De Ecclesiæ Universalis
Καθολικής παιδείας και μεταλλικής τεχνοτροπίας γαλλικό σχήμα, το οποίο ωστόσο επιδεικνύει πίστη σε κάμποσα... ορθόδοξα του χώρου δόγματα. Του Χάρη Συμβουλίδη
Πίσω στο 1096, ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν εγκατέλειψε τη ζωή του δούκα της Κάτω Λωρραίνης και ρίχτηκε ιδίοις εξόδοις στον αγώνα της κατάκτησης των Αγίων Τόπων – στον οποίον κι έπεσε, αφού πρώτα ζώστηκε στον θρύλο του Σταυροφόρου Βασιλιά. Τώρα, 920 χρόνια μετά τον θάνατό του, έξι συμπατριώτες υπό την ηγεσία του κιθαρίστα που κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο The Witchfinder General υψώνουν τα σύμβολα των Candlemass και των Cathedral, εξαπολύοντας τη δική τους Σταυροφορία ενάντια στις doom metal αιρέσεις.
Η Bandcamp μνεία των Σταυροφόρων, το εξώφυλλο του De Ecclesiæ Universalis, το ίδιο το όνομα των Ecclesia, τα πορφυρά ράσα και οι χρυσές μάσκες, τα λατινικά εδώ κι εκεί στους στίχους, το πάντα βαρύ πέπλο της Καθολικής Εκκλησίας και ο αντεστραμμένος Χριστιανισμός τραγουδιών σαν το "Antichristus" φιλοτεχνούν μια ωραία ίντριγκα, στο πνεύμα δημοφιλών περιπτώσεων σαν τους Ghost και τους Batushka, που την τελευταία δεκαετία τράβηξαν την προσοχή και εκτός μεταλλικών συνόρων. Η ίντριγκα αυτή, μάλιστα, δεν λειτουργεί μόνο θεατρικά, μα συσκοτίζει επιτυχώς και την πραγματικότητα μίας ακόμα αναβιωτικής προσπάθειας, αφού το ντεμπούτο του γαλλικού γκρουπ αναφέρεται ευθέως σε μια πτυχή του 1980s metal που ξαναζεί εσχάτως χάρη στην ορμή επιγόνων σαν τους Crypt Sermon ή τους Stygian Crown. Με τους οποίους, όμως, λίγη σχέση υπάρχει τελικά.
Με στυλοβάτες τα riffs του Julius Accusator και την άσβεστη επιθετικότητα στα φωνητικά του Frater Arnhwald (πρόκειται για τον Arnhwald Rattenfänger των Deathcode Society), οι Ecclesia αποδεικνύονται έξυπνη μπάντα, η οποία δεν αρκείται στη γραμμική, φορμαλιστική απομίμηση των όσων αγαπά. Ήδη από την αρχή του δίσκου τα απίστευτα "Vatican III" και "Ecclesia Sathani" δείχνουν τη διάθεσή τους για μια διευρυμένη συνταγή, που κρατά τη διαφημιζόμενη «ντουμίλα» στο βάθος και φέρνει στο προσκήνιο κάμποσα στοιχεία από το κλασικό metal, αφήνοντας διακριτικά χώρο και για εκκλησιαστικό όργανο, πλήκτρα, καμπάνες και γρηγοριανές ψαλμωδίες. Σε παίρνουν έτσι και σε σηκώνουν πριν καλά-καλά καταλάβεις τι σε βρήκε· και σε προσηλυτίζουν σε έναν πλούσιο ήχο με ελεγχόμενη επικότητα, που καταλήγει να συγγενεύει περισσότερο με τους Dio ή με το ευρωπαϊκό power metal, παρά με τη doom ορθοδοξία των Candlemass. Εν τέλει φτάνει ακόμα και στους Venom, μέσω της διασκευής στο "Don't Burn The Witch" (1982).
Βέβαια, ο ενθουσιασμός φρενάρει σε ορισμένα σημεία, καθώς οι τραχιές ερμηνείες του Frater Arnhwald κάπου αρχίζουν να κουράζουν, ενώ τα spoken word τρικ –ο σαμπλαρισμένος π.χ. Vincent Price– δείχνουν ξεπατικωμένα από τους Cathedral. Αλλά και σε αυτές τις στιγμές, όπου κυριαρχεί μια αίσθηση ευπρόβλεπτων αναπτύξεων, ο δίσκος συνεχίζει να ικανοποιεί. Όχι μόνο γιατί οι Ecclesia στέκονται με φοβερή αυτοπεποίθηση για πρωτάρηδες, αλλά κι επειδή, ακόμα και σε πιο δεύτερα κομμάτια σαν τα "Behold The Heretic Burning" και "God's Trial", επιμένουν να αποτυπώνουν έναν ήχο με εμφανώς βαριά χαρακτηριστικά μέσω μιας ελαφρότητας που πραγματικά εκπλήσσει, βρίσκοντας τιμημένες διασυνδέσεις με την πιο διασκεδαστική πλευρά της metal κουλτούρας.
Έτσι, αν και παρατηρούνται περιθώρια βελτίωσης στην ατόφια τραγουδοποιία, στους φωνητικούς ελιγμούς και σε ζητήματα μίξης, οι Γάλλοι μπαίνουν στη δισκογραφία με το δεξί. Εάν ξανανοίξει η συναυλιακή κίνηση το 2021 κι έρθουν προς τα εδώ, προβλέπω χαμούς.




