Ιδού και ο "δεύτερος τόμος" λοιπόν για τον Richard Warren και τους συν αυτώ, και μάλιστα σε συντομότατο χρονικό διάστημα. Δύο δίσκοι την ίδια χρονιά φαντάζει too much, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για «νέο καλλιτέχνη». Οι Echoboy πλέον έχουν περισσότερους δίσκους από τους Portishead και τους Stone Roses και μένει να δούμε τελικά αν όντως ορισμένες φορές... εν τω πολλώ το εύ!
Στο τέλος της αναφοράς μας στο Volume 1 lp είχαμε προβλέψει τουλάχιστον ενδιαφέρουσα, αν όχι συναρπαστική συνέχεια για τους Echoboy. Αν τώρα επιμείνουμε στο ότι το νέο lp είναι απλά ενδιαφέρον τότε μάλλον τους αδικούμε. Ο Warren (ως βασικός υπεύθυνος) μοιάζει να ξεχειλίζει από έμπνευση και ιδέες και ακολουθώντας την τακτική που εφάρμοσε και στο (πρόσφατο) παρελθόν μας παραδίδει ένα έξυπνα και με θράσος δουλεμένο κολάζ ήχων και αισθητικών απόψεων, που εστιάζει μεν κυρίως στον electro ήχο - τόσο αυτόν του παρελθόντος όσο και τον επίκαιρο του παρόντος - δεν αρνείται όμως επαφή σε πλείστα του ενός πεδία αναφοράς, όπως είναι η καθαρή pop, οι εξερευνήσεις του space rock, η μετρονομία και η 'αυστηρότητα' των αναμενόμενων πλέον Γερμανικών κελευσμάτων και φυσικά η χρήση της ελευθερίας που παρέχει μια αόριστη ψυχεδελική διάθεση. Έχω πάντως την αίσθηση ότι οι επιταγές των Kraftwerk (ποιών άλλων άλλωστε; όλοι σε αυτούς υπακούν πλέον!) αυτή τη φορά ακολουθούνται εντονότερα, πράγμα που χαρίζει στον εν λόγω δίσκο μια πιο αυξημένη «συνοχή» (λέμε τώρα...) σε σχέση με τον προηγούμενο...
Και αν το εναρκτήριο "Turning On" κάνει τον Ian Brown να σκάσει απ'το κακό του που ο ίδιος δεν μπορεί να groov-άρει πλέον με τέτοιο τρόπο, ενώ οι Echoboy το πετυχαίνουν έτσι για πλάκα, το "Telstar Recovery" σχεδόν προκαλεί με το να επιλέγεται ως το πρώτο single του δίσκου. Με το ρυθμό να κινείται αυστηρά και επιθετικά στα 4/4 και την Echo... των ψυχωμένων φωνητικών του εκστασιασμένου... Boy να φτάνει στα αυτιά μας μέσα από θορύβους και ημι-βιομηχανικές δυσαρμονίες, το γκρουπ αν μη τι άλλο αποδεικνύει ότι δεν κινείται επ' ουδενί στο επίπεδο του 'χλιαρού'. Κομμάτια όπως τα "Kelly's Truck" και "Sudvestfunk no.5" επιμένουν electro-Γερμανικά, ενώ άριστη εντύπωση μας άφησαν οι λουπαρισμένοι ρετρό ρυθμοί και μελωδίες, που χώνονται στο όλο πράγμα, αφαιρώντας του την ψυχρότητα και τον απρόσωπο χαρακτήρα, που χαρακτηρίζει παρόμοιες προσπάθειες. Τα δε τέσσερα λεπτά του "Circulation" εγκαινιάζουν και την «ερωτική πλευρά» των Echoboy, σε mid-tempo ατμόσφαιρα και με το πνεύμα της U.N.K.L.E.-ικής μπαλλάντας να βρίσκει άμεση ανταπόκριση! Στο τέλος ("High Pitch Needs") επιστρέφουν η δύναμη και το νεύρο σε βαθμό που να δημιουργείται στον ακροατή αυξημένη περιέργεια για το ποιόν των Echoboy επί σκηνής, και κυρίως για το πώς στο καλό διαχειρίζονται τελικά όλο αυτό το υλικό που συσσωρεύται στις στουντιακές τους συνευρέσεις.
Χωρίς να διαφέρει λοιπόν ριζικά από τον προκάτοχο του (σε τόσο λίγο καιρό δύσκολα σημειώνονται δραματικές αλλαγές άλλωστε...) το Volume 2 φαντάζει το ίδιο φρέσκο και αποφασισμένο και αφήνει πολλούς άλλους να "πολεμάνε" για χρόνια στα στούντιο ενάντια στον εαυτό τους και τη στερημένη τους έμπνευση, αποδεικνύοντας ότι τελικά η μουσική δεν είναι τόσο σύνθετο πράγμα όσο μας παρουσιάζεται. Για αυτό το λόγο, και για το αυταπόδεικτο της μαγκιάς του να βγάζεις δυο καλούς δίσκους σε 8 μόλις μήνες, οι Echoboy κερδίζουν και έναν πόντο παραπάνω. Και όσο για το μέλλον τους, αυτή τη φορά θα προτιμήσω να μην κάνω προβλέψεις, αρκούμενος στο όριο των 555 λέξεων!