Hill, Flower, Fog
Παιδί ουχί των λουλουδιών αλλά των indie... ανθοπωλών, η Έμιλυ το παλεύει τώρα με τα σύνθια της στον πλατύ και δύσκολο χώρο του ambient. Του Χάρη Συμβουλίδη
Πρωταγωνιστώντας στους Florist, η Emily Α. Sprague έχει κερδίσει μια μικρή δημοσιότητα κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Μπορεί δηλαδή να μη συνάντησε πρόσωπο με πρόσωπο το indie hype, ωστόσο ο σχετικός Τύπος έδωσε σημασία τόσο στο ντεμπούτο τους The Birds Outside Sang (2016), όσο και στο πιο πρόσφατο πόνημα Emily Alone (2019).
Πριν ωστόσο τους Florist, αλλά και παράλληλα με αυτούς, η δημιουργός από τα βουνά Catskill της Νέας Υόρκης εκφράζεται και ως σόλο οντότητα, παρουσιάζοντας μια εντελώς οργανική πλευρά των ανησυχιών της, μέσω μιας σειράς αυτοεκδόσεων. Η διαφορά με το φετινό Hill, Flower, Fog είναι ότι η αρχική κυκλοφορία (Μάρτιος) έλαβε τελικά πιο επίσημο προφίλ (Νοέμβριος). Το οποίο δεν συνοδεύτηκε μόνο από αύξηση στην ποσότητα των δημοσιευμένων κομματιών και από εκ νέου διάταξή τους, αλλά και από έκδοση σε φυσικό format. Το βινύλιο, μάλιστα, συνοδεύεται από βιβλίο 24 σελίδων γεμάτο φωτογραφίες τραβηγμένες από την ίδια τη Sprague, ενώ μέρος από τα έσοδα θα διατεθεί στο Lion’s Tooth Project, το οποίο παλεύει στις Η.Π.Α. για τα LGBTQIA+ δικαιώματα μαύρων, ιθαγενών και μεταναστών.
Όπως και στους προηγούμενες δουλειές της, η Sprague συνθέτει κι εδώ αποκλειστικά μέσω modular synthesizers, αποσκοπώντας σε μια ηλεκτρονική κατάθεση με έντονο ambient πρόσημο και καταπραϋντικό χαρακτήρα. Με δεδομένο ότι ξέρει να παίζει αρκετά όργανα, η επιλογή αυτή είναι στοχευμένη: τα modular synths γίνονται αντιληπτά ως πεδίο που την απελευθερώνει από την ανάγκη συγκεκριμένων δημιουργικών δομών, παρέχοντας παράλληλα μια αίσθηση οικειότητας η οποία λειτουργεί αμφίδρομα –και σε σχέση δηλαδή με την ίδια και με τις εμπειρίες που θέλει κάθε φορά να κοινωνήσει, αλλά και με το τι προσλαμβάνει σε πρώτο επίπεδο ο δυνητικός ακροατής.
Είναι εύκολο βέβαια να σκεφτείς και να γράψεις την κακία ότι, αν τυχόν μπερδευτείς και αντί για το Hill, Flower, Fog βάλεις να παίξει το Water Memory (2017) ή το Mount Vision (2018), δεν θα καταλάβεις τη διαφορά. Υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτό, εν πολλοίς όμως πρόκειται για άδικη κατηγορία. Όχι μόνο γιατί η Sprague φτάνει στην απλότητα μέσω συγκροτημένου σκεπτικού, αλλά κι επειδή προσεκτικές ακροάσεις θα εντοπίσουν ότι οι δίσκοι της έχουν πράγματι διαφοροποιήσεις στις λεπτομέρειές τους, παρά την επιφανειακή ομοιότητα και την πίστη τους σε κυκλικά μοτίβα.
Από εκεί και πέρα, ωστόσο, αρχίζουν τα δύσκολα.
* «Με κάποιον τρόπο, νιώθω σαν να το έχω ξανακούσει αυτό... Σε έναν διαφορετικό χρόνο, σε έναν διαφορετικό κόσμο, όπου ο ήλιος είναι ακόμα απαλός και χρυσαφένιος»
* «Μια γαλήνια αποξένωση από την καθημερινότητα. Αυτή η χρονιά μας έδωσε τόσα πολλά απέναντι στα οποία εξοργιστήκαμε· η καλοκάγαθη μουσική της Sprague μας δίνει λόγους για να είμαστε ευγνώμονες»
* «Ξαφνικά, [στις πρώτες μέρες της πανδημίας] βρήκα τον εαυτό μου να έχει γίνει κομμάτι του τρέχοντος ρεύματος, το οποίο μας διαχωρίζει από την πραγματικότητα όπως την ξέραμε. Το είδα ως ένα soundtrack σε αυτές τις καινούριες ημέρες, πρακτικές, αποστάσεις, απώλειες, καταλήξεις και ξεκινήματα»
Τρεις διαφορετικές αλήθειες, τρεις διαφορετικές μα συγκλίνουσες ματιές πάνω στο δίσκο –από μια ακροάτρια, από έναν επαγγελματία κριτικό και από την ίδια τη δημιουργό. Καθείς, θα μπορούσε στα βασικά να είχε γράψει ό,τι έγραψαν κι οι άλλοι. Κανείς, απεναντίας, δεν θα καταλάβαινε τη διασύνδεση του Hill, Flower, Fog με τον κορωνοϊό και την πρώτη καραντίνα, αν δεν την αποκάλυπτε η Sprague. Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο ότι το άλμπουμ δεν συνδέεται με κάποιο απτό νόημα. Και, στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται καν κάτι τέτοιο· όπως δεν το χρειαζόταν ποτέ καμία ορχηστρική μουσική.
Ωστόσο, αυτή η διαφαινόμενη ανάγκη να προσδεθεί τελικά στο άρμα μιας αφήγησης (είτε προσωπικής, είτε σχετικής με τον νυν κόσμο μας), προδίδει τον απροσπέλαστο ύφαλο: ότι η μουσική από μόνη της, καίτοι εκκινούμενη από σοβαρές καλλιτεχνικές αφετηρίες, είναι λίγη σε εκτόπισμα. Δεν είναι μεν για πέταμα, όμως δύσκολα θα αφήσει κάτι στη μνήμη. Όση περιστασιακή προσοχή κι αν δώσεις δηλαδή στις μικρολεπτομέρειες άρθρωσης του "Moon View", του "Woven" ή του "Star Gazing", απομένει η μάλλον πικρή αλήθεια ότι το Hill, Flower, Fog δεν ξεχωρίζει από κάμποσα παρόμοια άλμπουμ που βγαίνουν εδώ και μια δεκαετία+, πασπαλίζοντας τα ambient ηλεκτρονικά τους με indie αισθητική.