Brownie crumbs
Θα σε δω στην κόλαση αβγάπη μου. Του Παναγιώτη Σταθόπουλου
Τελευταία αγνοώ επιδεκτικά τις λέξεις "ελπίδα", "ελπιδοφόρος", "φέρελπις", όποτε τις συναντώ σε ένα κείμενο περί μουσικής και πασχίζουν να περιγράψουν εμφατικώς μονολεκτικά τον δημιουργό. Έχουμε χορτάσει από δαύτες, κάποτε μας φούσκωναν τα μυαλά και μαζί αυτά των καλλιτεχνών, διαμόρφωναν μέχρι και το γούστο! Πάραυτα, υπάρχουν ακόμη φορές που τις ανακαλείς και θέλεις να τις χρησιμοποιήσεις ως ταμπέλα για κατάλληλο χαρακτηρισμό του καλλιτέχνη που απ' τα πρώτα του κιόλας βήματα σε μαγνητίζει ολοκληρωτικά. Κάτι μου λέει ότι από δω και στο εξής, μα για λίγο διάστημα μόνο λόγω της συνεχούς ανέλιξης, θα τις φέρνω στο νου για λογαριασμό του Jef Maarawi που εκφράζεται μουσικά με το ψευδώνυμο egg hell.
Σας ανέφερα το παράδοξο της εθνικότητας του προ ημερών με αφορμή το τελευταίο χρονικά live του, οπότε δεν θα διευκρινιστεί εκτενώς εδώ. Μένει Ελλάδα αι τον λογίζω ως εγχώριο "προϊόν", με καταβολές που κρατάν από την γενέτειρα του Βραζιλία, αλλά κι απ' τις Η.Π.Α. και την Αγγλία που τις έχει ζήσει μονάχα μουσικά. Οι αναφορές του είναι πασιφανείς, εντούτοις δεν επισκιάζουν ούτε επιβάλλονται στα όσα θέλει να εκφράσει μέσω της δικής του οδού. Στο δεύτερο κατά σειρά βήμα του, διαμέσου ενός extended play, κι όχι ενός LP, επηρεάζεται αλλά δεν μηρυκάζει, αναμιγνύει, όμως, δεν αναμασά. Η σφραγίδα υπάρχει και είναι ξεκάθαρη.
Ο Jef καταπιάνεται με την, αγγλιστί, contemporary singer-songwriter γραφή που παραπέμπει στους τραγουδοποιούς που ρέπουν προς τις ακουστικές φόρμες, εκμεταλλεύονται τα μάλα την εκφραστικότητα της φωνής τους και υπογράφουν συνθέσεις σμιλεμένες με συναισθηματικό εύρος. Ο κόσμος του egg hell. περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω σε υπερθετικό βαθμό και, παράλληλα, αλάθητη την αίσθηση της μελωδικότητας. Τα τέσσερα τραγούδια του Brownie Crumbs, όπως και τα επτά του φερώνυμου παρθενικού του εγχειρήματος, βρίθουν σε μελωδίες είτε φωνητικές είτε οργανικές. Τα φαλτσέτα και η εν γένει χροιά του Maarawi προσφέρονται για ακροβασίες, εντούτοις, απλώνονται με περίσσια φειδωλότητα και οπουδήποτε μονάχα απαιτείται επιδίδονται σε ελιγμούς.
Πρωτοστατούν οι ευαίσθητες αναπτύξεις του Elliott Smith υπό την ενορχηστρωτική εποπτεία του Jeff Buckley, μα το νεύρο σε διάφορα γυρίσματα της φωνής και της κιθάρας (σαν εκείνα του "Pandemic Blues") παρίσταται ως μάρτυρας των alternative rock παρεμβολών, με το grunge σε περίοπτη θέση. Επιπλέον, απ' το συγκινητικό προ διετίας κομμάτι "Toy Person" ως και το "Napoleon" του παρόντος, παρεισφρύουν ευεργετικά οι Radiohead της The Bends εποχής, ενώ οι βραζιλιάνικες ρίζες ξεμυτίζουν στην fado νοσταλγία του ονειρικού "Esquecido" και σε tropical ρυθμικές πινελιές του "Pandemic Blues".
Συνυπολογίζοντας και την folk κομψότητα του "Particles", έχουμε τέσσερις όμορφες συνθέσεις με αφθονία σε εικόνες, που αποδεικνύουν ότι η σπουδαιότητα του δίσκου έγκειται στην αφοπλιστική καλαισθησία των μερών που τον αποτελούν. Έπεται λαμπρή συνέχεια. Τα προφανή να λέγονται. Απομένει μονάχα να δοκιμάσουμε τις ικανότητές του σε full length άλμπουμ.