Σύνθετη περίπτωση ο Eric. Από τη μία εμφανίζεται ως ένας μοναχικός μπαλανταδόρος κι από την άλλη ακούγεται σαν ολόκληρη μπάντα. Μετά, ακροβατεί ανάμεσα σε μπαλαντουργία χαμηλού προφίλ και σε πιο χλιδάτες έως και μέινστριμ επιλογές. Τέλος, η φωνή του, κατάλληλη για βαριετέ εξομολογήσεις μιας pub, μπορεί σε στιγμές να θυμίσει ερμηνείες κλασικών -κυρίως 70ς- τραγουδιστών και μεγάλων ακροατηρίων. Να προσθέσω και πως τα δύο πρώτα άλμπουμ του στα 90ς μόνο στη Sub Pop (που τα κυκλοφόρησε) δεν ταίριαζαν; Και πως όταν αποφασίσει να εξαφανιστεί μπορεί να περάσουν και 8 χρόνια ανάμεσα σε δυο κυκλοφορίες του;
Μιλάμε πάνω απ' όλα για ένα γεννημένο singer/ songwriter - και έναν από τους ικανότατους του είδους. Συνθέτει, ενορχηστρώνει τα πάντα, τα παίζει όλα, τραγουδάει. Έχει μόνον έναν υπάλληλο να του αλλάζει το ποτήρι με το νερό. Οκ, ξέρω πως δε σας έπεισε αυτό το τελευταίο.
Η στερεή, συμπαγής και συγχρόνως ρευστή chamber pop αυτού του παιδιού είναι στις περισσότερες στιγμές της μαγική. Θα αντλήσω παραδείγματα από την υπέροχη πρώτη επτάδα του. Αρχικά, κρατώντας τα προσχήματα, μας δίνει μια ιδέα για την ευκολία του να συνθέσει ένα πιασάρικο concrete rock track - το αποδεικνύει και δεν ξανασχολείται με το θέμα. Στο δεύτερο σκαλί, η "συνθετική" αρχή του That kiss of life διακόπτεται από μια απρόσμενα βελούδινη φωνή, προτού βυθιστούμε στην πνευστή ατμόσφαιρα ενός τυπικού Bacharach lounge. Τέτοιες crooning στιγμές είναι διάσπαρτες εδώ, αλλά και μερικές περιπλοκάδες α λα Andy Partridge κάνουν τον ήχο του να "αγγλίζει".
Με το Little 18 όμως, χάνω τα λόγια μου - υπεράνω περιγραφής, γι' αυτό και καθιερώσαμε το μαγικό κουτάκι στο κάτω μέρος του κειμένου. Το πιάνο γίνεται σκελετός και η ερμηνεία του σάρκα που πλάθεται ανάλογα με τη διάθεση των στίχων. Το φωνητικό του φλερτ με τις mainstream επιρροές του (εδώ σε μια λευκή σόουλ φωνή τύπου Steely Dan) φτάνει στο αποκορύφωμα στο Don't take that light, στο ενδιάμεσο δυο σπαρακτικών, πιο εσωτερικών, α λα Ed Harcourt στιγμών (Radio boy, In our lives). Η νέα του φωνητική progressive παράκαμψη αστράφτει ολόκληρη στο Devil red glow - οι κόκκινοι διαβολάκοι που λαμπυρίζουν εδώ έχουν τη μορφή του Eno και του Fripp.
Γεννημένος στο Gresham, Oregon, με ρίζες στο 60s and 70s rhythm and blues, αλλά έχοντας ακούσει πολλή μουσική (αν κρίνουμε από τα ραντίσματα με τζαζ νότες και art rock φωνητικές δοκιμές), ο Ε.M. έχει ήδη βγάλει τα It's heavy in here (1995), The lateness of the hour (1997), Six kinds of passion and looking for an exit (2005) και Foundation sounds (2006). Στο ενδιάμεσο εκείνο χάσμα έκανε άπειρες συνεργασίες και side projects. Νωρίτερα, γύρω στο 1992, είχε σχηματίσει με τον Αυστραλό Richard Davies τους Cardinal, με έναν ομώνυμο δίσκο το 1994 (επανέκδοση το 2006).
Αυτός το πέμπτος δίσκος του, με περισσότερα πλήκτρα από ποτέ και με drum loops που παραδόξως ταιριάζουν στην "παραδοσιακή" του υφή (ακούστε τη φτερωτή τους αντανάκλαση στο Radio boy) είναι με διαφορά ο καλύτερός του.