore σε καινούργιους ακροατές – και να το υπενθυμίσουν στους παλιότερους που το αγάπησαν ή ίσως τους είχε τότε μόνο ενθουσιάσει (σχήμα οξύμωρο εφόσον μιλάμε για ένα τόσο αργόσυρτο κι ελαφρώς καταθλιπτικό σε διάθεση ηχητικό στυλ, μα ας το κρατήσουμε). Κασετίνες εκπάγλου καλλονής λοιπόν συνέλεξαν τα άπαντα συγκροτημάτων όπως οι Codeine και οι Bedhead, καθώς και των Unwound που κινήθηκαν σε πολύ ευρύτερα ηχητικά πλαίσια (κι ίσως τους αναφέρουμε άσχετα εδώ αλλά μας αρέσουν, γι’ αυτό και το κάνουμε). Πλάι σε όλους αυτούς, μπορείτε τώρα να βρείτε και να ακούσετε οτιδήποτε έχει ηχογραφήσει επίσημα, μαζί με πολλά ανεπίσημα, ένα γκρουπ από το San Jose της Καλιφόρνια, οι Duster. Τους ξέρετε τους Duster; Προσωπικά τους αγνοούσα, οπότε έπεσα με τα μούτρα να τους ανακαλύψω, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στα λαγωνικά της Numero.
Ξεκινώντας λοιπόν την ακρόαση των τεσσάρων δίσκων βινυλίου (ή των τριών cd, αλλά είπαμε, ποιος τα θέλει αυτά τα σκασμένα;), έπεσα σε ένα βάλτο από κοινοτοπίες που γράφουν οι μπάντες όταν ξεκινάνε να μαθαίνουν τα όργανά τους, έχοντας ελπίδες και προοπτικές να γίνουν καλοί κάποτε σ’ αυτά και σαν αποτέλεσμα να δώσουν ενδεχομένως συνθέσεις με κάποιο ενδιαφέρον, μια σχετική πλοκή και έναν έστω και υποτυπωδώς συναρπαστικό ηχητικό προορισμό, αν είμαστε τυχεροί. Στα πρώτα κομμάτια της κυκλοφορίας, που προέρχονται από το ντεμπούτο άλμπουμ τους Stratosphere του 1998, μου ερχόταν έως και να γελάσω με την απλότητα της σύλληψης του συνολικού concept της μουσικής τους. Κι απ’ ότι διαβάζουμε σήμερα, οι ηχογραφήσεις είναι σπιτικές κι αποτέλεσμα τζαμαρισμάτων υπό την επήρεια… Δυστυχώς αυτό φαίνεται, κι όσο κι αν είναι μυθοπλαστικά και με τον τρόπο τους γοητευτικά όλα αυτά για εκείνους που ψήνονται, δεν αφήνουν πίσω τους πολλά τελικά για να απορροφήσεις.
Δεν είναι βέβαια όλα τόσο τραγικά όσο αφήνω να εννοηθεί. Όταν φτάνει η ώρα για τη μουσική από το δεύτερό τους άλμπουμ ‘Contemporary Movement’ του 2000, η μπάντα έχει γίνει σαφώς καλύτερη και είναι πραγματικά απόλαυση να τους ακούς να ψάχνει μεθόδους να αγγίξει μία τελειότητα που δείχνει να μη βρίσκεται πολύ μακριά τους. Εκεί είναι που μπορείς να αναγνωρίσεις το γιατί θεωρούνται μία γνήσια cult μπάντα, με δίσκους περιζήτητους για όσους αρέσκονται σε τέτοια ακούσματα – εξ ου και η εμπλοκή της Numero στην ιστορία αυτή, προφανώς. Από εκεί και μετά, υπάρχει ένα ακόμη cd με διάφορα σκόρπια κομμάτια παρμένα από επτάιντσα και κάποια ακυκλοφόρητα, που ανεβάζουν τον αριθμό του συνόλου των κομματιών στα 51, που μέχρι να φτάσεις να τα ακούσεις όλα νομίζεις ότι έχουν περάσει περίπου δυόμιση ημέρες από τότε που ξεκίνησες το όλο εγχείρημα. Με άλλα λόγια, καλή και στοργική η κίνηση περί ολικής αποκατάστασης της αδικίας του να είναι άφαντοι μέχρι σήμερα οι Duster, αλλά πιστεύω ότι ούτε τα μέλη του συγκροτήματος δεν άκουσαν ολόκληρο το σετ για να το εγκρίνουν τελικά να βγει στα δισκοπωλεία. Ένα μονό cd με επιλεγμένες στιγμές από το ανθολόγιό τους θα ήταν μια πολύ προτιμότερη ταφόπλακα στην πορεία τους, αλλά είπαμε: ζούμε στην εποχή που το παρελθόν είναι ανέγγιχτο, αδιαμφισβήτητο, που ίσως και να είναι αδυναμία μας που το κρίνουμε επειδή είναι αδύνατο να κάνει λάθος. Ούτως ή άλλως, τρεισήμισι περίπου ώρες μουσικής δεν βοηθούν στη καθαρή σκέψη κανενός.