Transatlantic
Villagers of Austin City, Texas. Του Άρη Καραμπεάζη
Δεύτερο δισκογραφικό χτύπημα φέτος, το οποίο "συναλλάσσεται" με την ηπειρώτικη μουσική παράδοση και αρχίζω να μην αισθάνομαι πολύ καλά. Η 'Ήπειρος της Πεντατονίας' έχει εμφανιστεί αρκετές φορές στην πρόσφατη εγχώρια δισκογραφία, αλλά και στις συζητήσεις περί της θέσης της στην εγχώριας μουσική, όπως και περί της αντίστασης στις φούγκες και τις αντιστίξεις της δύσης (που έλεγε και ο Πανούσης) και σε λοιπές αγωνίες της εγχώριας μουσικής διανόησης, που δεν με απασχολούν και δεν κατανοώ. Εσχάτως και στα περί του σκληρού ροκ, με την εντυπωσιακή ορμή των The Villagers Of Ioannina City, οι οποίοι στα δικά μου αυτιά μέχρι στιγμής ακούγονται σαν να προκαλούν σύγκρουση και όχι την ιδεατή σύμπραξη του κάθε διαφορετικού ήχου με τον οποίο απασχολούνται.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι εδώ η λέξη 'Ήπειρος' χρησιμοποιείται με διακριτική αμφισημία και με τη συνοδεία του 'Υπερατλαντικού' τίτλου του δίσκου υπογραμμίζεται πιο έντονα το γεγονός της περιοδικής μετάβασης των ηχογραφήσεων, ενίοτε των μουσικών, αλλά κύρια της σκέψης που τους καθοδηγεί από ήπειρο σε ήπειρο και όχι από την Άρτα στα Γιάννενα και τούμπαλιν.
Όπως θα περίμενε κανείς βέβαια, η παρουσία ενός και μόνου Έλληνα σε ένα jazz κουαρτέτο με αυτοσχεδιαστικές και ενίοτε αποσχιστικές των αυτοσχεδιασμών τάσεις, αρκεί για να χαρακτηριστεί αυτό ως ελληνοκεντρικό. Δια τούτο και οι όποιοι σχεδιασμοί των Epirus Quartet στην πρώτη τους δισκογραφική αποτύπωση εμπεριέχουν πλήθος οικείων σε πατριώτες και συμπατριώτες μας μελωδικών φράσεων, τελικά όμως, συνειδητά ή μη, δεν μπορώ να το ξέρω, δεν κυριαρχούνται από αυτές. Αλλά (καλά κάνουν και) τις διαχωρίζουν με εξαντλητικό τρόπο, τις φιλτράρουν από διαθέσεις διεθνιστικές, τις τσαλακώνουν μέχρι και ανεπανόρθωτα, ώστε τελικά υπογείως να αναδείξουν εξαντλητικά το πλέον σημαντικό στοιχείο των αρετών τους, που δεν είναι άλλο από το ότι προήλθαν από μία κατά βάση απλή και καθημερινή "μούσα", που δεν είχε την επιλογή της ακαδημαϊκής προσέγγισης. Και παρά τα όσα ισχυρίζομαι παρακάτω, ούτε εδώ η προσέγγιση είναι ακαδημαϊκή (ούτε και του "δημοτικού" είναι βέβαια, από όποια πλευρά και αν το δεις και αυτό).
Κάπως έτσι στο εναρκτήριο Never Right το αναγνωρίσιμο κυρίως θέμα εξαντλείται στα δύο άκρα της ηχογράφησης και στο ενδιάμεσο διαλογικά τεμαχίζονται τα επιμέρους στοιχεία του, με ισότιμη σύμπραξη των πνευστών και της απέναντι ρυθμικής πλευράς. Ομοίως έτσι, το άχαρα τιτλοφορημένο Fried Feta (η καλή φέτα τρώγεται ωμή και σκέτη ως γνωστόν) ακολουθεί πλέον δρόμο και μελωδία εξαιρετικά απογυμνωμένη από τις ορμές της εγχώριας παράδοσης. Και με αυτά και με εκείνα το 'Transatlantic' δεν είναι σε καμία περίπτωση επιχείρημα αναθεώρησης προτάσεων τύπου Jazz Goes Greece, που έχουν έρθει στην επικαιρότητα ακροατών και συλλεκτών τα τελευταία χρόνια, χωρίς να πείθουν όμως πάντοτε για τη συνεισφορά τους τόσο στην Jazz όσο και στη Greece. Τουλάχιστον εμάς που ακούμε jazz κατ' εξαίρεση.
Αυτό στο οποίο δόθηκε έμφαση και τελικά επιτεύχθηκε, τόσο μέσα από τις "ζωντανές" ηχογραφήσεις, όσο και από την (φαντάζομαι) επιμελή σταχυολόγηση αυτών, και τις τελικές μείξεις, mastering και δεν ξέρω εγώ τι άλλο κάνουν σε ένα δίσκο μέχρι να φτάσει να τον ακούμε, είναι η ορθή ισορροπία ανάμεσα σε ένα αδιάκοπα ρέον groove και σε σοφιστικέ προσεγγίσεις και διαθέσεις, άκρως απαραίτητες για να μην καταλήξουμε σε κάτι απροσδιόριστα groovy, και συνεπώς αναπόφευκτα εφήμερο μέχρι νεωτέρας. Δεν γνωρίζω αν ήταν στις προθέσεις των δημιουργών του, πάντως στα δικά μου αυτιά το Transatlantic ακούγεται ως δίσκος μιας ιδεατά λόγιας μουσικής, η οποία με θεμιτά πονηρούς τρόπους διεισδύει και στις ανάγκες ακροατών ου δεν απασχολούνται κύρια με την λογιοσύνη. Καθότι εκεί είναι που βοηθάει το groove.
Πρόκειται για την πρώτη κυκλοφορία της Fair Weather Friends Records με έδρα τη Θεσσαλονίκη, που παραδίδεται σε βινύλιο των απαραίτητων 180g, δια του οποίου τα πάντα ακούγονται σωστά και όπως τους πρέπει, ενώ είναι απολύτως σίγουρο ότι την επόμενη φορά θα ζητήσουμε και gatefold επικάλυψη, διότι ο ανταγωνισμός στα ράφια είναι σκληρός και οι δίσκοι πρέπει να ξεχωρίζουν ακόμη και εκεί. Οι Epirus Quartet έχουν ως έδρα τους το Austin του Texas και παρότι επιμένω ότι αν υπάρχει θεός σύντομα θα μας αξιώσει να βρεθούμε στα μέρη τους, καλό θα ήταν όλα όσα μας λένε εδώ σύντομα να τα πουν ζωντανά και επί σκηνής και στην από εδώ μεριά του Ατλαντικού.