Songs dissolved in the dawn
Πρώτος δίσκος ντουέτου από τη Λάρνακα. Του Νίκου Κατσιμάνη
Κατά πως λένε, η εποχή είναι πονηρή (και ποια δεν ήταν;). Από τη μια είναι πολύ εύκολο να χαθείς μέσα στην καθημερινότητα, να δεις τον χρόνο να σου γλιστράει συνεχώς μέσα από τα χέρια, να πρέπει να δώσεις στη δουλειά πολλά παραπάνω, σε όλο και πιο δύσκολες ισορροπίες ("Τρυφερή θα'ναι η νύχτα Έχεις νεύρα, έχεις νύστα μα δουλεύεις πάλι μέχρι αργά"). Από την άλλη, οι δυνατότητες, και δη οι τεχνολογικές, τείνουν συνεχώς στο άπειρο. Όσες ατέρμονες συζητήσεις και αν γίνουν για το αν τελικά το DIY, η άπλετη παροχή μουσικής ψηφιακής πληροφορίας και οι ευκαιρίες προώθησης στο διαδίκτυο κλπ, προσέφεραν κάτι σημαντικό/ επιδραστικό στην ιστορία της μουσικής, είναι δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς τις δυνατότητες και τους δρόμους που άνοιξε, είτε για τον ακροατή, είτε για κάποιον που θέλει να ασχοληθεί πιο ενεργητικά. Η μουσική ιστορία που γράφανε οι παρέες πριν 30 χρόνια διαφέρει πολύ από τη σημερινή, αφού και οι "παρέες" είναι διαφορετικές.
Τέτοιες σκέψεις μού ήρθαν στο νου ακούγοντας το "Songs Dissolved In The Dawn" των Electric Sound Continuum, τους οποίους αποτελούν ουσιαστικά ο Α. Τσαγκάρης και ο Δ. Μενελάου, με βάση τη Λάρνακα. Το story μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: την ημέρα δουλειά στο οδοντιατρείο και μετά τη δουλειά, στο πίσω δωματιάκι, ηχογράφηση σε αυτοσχέδιο στούντιο (ευτυχώς μέσα στα διάφορους ήχους εντός του δίσκου δεν μπόρεσα να διακρίνω τον τρομακτικό ήχο του τροχού!). Ο επισκέπτης ιατρικών οργάνων που περνάει από το οδοντιατρείο μια μέρα για επαγγελματικούς λόγους, κολλάει μια χαρά και γίνεται συνοδοιπόρος στο group, ενώ φίλοι και γνωστοί από το εξωτερικό (τέσσερις τον αριθμό) συνεισφέρουν με φωνητικά μέσω διαδικτύου: και να σου στο bandcamp! Καλό ή κακό για τη μουσική όλο αυτό; Ο μουσικο-ιστορικός του μέλλοντος ίσως δείξει, πάντως το σίγουρο είναι ότι τουλάχιστον στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί κανείς να είναι ευχαριστημένος από τη δουλειά αυτής της ιδιότυπης παρέας.
Με τον Αντώνη Τσαγκάρη, μέσω κοινού μας γνωστού, αν θυμάμαι καλά, είχαμε μοιραστεί την έξαψη μιας καλοκαιρινής βραδιάς στην Αθήνα, τρέχοντας από τους Βράχους και τον Antony (and the Johnsons) με support την Joan as Police Woman, στο κέντρο για να προλάβουμε και τον Devendra Banhart στο Underworld, εκείνα τα χρόνια που είχαμε μια ψευδαίσθηση ότι το εισόδημα μόνο ανεβαίνει, και δεν είναι και τόσο παράλογο να σκας 70 ευρώ σε μια βραδιά για συναυλίες... Από εκείνη τη βραδιά λοιπόν, θυμάμαι πως συμφωνούσαμε πολύ μουσικά και γνωρίζοντας ότι ασχολείται και λίγο παραπέρα, θα με ενδιέφερε να ακούσω κάτι από αυτόν. Πέρασαν 7 χρόνια από τότε, δεν ξαναβρεθήκαμε, αλλά με την εν λόγω κυκλοφορία φέτος, φαίνεται να γίνεται μια "επαναπροσέγγιση". Το mood του δίσκου είναι σαφώς πιο θετικό από τη διάθεση μου όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στα παραπάνω. Jazz-pop, bossanova, "ηλεκτρονικα τερτίπια" ενώ κάπου πίσω από την κουρτίνα υπάρχουν πάντα οι Beach Boys που χαμογελάνε από το καλημέρα (Smiling and cheering, delightfully sweet Gossamer lady with light dancing feet Under the sunshine intentions are clear) ενώ και το εξώφυλλο παραπέμπει σε summer συλλογές του συγκροτήματος. Σε κάποιες στιγμές η μουσική μου θύμισε Xaxakes και Κ. Βήτα (στα πιο ακουστικά του), δηλαδή το περίεργο μείγμα που μπορεί να σου φανεί απόλυτα ταιριαστό στις πιο urban γωνιές της πόλης, στα προάστια αλλά και βγαίνοντας προς τα έξω. Αλλού είναι φανερές οι 60s pop και jazzy επιρροές σε ηχοτοπία κοντινά στους Stereolab του "Cobra & phases play voltage in the milky night" (και ο τίτλος του συγκροτήματος αποτελεί παράφραση του Italian shoes continuum από το δίσκο αυτό).
Το "Summerside" είναι πιθανόν το πιο όμορφο κομμάτι του δίσκου, με δίγλωσσες εναλλασσόμενες στροφές, από αυτά που εύκολα σου κάθονται ως summer love hits (και με υποσχέσεις και για το χειμώνα). Το ορχηστρικό (και dreamy) "Nova Scotia I" και το πιο ambient "Midnight transmission" αποτελούν υπέροχη εισαγωγή στο "An Introduction to Starlight" που ακολουθεί. Το "Bossa for a duplicate moon" είναι το δεύτερο κομμάτι που ξεχωρίζει από την κυκλοφορία, στο οποίο επανήλθα ξανά και ξανά ίσως γιατί κάπου μέσα κρύβεται κάτι από την αίσθηση του "Tender is the night" των αγαπημένων Triffids. Οδεύοντας προς το τέλος του δίσκου, η "Dina" τη βρίσκει με λίγο trip hop, τραβώντας το δίσκο λίγο πιο κοντά στο σήμερα. Ο δίσκος κλείνει με το καλοκαιρινό "After the winter" (αγαπημένο track αν και "διαλύεται" περισσότερο στο sunset παρά στο dawn του τίτλου του δίσκου) καθώς και με ένα cosmic βαλσάκι. Θετικό, τέλος, και το ότι ο δίσκος τελειώνει ακριβώς εκεί που πρέπει, χωρίς οι Electric Sound Continuum να πέφτουν στην παγίδα της (πιo ανέξοδης) ηλεκτρονικής κυκλοφορίας με περιττά tracks.