Η οριοθέτηση του επιτυχημένου στην pop μουσική έχει περάσει από πάρα πολλά στάδια, αναλόγως των προσταγών και προβληματισμών της εκάστοτε εποχιακής εμπορικότητας. Και δεν με απογοητεύει τόσο η πλάνη του αλάνθαστου που κάποτε προωθείται μέσα τους, όσο το γεγονός ότι σε αυτήν την ρευστή κατάσταση βρίσκουν εύκολα έδαφος παραπλανητικά λάθη και εικόνες ψεύτικες. Ευτυχώς όμως υπάρχει και ενεργή συνειδησιακή άμυνα και στο τέλος τίποτα από αυτά δεν αφορά και δεν περνά στην κληρονομιά. Αυτή η τελευταία δημιουργείται από τελείως άλλη πάστα.
Οι Elbow από το Manchester παιδεύτηκαν πολύ έναντι αυτών των ευκαιριακών άλλοθι, μέχρι να δώσουν, σε αυτήν την κατασταλαγμένη τους μορφή, τα δέκα τραγούδια που συντάσσουν το ντεμπούτο 'Asleep In The Back' cd album τους, το οποίο όμως δικαιώνει τους δικούς τους κόπους και συνάμα χαρίζει στο κοινό και το είδος, όλους εμάς δηλαδή, ένα ασυναγώνιστο πρέπει, μια στιγμή εξαιρετική.
Διωγμένοι δις (από Universal-Island Records Limited και EMI Records LTD), έμειναν για χρόνια σε μια κατάσταση όπου βολόδερναν χωρίς να βρίσκουν καλόπιστες χειραψίες, με μόλις δύο singles στην μικρή ανεξάρτητη Ugly Man Records (συν κάτι ξεχασμένο παλιότερα, νομίζω). Τελικά η V2 Music Limited τόλμησε να βγάλει στον αέρα την θλιμμένη pop τους και να γνωστοποιήσει στους απανταχού την εύθραυστη αινιγματική ερμηνεία του Guy Garvey. Και για μένα ήταν ήδη ώριμος ο καιρός για αυτήν να αναπνεύσει στο όνειρο μιας από τις καλύτερες και μοντέρνες - δεν θα είχε αξία αλλιώς η νοσταλγία - εκδοχές της, της pop εννοώ.
Οι Radiohead των 90's, οι The Blue Nile, Talk Talk και It's Immaterial των 80's, όλοι ίσως με μια περισσότερο υπόγεια ηχητική αισθητική, κατά στιγμές κοντά στην ιδιομορφία των Long Fin Killie, με ρυθμικό υποβολέα την φωνή ενός παθιασμένου ρομαντικού. Όμοια της τρέλας που φέρνουν τα κεραυνοβόλα χτυπήματα ενός, χρόνια, ανέκφραστου και καταπιεσμένου έρωτα. Όπως όλα τα εγκλήματα παθών. Όπως το αίμα που βράζει και τυφλώνει επικίνδυνα.
Ναι, στην εποχή μας υπάρχει χώρος για αυτήν την αξιέπαινη μουσική άποψη. Η οποία, όταν αφεθεί να εκφραστεί ελεύθερα, πιάνει μέσα μας, πλέκοντας τις απολήξεις των ριζών της στα συναισθήματά μας, στις ευχές μας, στον τρόπο που μόνον τα μάτια μας μιλούν και στην συγκίνηση, από την σπασμωδική ενός ηθοποιού, μέχρι αυτήν ενός αδελφικού λυγμού που ξεσπά σε αχαλίνωτα δάκρυα.
Τόσο ανθρώπινα λειτουργεί ένα από τα ομορφότερα albums που ακούσαμε το 2001. Και μπροστά στο αυθεντικό και γνήσιο της έντασης, δικής του και δικής μας, τα τριγύρω μοιάζουν κάλπικα και αδύναμα. Νοιώστε αυτήν την εύφορη, αλλαγμένη, ορμή. Έχει μπόλικη ουσία, η οποία σε κάθε επόμενο άκουσμα βγαίνει και από κάπου αλλού, απροσδιόριστο στο προηγούμενο.