Το ταλέντο, η ιστορία, η μουσική - και όχι μόνο - ευφυία και η αξία του Elvis Costello είναι υπεράνω αμφισβήτησης. Υπάρχει όμως και ένα ακόμη χαρακτηριστικό του που βρίσκεται σε ίση, αν όχι μεγαλύτερη, ποσότητα με τα παραπάνω, που τον έχει κάνει να παίξει πολλές φορές κορώνα - γράμματα την καριέρα του και να προκαλέσει αμήχανα χαμόγελα και σηκωμένους ώμους σε πολλούς από τους θαυμαστές του. Είναι η φιλοδοξία του.
Η φιλοδοξία τον οδήγησε πριν από δέκα ακριβώς χρόνια να ξεφουρνίσει εκείνο το δυσβάσταχτο "Juliet Letters", που η ποπ κριτική αποθέωσε μέσα στην άγνοια και τη μουσική της απαιδευσιά, και ο κόσμος πολύ σωστά του γύρισε την πλάτη. Η φιλοδοξία τον οδηγεί και σήμερα να επιχειρήσει να γράψει τραγούδια κλασσικής τζαζ, με την ετικέτα της Deutsche Grammophon παρακαλώ, και για ακόμη μια φορά να χάσει το παιχνίδι βγαίνοντας έξω από τα νερά του.
Στο North ο ήρωάς μας προσπαθεί φιλότιμα να γράψει κλασσικές τζαζ μπαλάντες και σπάει τα μούτρα του. Αδιέξοδες μελωδίες και στίχοι λες και έχουν βγει από τυφλοσούρτη, φτιάχνουν μέτρια τραγούδια που για να συγκινήσουν τον ακροατή (χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη γιατί είναι προφανές ότι αυτός είναι ο σκοπός τους) πρέπει αυτός να έχει χοντρό πρόβλημα.
Την κατάσταση δε σώζει ούτε το σωστό και λιτό παίξιμο της μπάντας, ούτε οι μεγάλοι σολίστες (ανάμεσά τους ο Lee Konitz, ο σαξοφωνίστας για τον οποίο ο Miles Davis είπε «φέρτε μου ένα μαύρο που να παίζει σαν αυτόν και θα τον πάρω» όταν τον κατηγόρησαν ότι νοθεύει τη τζαζ με λευκούς μουσικούς, και ο Mark Ribot για τον οποίο επανειλημμένα έχω γράψει ότι είναι ο αγαπημένος μου κιθαρίστας, εντελώς παρανοϊκός) που συμμετέχουν. Η ερμηνεία του Costello στο τραγούδι είναι ένα αξιοπρεπές στοιχείο του δίσκου, μια που αξιοποιεί τις περιορισμένες δυνατότητες της φωνής του προς όφελος των τραγουδιών. Δεν προσπαθεί να κρύψει ούτε να ωραιοποιήσει τίποτα, και αυτό δουλεύει.
Το single του δίσκου "Still" και το "When it sings" διασώζονται από το ναυάγιο. Από κει και πέρα... Αυτό που δεν μπορώ να χωνέψω είναι πώς ο άνθρωπος που στον πρώτο του δίσκο έγραψε το "Allison" ξεχνάει ότι ένα καλό τζαζ τραγούδι είναι κατ' αρχήν ένα καλό ποπ τραγούδι, και βγάζει ένα album γεμάτο από ασκήσεις ύφους αντί για τραγούδια.
Φιλοδοξία είπαμε; Χμμμμ... Αν δεν ήταν ο Costello θα μιλούσαμε για ψώνιο, αλλά η ιστορία βλέπετε...