Violet cries
Η μόδα που εσχάτως απεικονίζει κατά κόρον το πραγματικό μέγεθος της ταχύτητας των μηχανισμών προώθησης μουσικής, θέλει τα media, ηλεκτρονικά και έντυπα, να επιδίδονται σε ένα αγώνα παρουσίασης νεοφερμένων ταλέντων που ενίοτε προηγείται των καλλιτεχνικών πεπραγμένων τους. Εν ολίγοις, επικρατεί η τάση του ποιός θα προλάβει τα επονομαζόμενα "next big things" και σε πολλές περιπτώσεις ποιος θα τα επιβάλλει, για να καρπωθεί αργότερα τις (ψευδο)προφητείες του. Πιστά στην διατήρηση του κλίματος τα διαδικτυακά μουσικά περιοδικά που οδηγούν την κούρσα τόσο λόγω ευκολίας προσβασιμότητας όσο και δυνατότητας συνεχών ανανεώσεων σε ύλη και καταλαμβάνουν μερίδιο σε αμφότερες ανεξάρτητες και μη ηχητικές επιτυχίες. Διαμέσου της εν λόγω οδού κινείται και το BBC, που εξέδωσε για ακόμη μια χρονιά τα άξια προσήλωσης φρέσκα ονόματα για το 2011, μεταξύ των οποίων διακρίνεται το τρίο των Esben and The Witch.
Η σκοτεινή ποπ φυσιογνωμία του βρετανικού συνόλου είχε γνωστοποιηθεί μερικώς με την έκδοση δυο EPs και ισάριθμων singles στο διάστημα 2009-2010. Η αυτάρκεια τους σε μεθόδους ηχογράφησης και παραγωγής γέννησε το extended play 33 και δρομολόγησε σύντομα εξελίξεις, με την μεταγραφή στην Matador να αποτελεί την πιο εξέχουσα απ' αυτές. Υπό την σκέπη της συγκεκριμένης αναγνωρίσιμης στον indie κόσμο ετικέτας κυκλοφορεί ανάμεσά μας το παρθενικό τους πλήρες οικοδόμημα, το οποίο και απαρτίζεται από δέκα μικρά κομψοτεχνήματα, κάπου μεταξύ shoegaze νεφελωμάτων, post punk meets ambient rock ρυθμολογικής πρακτικής και ήπιων electrobeats.
Ερχόμενος/νη σε επαφή με τη μουσική της μπάντας που έλαβε το όνομά της από το ομότιτλο δανέζικο παραμύθι, δεν αργείς να αντιληφθείς πως ξεχειλίζει από πραότητα και έχει μια θαυμαστή, γαλήνια ευαισθησία που ακόμα κι αν διαταράσσεται σφοδρά απ' τις κατακλυσμιαίες εκτονώσεις κιθαριστικών παραμορφώσεων και doom ρυθμών, δεν παύει να κρατά ανέπαφη την ουσία της. Το "Argyria", πρωταρχικό δείγμα εν προκειμένω, τους απαθανατίζει να σπάνε την νηνεμία και τους ψιθύρους της αιθέριας φωνητικής ύπαρξης της Rachel Davies, με ένα riff μπουκωμένο στο fuzz κι ανεπαίσθητες ηλεκτρονικές υφάνσεις και λίγο μετά να της δίνουν ξανά τη σκυτάλη για την σκιαχτική, μα όχι goth εξομολόγησή της. Ένα παραπλήσιο κιθαριστικό προϊόν του βρετανικού new wave και μια εκρηκτική ρυθμικά ακολουθία βιομηχανικής κοπής επενδύουν την όλο και δυναμικότερη ερμηνεία της Davies στο "Marching Song", του οποίου το βίντεο κλιπ πάει αυτομάτως στην κατηγορία με τα "Parental Advisory". Σοκαριστικό τραγούδι, που μέσα στην αλήθεια του δεν παριστάνει τίποτε άλλο παρά μια αυστηρώς κατάλληλη ηχητική υπόσταση του βίαιου οπτικοποιημένου υλικού.
Στο Violet Cries δεν εκβιάζουν τις ψυχολογικές μεταπτώσεις, τους το μετράς μάλλον ως έμφυτο προσόν αυτό, μα σε μεγαλύτερη αναλογία απ' τον μέσο όρο των αντίστοιχων δίσκων που έρχονται κατά ριπάς στο προσκήνιο. Οι πασιφανείς επιδράσεις στην δημιουργικότητα των Esben and The Witch έχουν συνδράμει προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι παραμυθένιες, σχεδόν νεραϊδίστικες ψαλμωδίες των φωνητικών με συγκλονιστικότερη την είσοδο του "Eumenides", ένα κράμα Cocteau Twins και I Like Trains, με τους πρώτους να συμβάλλουν σε όλη την δισκο-ατμόσφαιρα και τους δεύτερους να ξεμυτίζουν φανερά και στο "Light Streams", οι Ride που ξύνουν τις πληγιασμένες κιθάρες στο "Hexagons IV", μια υπερτσιτωμένη εκδοχή των Chameleons ("Chorea"), οι επικολυρικές συλλήψεις των Godspeed You ! Black Emperor ("Warpath").
Το επίσημο ντεμπούτο των Esben and The Witch έχει σεβαστό πλήθος αρετών που το καθιστούν πολύτιμο. Ξετυλίγοντας το κουβάρι -με αλλιώτικη τεχνική- απ' το σημείο που το άφησε το Stridulum II της Zola Jesus, χαράζει θεσπέσια dark-dream pop μελωδικές γραμμές και θέτει ρυθμιστή των πάντων τα ανατριχιαστικά μοτίβα, με μια εξαίρετη αίσθηση του διπόλου αρμονία-θόρυβος. Η πρώιμη handmade αφοσίωση τους μεταβιβάζεται σ' αυτό το γλυκόπιοτο/πικρόπιοτο LP. Αν επιτύχουν την ανάπλαση των εκφραστικών τους μέσων σε κάτι περισσότερο συμπαγές, στέρεο, μα και ταυτόχρονα άψογο ενορχηστρωτικά, τότε θα μιλάμε για "περίπτωση".