ORCORARA 2010
Μοιάζει να έχει γίνει σημαντικό το στήσιμο ενός γερού "αφηγήματος", ενός κόνσεπτ καλών προθέσεων, ευγενικών σκοπών και ψαγμένων αναφορών. Και η μουσική; Που βρίσκεται μέσα σε όλα αυτά; Του Χάρη Συμβουλίδη
Ένα από τα άσχημα του μουσικού Τύπου είναι οι βαρύγδουποι χαρακτηρισμοί που εκσφενδονίζονται χωρίς φειδώ και αιδώ για δίσκους που δεν τους αξίζουν, σε μια προσπάθεια να κρατηθεί η διασπασμένη προσοχή ενός κατά βάση ιντερνετικού κοινού, το οποίο πηδάει από κείμενο σε κείμενο με την ίδια ευκολία που αλλάζει βιντεάκι στο YouTube. Πρόκειται για απέλπιδα και κάπως θλιβερή τακτική, που συχνά φέρνει κατά νου διάφορα σίριαλ της παλαιότερης ελληνικής τηλεόρασης, τα οποία, στερούμενα πολλές φορές περιεχομένου, έβαζαν τους ηθοποιούς να φωνάζουν τους διαλόγους τους, ώστε κάπως να κρατήσουν τον θεατή και να μην αρχίσει το ζάπινγκ. Είναι μέθοδος που όχι μόνο προδίδει πολλαπλώς τον ρόλο του κριτικού –υποβιβάζοντάς τον σε μονίμως αισθηματία– αλλά έχει και λίαν αμφιλεγόμενα αποτελέσματα ως προς το τι ψάρια πιάνει.
Η αντιμετώπιση της Elysia Crampton, αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα: ειδικά η δισκογραφία που φτιάχνει με το όνομά της (και όχι ως E+E ή ως Chuquimamani-Condori), κολυμπάει σε μια «ουάου» αίγλη, ντυμένη όχι μόνο με τα άνωθεν βαρύγδουπα («monumental» ο ένας, «immersive» ο άλλος, «experimental» όλοι μαζί), μα και με μια χλιδανή παράθεση ειδών μουσικής, συμβολικών αναφορών, ακόμα και δηλώσεών της. Όλα μαζί δημιουργούν μια πυκνή διήγηση γύρω από τα άλμπουμ, άμεσα συντονισμένη με καυτά θέματα της νυν προοδευτικής ατζέντας.
Σ' αυτήν σέρνουν τον χορό οι κραυγαλέες ανεπάρκειες της Δύσης έναντι των φτωχών, των γυναικών, των queer ατόμων, των μαύρων (ή/και των «σκουροπών» του Σ' Αγαπώ Μ' Αγαπάς, λέξη που αποδίδει εύστοχα το «brown» των Αγγλοσαξόνων), η ουτοπία ως αξία, η ανάγκη για συνύπαρξη με τον Πλησίον σε ένα πιο ρευστό περιβάλλον, πέρα από τη γεωγραφία, την εντοπιότητα, τους διαχωρισμούς του φύλου. Δεν χρειάζεται καν να είσαι πολιτικά συμπαθών προς τους φορείς που συνήθως θέτουν τέτοια ζητήματα στον δημόσιο διάλογο ώστε να τα ασπαστείς, μερικώς ή ολικώς –αρκεί βασικά να μην είσαι τομάρι. Την ίδια όμως στιγμή, ίσως δειλιάσεις απέναντι στο οικοδόμημα και προτιμήσεις να μην γίνεις εκείνος που θα ξενερώσει τη φάση, αναρωτώμενος μήπως το αφήγημα καταλήγει ισχυρότερο των δίσκων, αναπληρώνοντας για τον όχι και τόσο φοβερό τους ορίζοντα.
Το φετινό ORCORARA 2010, για παράδειγμα, εστιάζει πολυπρισματικά σε ζητήματα οικολογίας, εκμετάλλευσης και σωφρονισμού, αφού θίγει τόσο τις καταστροφικές φωτιές στην Καλιφόρνια κατά την τελευταία δεκαετία (απότοκο ενός συστήματος υποτιθέμενου εξορθολογισμού, που όμως λειτούργησε εις βάρος της φύσης όταν βρέθηκε αγκαζέ με την υπερθέρμανση του πλανήτη), όσο και το επιχειρηματικό μοντέλο το οποίο ανθεί με φόντο τις φυλακές των σύγχρονων Η.Π.Α., οδηγώντας λ.χ. έγκλειστους σαν τον Paul Sousa –στον οποίον η Crampton αφιερώνει τον δίσκο– να εργάζονται επί σειρά ετών ως πυροσβέστες στη Σιέρρα Νεβάδα, για αμοιβές κάτω του βασικού μισθού. Αλλά, αν κάτσεις να ακούσεις το άλμπουμ δίχως να έχεις διαβάσει τα συνοδευτικά, θα συνδεθείς με τον «καλό σκοπό»; Κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, όχι.
Ίσως φταίνε κάπου οι ταχύτητες της εποχής που πολλοί το βρίσκουν δύσκολο να ασχοληθούν με έναν συγκροτημένο μα όχι σημαντικό ηλεκτρονικό δίσκο, από τον οποίον δεν λείπει μεν το επίπεδο, η μαστοριά και η αφομοιωτική δύναμη, αλλά δεν μπορεί συνάμα να υπερβεί κι ένα κάπως χαμηλό ταβάνι, παρά το εύρος των ιδεών του. Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να ανεχόμαστε να βαφτίζεται το ORCORARA 2010 ως «experimental», απλά επειδή ο τάδε ή ο δείνα γραφιάς εντυπωσιάζεται από ζεύξεις με τις οποίες δεν είναι εξοικειωμένα τα φτωχά του αυτιά. Εδώ, δηλαδή, παίζονται πράγματα τα οποία δεν είναι μόνο γνώριμα, μα και κομματάκι στοιχειώδη ("Grove", "Secret Ravine (Chakana En General)", "Amaru-Otorongo", "Morning Star-Red Glare-Sequoia Bridge"), παρά τη γενική καλαισθησία, τη διαχειριστική ικανότητα της Crampton ή τον πλουραλιστικό ορίζοντα, που αγγίζει π.χ. τη νεότερη κλασική μουσική και το indie folk. Oυδείς λόγος, λοιπόν, για avant-garde ταμπέλες, για όσους τουλάχιστον έχουν θητεύσει επαρκώς στα ηλεκτρονικά των 1990s και σε μισό αιώνα πειραματικών διαδρομών.
Ενδεχομένως, βέβαια, μια τέτοια προσέγγιση να αδικεί τη δουλειά της Αμερικανοβολιβιανής συνθέτριας, αφού το ORCORARA 2010 αποτελεί άτυπο soundtrack για ένα installation της, το οποίο παρουσίασε το 2018 στη Biennale de l’ Image en Mouvement. Πρόκειται επομένως για δίσκο φτιαγμένο να παίζει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με σποραδικά διαχεόμενο φως, στοχεύοντας στην εγκεφαλική συγκίνηση. Υπό αυτό το πρίσμα, η αργή ροή, οι μακροσκελείς αναπτύξεις και οι απογυμνωμένοι ήχοι που συνοδεύουν τις απαγγελίες, αποκτούν πράγματι εξτρά νοηματοδοτήσεις. Κάνοντάς σε να δεις με περισσότερη συμπάθεια τα στανταρισμένα στιγμιότυπα φωνής/ηχητικής συνοδείας σαν π.χ. το "Dog Clouds" ή το "Flora" ή τα σκοπίμως παραφρασμένα κείμενα που δανείζεται η Crampton από ποιητές σαν τον Paul Claudel και τον Juan Ramón Jiménez· αλλά και με αυξημένο δέος την υψηλή υπερβατική ώσμωση του "Crucifixion", όπου πρωταγωνιστεί η εντυπωσιακή Shannon Funchess των Light Asylum –γνώριμη στους φίλους της electronica από τη συνεργασία με τους Knife στο Shaking The Habitual (2013).
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το άλμπουμ παραμένει άλμπουμ: το έχει ή δεν το έχει, αυτόνομα και αδιαμεσολάβητα. Κανείς δεν υποχρεούται δηλαδή να κάτσει να ασχοληθεί με το τάδε installation ή να διαβάσει το ένα και το άλλο, προκειμένου να «κατανοήσει» και να «εκτιμήσει» έναν δίσκο· αυτό είναι υγιές να συμβαίνει μόνο αντίστροφα. Δεν μπορεί λοιπόν το δεδομένο αποτέλεσμα να πριμοδοτείται εξωτερικά, π.χ. από τις προθέσεις της δημιουργού, από ήξεις αφήξεις δηλώσεις τύπου «This album follows intergenerational trauma, fugitives of Christian violence in a twilight called Puruma, returning to Mama Cocha» ή από την ανάγκη του κάθε Bruce Miller (του Pop Matters) να βρει ευκαιρία να βάλλει κι εκείνος από το μετερίζι του ενάντια στον Ντόναλντ Τραμπ. Γιατί έτσι καταλήγουμε σε παιχνίδι για λίγους, το οποίο δεν φτάνει μεν στο σημείο να πωλεί φύκια ως μεταξωτές κορδέλες, όμως μάλλον μεταποιεί σε κρεμαστάρια όσα η εκάστοτε αλεπού (η ίδια η Elysia Crampton, οι στελεχωτές της ψευδο-δημοκρατίας του Metacritic, διάφοροι άλλοι) δεν φτάνει.