Ο βασιλιάς είναι γυμνός!
Άκουσα τελευταία πολλά καλά λόγια για τις Electrelane από διάφορες μεριές. Άκουσα και άλλους, δύσκολους στα γούστα και απαιτητικούς από διάφορους μουσικούς και μπάντες, κυρίως φτασμένους αλλά και μη, να απαντούν διστακτικά "μμμμ, ναι" στην ερώτησή μου αν είναι καλό το album τους. Κάθισα και το άκουσα λοιπόν κι εγώ, και για ακόμη μια φορά συνειδητοποίησα ότι θα γίνω ο κακός. Γιατί δεν είναι καλό. Τουλάχιστον όχι για κάποιον που έχει ακούσει Pixies και Stereolab, και αν ανάμεσα στους αναγνώστες βρίσκεται έστω και ένας ή μία που ταιριάζει σ’ αυτή την περιγραφή, α) ή είναι δεκαέξι και αρχίζει να την ψάχνει με τη μουσική, οπότε σπάζει τον κουμπαρά και τρέχει στο δισκάδικο, ή β) προσπαθεί να καταλάβει τι διάολο γράφουμε σ’ αυτό το site που τον έριξε η μοίρα.
Το 'The Power Out' είναι μια δουλειά εκνευριστικά προσεγμένη στην παραμικρή της λεπτομέρεια και φτιαγμένη για να αρέσει. Ηχητικές ψηφίδες σχολαστικά διαλεγμένες από χίλιες δυο πηγές και έξυπνα κολλημένες μεταξύ τους ώστε να δημιουργηθεί ένα αποτέλεσμα που να μην ενοχλεί κανέναν και να προσελκύσει το ενδιαφέρον από διαφορετικές ομάδες του κοινού. Σε μένα αυτό δίνει την εντύπωση ότι φτιάχτηκε από ομάδα απρόσωπων studio μουσικών, μάνατζερ και διαφημιστών. Και με ενοχλεί. Η πρώτη τους αποτυχία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που λέω: Τα τύμπανα είναι πολύ χαμηλά, σχεδόν θαμμένα για alternative μπάντα που θέλουν να μας πείσουν ότι είναι, με αποτέλεσμα τα μισά κομμάτια να χάνουν εντελώς το νεύρο τους. Λίγο απίθανο να είναι λάθος σε μια τέτοια παραγωγή. Εγώ λέω ότι έγινε για να ικανοποιήσει πιο mainstream γούστα.
Υπάρχει όμως και κάτι πιο σημαντικό: Από τα ένδεκα κομμάτια του album, ούτε ένα δεν είναι ολοκληρωμένο. Είναι προφανές ότι κάτι θέλουν να πουν και ότι ψάχνονται, να μην τα αδικήσω τα κορίτσια, αλλά προς το παρόν δεν το έχουν βρει και το ψάξιμο δεν τις βγάζει πουθενά. Θέλουν να παίξουν alternative pop, αλλά το δεύτερο συνθετικό προϋποθέτει να έχεις τραγούδια. Με αρχή, μέση και τέλος. Δεν τα έχουν. Πάντως, δεν το αποκλείω να τους κάτσει κάποια στιγμή το μεγάλο σουξέ που θα τις απογειώσει, το οποίο στοιχηματίζω ότι θα είναι ανώδυνο, πιασάρικο, έξυπνο και επιφανειακό. Αν προκύψει. Προς το παρόν, το μόνο που έχουν να δείξουν είναι ημιτελείς ιδέες, οι περισσότερες από τις οποίες δεν είναι καν δικές τους, και άπειρους άτυπους φόρους τιμής όπου μπορεί κανείς να φανταστεί.
Το αποτέλεσμα είναι μια διαρκής βαρεμάρα. Και το χασμουρητό είναι χειρότερο από το να σηκώνεσαι θυμωμένος να πατήσεις το off.
Δημήτρης Κάζης
Οι Electrelane απέβαλλαν τα πάντα κατά το ταξίδι τους από το Brighton προς το Chicago για τις ηχογραφήσεις του 'The Power Out' - περίπου πέρυσι τέτοιο καιρό. Πιθανόν ως ερωτήσεις-απαντήσεις μεταξύ των τεσσάρων μελών, αλλά και έτσι να μην ήταν μετά από κάθε τελεία ακολουθούσε και μια μολυβιά στο μπλοκ της ταυτότητας των Electrelane του 2001.
Τέρμα η farfisa. Ένα. Τέρμα ο sixties ψυχεδελικός sci-fi ήχος. Δύο. Τέρμα η αποκλειστικότητα των instrumentals (καλά αυτό το είχαμε ήδη κρατούμενο από το θαυμάσιο 'I Want To Be The President EP'). Τρία. Τέρμα το παλιό, γνωστό logo από τις κυκλοφορίες της Let's Rock!
Και επειδή κάθε τέλος λένε είναι και μια καινούργια αρχή (και καλά κάνουν), ο πολύς Steve Albini κλήθηκε να ισορροπήσει τα καινούργια στοιχεία. Είχε προηγηθεί το συμβόλαιο της μπάντας με τη λονδρέζικη Too Pure (σταθείτε στη σημασία του). Ένας pop ήχος στη συμβατική του indie υπόσταση και αρκετά τραγούδια με την παραδοσιακή rock'n'roll συνταγή ήταν τα ζητούμενα. Ακόμη και όταν διακρίνονται κάποιες συνδέσεις με τον ήχο του παρελθόντος (ο ρυθμός των τύμπανων στο 'Birds' ας πούμε ή η ατμόσφαιρα του 'Oh Sombra!' και του 'Love Builds Up'), οι τωρινές Electrelane πρέπει να θεωρηθούν ένα άλλο group, που μόνο στο όνομα και στη σύνθεση των μελών είναι το ίδιο με αυτό του ντεμπούτο τους 'Rock It To The Moon'.
Βεβαίως, ήταν εξαρχής πολύ δύσκολο να εμμείνουν στον ήχο που τους καθιέρωσε και να αναζητούν συνεχώς νέα ξεγλιστρήματα στον ρετρό καμβά της '60s αναβίωσης. Οι Electrelane είχαν (και το δείχνουν άλλωστε) την ανάγκη να εκφράσουν τη νεανικότητα της ηλικίας τους και να ωριμάσουν μέσα από το μητρικό γάλα της pop. Εκεί όμως δεν υπάρχουν περιθώρια. Πρόκειται για έναν κόσμο ανασφαλή και αυτό το διαπιστώνεις μόνο όταν πλέον έχεις χωθεί μέχρι το λαιμό στο σύστημα που φτιάχνει pop stars.
Το θέμα, όμως, για το αν το 'The Power Out' είναι τελικώς ένα καλό (ή για το πόσο καλό είναι, αν θέλετε) pop album, είναι διαφορετικό και δεν είναι τόσο απλό. Τα μισά του βήματα, είτε προς την επιτυχία, είτε προς το τουναντίον, αφήνονται στα χέρια του Steve Albini, ενός κατεξοχήν anti-star παραγωγού. Και αυτός κάνει σχεδόν οτιδήποτε έκανε κάποτε για το 'Pod' των The Breeders, αφήνοντας εκείνη την ισοπεδωτική, ξερή αίσθηση που σου έμενε από τα τραγούδια της Kim Deal μετά τις δικές του επεμβάσεις, λες και τα πήγαινε για demo.
Παίρνει λοιπόν μια αδούλευτη φωνή, αυτή της Verity Susman, η οποία, εντούτοις, θέλει να ακουστεί σε τέσσερις διαφορετικές γλώσσες εδώ (αγγλικά ασφαλώς, αλλά και γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά παρακαλώ!), με μια ερμηνεία συχνά μονότονη, σαν μικρή αδελφή της Nico, και την ανεβάζει αδικαιολόγητα στην τελική μίξη. Κατεβάζει λίγο τις κιθάρες, παρόλο που τόση ώρα μιλάμε για μια στροφή του συγκροτήματος προς τον ήχο τους, και τις ενορχηστρώνει έτσι ώστε να ακούγονται πάντοτε διακριτικές και με ελαφριά γλυκύτητα, την οποίαν χάνουν μόνο μια φορά όλη και όλη, στην garage εισαγωγή του 'Take The Bit Between Your Teeth' (κατευθείαν από το 'Shakin' All Over'). Ομοίως, χαμηλώνει τα τύμπανα, δίνοντάς τους συγχρόνως μια εφησυχαστική πλαστικότητα, όπως και το μπάσο (μόνο σε μερικά tracks ακούγεται όπως απαιτείται νευρικό), αφήνοντας στο βασικό συνοδευτικό ρόλο τα keyboards, όπου υπάρχουν. Ενδεικτικά παραδείγματα το 'Birds' και το 'Only One Thing Is Needed' (τι ειρωνεία!), με το αφύσικα τονισμένο, αλλά περιττό στο φινάλε, σαξόφωνο. Ο τύπος πρέπει να ήταν ασυγχώρητα περιαυτολόγος, ίσως και αφελής, για να απομονώσει έτσι το συγκρότημα από το ίδιο του το όνειρο. Δεν θυμάμαι προσφάτως κάτι ανάλογο.
Εντούτοις, οι καλύτερες συνθετικές στιγμές έχουν το απαραίτητο σθένος και ξεχωρίζουν αμέσως. Πρώτα το 'The Valleys', ένα τραγούδι που δεν περιμέναμε ποτέ από τις Electrelane, βασισμένο σε ένα gospel ύμνο των sixties (αποδίδεται από μια δωδεκαμελή αντρική χορωδία του Chicago) και σε στίχους από το ομότιτλο ποίημα του Siegfried Sassoon. Το ηχητικό του αποτέλεσμα συνταιριάζει μαζί Kate Bush και The Raincoats - όντως πολύ εμπνευσμένο.
Μετά, το 'This Deed', η κορυφαία σύνθεση του δίσκου, με συνεχή, συναισθηματική άνοδο και στίχους του Friedrich Nietzsche, το οποίο είναι το δεύτερο single από το album και τέλος τα όμορφα instrumentals 'You Make Me Weak At The Knees' και 'Love Builds Up', καθώς και τα 'Oh Sombra!' και 'Gone Under Sea'. Ίσως και κάνα δυο ακόμη.
Το 'The Power Out' δεν πρέπει να περαστεί αδίκως ως ένα album που δεν έχει να προτείνει. Αντιθέτως, υπό κάποιες περιστάσεις πιθανόν να ενθουσιάσει κιόλας. Δεν αποτελεί όμως και την πιο ολοκληρωμένη έκδοση όλων όσων μπορούσαν να πετύχουν οι Electrelane με αυτή την στροφή στον ήχο τους. Πρόβλημα η ανανέωση, λοιπόν; Καλά, δεν θα γίνουμε και μίζεροι. Σε αυτήν, εξάλλου, βασίζεται η ίδια η ζωή. Απλώς οι συμπαθέστατες αυτές Βρετανίδες έκαναν το βήμα τους αφύσικα δειλό, φανερώνοντας πως ο χώρος τις δυσκόλεψε περισσότερο από ό,τι πιστεύαμε όλοι μας. Και αυτές συμπεριλαμβανομένων. Είμαι σίγουρος ότι ζωντανά θα αποδώσουν αυτό το υλικό όπως του αρμόζει.
Πάνος Πανότας