Στο ντεμπούτο τους έσπευσα να τους κατηγορήσω για... επαρχιώτικη indie νοοτροπία και ένα χλωμό εφτάρι ίσως και να φαντάζει σήμερα λίγο για τραγούδια όπως το "Blood" και (κυρίως) το "All Sparks", τα οποία κατάφεραν να κερδίσουν την πολυθρύλητη μάχη με το χρόνο, προτού καν αυτός προφτάσει να περάσει από πάνω τους. Είναι αυτού του είδους τα τραγούδια τα οποία ακούγονται σα να προϋπάρχουν της ύπαρξής τους και περί των οποίων νομίζω ότι έχω ήδη μιλήσει αρκετές φορές.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ίσως θα ήταν καλύτερο να ασχοληθούμε με το νέο δίσκο των Editors μετά από δύο χρόνια και να κρίνουμε αυτόν έχοντας πλέον επίγνωση του ποια από τα δέκα νέα τους τραγούδια χαρακτηρίζονται από το παράδοξο του πρόωρου κλασικισμού. Διότι κατά τα άλλα, σχεδόν τίποτε δε διαφοροποιείται εδώ πέρα σε σχέση με το "The Back Room".
Ακόμη δε και στη σειρά κατάταξης τα πράγματα μένουν ως έχουν. Στα τρία πρώτα τραγούδια όλα τα δυνατά χαρτιά των Editors εξαντλούνται πλήρως και πάλι για να επαναληφθούν αυτούσια στη συνέχεια του δίσκου. Σχεδόν ανεπαίσθητη διαφορά με το προηγούμενο άλμπουμ είναι η τωρινή πρόθεσή τους να κινηθούν σε πιο δυνατούς ρυθμούς, να αυξήσουν με μέτρο τις ταχύτητές τους και να απομακρυνθούν από προσπάθειες για πιο εσωτερικές (άρα και ουσιαστικές) σκοτεινές αναζητήσεις. Το "Racing Rats" είναι επικίνδυνα ίδιο με το "Smokers Outside The Hospital Doors", που είναι και το πρώτο single του δίσκου. Και αυτοί οι τίτλοι της λαϊκής σημειολογίας νομίζω ότι έχουν παραγίνει στον post-punk μουσικό κόσμο ήδη από τα μισά των 80s. Έτσι δεν είναι; 2007 έχουμε!
Με highlights το κλειστοφοβικό "Spiders" και το κλιμακωτά διθυραμβικό "Put Your Hand Towards The Air", αλλά και με αφόρητο low-point την αδυναμία τους να ξεφύγουν στο ελάχιστο από τα δεκάδες κλισέ στα οποία βουτάνε χωρίς δεύτερη σκέψη, οι Editors του 2007 δεν χρήζουν περαιτέρω αναλύσεων και ειδικότερων επεξηγήσεων.
Αν τους λατρέψεις, περιμένεις εναγωνίως να τους ακούσεις σε κάποιο giga-gig να σου διηγούνται ιστορίες για απώλεια, θάνατο, παραίτηση, αράχνες και... ποντίκια, και αν τους μισήσεις, ανεμπόδιστα γελάς με όλα τα παραπάνω. Κάπως λιγότερες, όμως, είναι οι δυνατότητες που έχεις για να αντισταθείς στο γοητευτικά βαρύτονο της φωνής του Tom Smith. Τώρα δε που ο Carlos D των Interpol άφησε αυτό το άθλιο μουστάκι, οι μετοχές του Smith ανεβαίνουν επικίνδυνα στο χρηματιστήριο των τεθλιμμένων ειδώλων (ο Banks κάθε άλλο παρά είδωλο ήταν εξαρχής!)...
Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι με ογκόλιθους συναισθηματικής συντριβής, όπως αυτούς των Of Montreal, να εγκλωβίζουν εκβιαστικά τις σχετικές αντοχές μας μες στο 2007, ελάχιστος κενός χώρος απέμεινε για να γεμίσει από συγκροτήματα που εύκολα ρέπουν προς την εδώ και χρόνια οικεία έννοια της καρικατούρας.
Είναι ιδέα μου ή όντως στο μεσοδιάστημα οι Editors και οι επιμελητές του ήχου και της παραγωγής αυτών μελέτησαν με ακρίβεια και προσοχή τις τεχνικές και τα "κόλπα" των Arcade Fire προκειμένου να αποβρετανοποιήσουν την αισθητική της μπάντας; Τώρα για το αν τα κατάφεραν...
Με υποψία,