Evangelist
Αν πω "τρομερή δισκάρα", είναι καλά ή το αδικώ; Του Τάκη Κρεμμυδιώτη
Ξέρετε τι συμβαίνει; Αν έχεις λίγο καιρό στο γράψιμο, άθελά σου νομίζεις πως έχεις φτάσει στο σημείο που δε δυσκολεύεσαι όπως πριν μερικά χρόνια με τις λέξεις. Μη φανταστείτε ψευτοεγωϊσμούς και διάφορα συναφή. Καμία σχέση. Απλά ήθελα να πω πως (συνειδητά ή ασυνείδητα) πιστεύεις πως πλέον, κατά κανόνα, βρίσκεις τον τρόπο να εκφράσεις με λέξεις αρκετά από αυτά που πράγματι θέλεις να πεις. Και ξαφνικά, ανεξάρτητα από το πόσο δίκιο έχεις, σου έρχεται ένας δίσκος σαν το "Evangelist" και ανακαλύπτεις ότι πάσχεις από τη "νόσο των συγγραφέων". Ένας δίσκος που βρίσκεται αρκετά μακριά από το βολικό "κατά κανόνα". Κι εδώ ακριβώς αρχίζει το αληθινό γλέντι!
Το "Evangelist" με άρπαξε από τις πρώτες κιόλας νότες και λέξεις του. Μια κι έξω! "This is the world I created, I created life". Μπάμ! Τι είπαν οι τύποι; Πώς τους είπαμε; Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο αλλάζει απότομα. Δεν την ελέγχεις. Μέχρι να ξεμπλοκάρεις από το αναπάντεχο, σου έχει φύγει το μισό τραγούδι. Πάμε πάλι, replay. Κι όταν τελειώσει η πρώτη ακρόαση, αρχίζεις τα repeat. Ή, τουλάχιστον, τα άρχισα εγώ και τα συνεχίζω εδώ και πολλές μέρες. Το "Evangelist" με γέμισε με μουσικές εικόνες, ενώ παράλληλα με δυσκόλεψε που δε μπορούσα να το εντάξω στα ακούσματά μου. Ταυτόχρονα, όμως, με τρέλαινε με αυτήν του την πρόκληση. Προς στιγμή, σκέφτηκα πως έχει κάτι από την αίγλη του Gavin Friday, των πρώιμων Tuxedomoon και των "καλών" Bad Seeds, ενώ έβρισκα και κάτι από τους Jack White, Martin Gore, Spiritualized και Led Zeppelin. Μη με ρωτάτε αν τελικά εξακολουθώ να το πιστεύω. Αλλάζω συνεχώς γνώμη!
Φαντάζομαι, πάντως, πως θα συμφωνείτε κι εσείς πως κάτι τόσο υπέροχο δε συμβαίνει και πολύ συχνά. Φυσικά, δε μπορώ να αποκλείσω (άσχετα αν δε θέλω να το παραδεχτώ) ότι στην αδυναμία μου αυτή συνέβαλε και το αναμφισβήτητα δυσάρεστο γεγονός ότι δε θα υπάρξει άλλη κυκλοφορία από τον Gavin Clark. Άκουσα το άλμπουμ όντας ενήμερος του θανάτου του και έχοντας, έστω και ασυνείδητα, την αίσθηση της απώλειας. Ό,τι πιο κοντινό σκέφτηκα για να αποδώσω τον πυρήνα της μουσικής ταυτότητας των Evangelist, μπορώ να το συνοψίσω σε δύο λέξεις: "αγάπη" και "συγκίνηση". Καταλαβαίνω, βέβαια, πως αυτός ο χαρακτηρισμός δε βοηθά ιδιαίτερα κάποιον να προσεγγίσει τη μουσική ενός δίσκου ή ενός καλλιτέχνη που ποτέ δεν έχει ακούσει, αλλά εν προκειμένω θεωρώ πως αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά του σχεδόν κρυμμένου αυτού διαμαντιού από την πληθώρα των κυκλοφοριών. Εν προκειμένω, καλύτερα θα ήταν να αφήναμε τις (εν μέρει χρήσιμες, δε λέω) ετικέτες και να επικεντρωθούμε στο συναίσθημα, εν γνώσει του ότι ο επικίνδυνος αυτός "φίλος" μας κάθε άλλο παρά εύκολα περιγράφεται.
Καταρχάς, καλό θα ήταν να γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις. Οι Evangelist είναι τρεις: ο Gavin Clark και οι Toydrum, δηλαδή οι Pablo Clements και James Griffiths (μέλη των UNKLE). Προς αποφυγή συγχύσεων, καλό θα ήταν να διευκρινίσουμε ότι σε κάποιες αναφορές στην κυκλοφορία αυτή εμφανίζονται οι δημιουργοί της με τα επιμέρους ονόματά τους, αλλά βάσει των αποτυπωμένων στο δίσκο δεδομένων, πιστεύω πως η ορθότερη είναι αυτή των Evangelist. Τον Gavin Clark, που έφυγε από κοντά μας πέρυσι στις 16 Φεβρουαρίου σε ηλικία 46 ετών, είχαμε γνωρίσει μέσω των συμμετοχών του στα σάουντρακ των ταινιών του Shane Meadows, στις μπάντες των Sunhouse και Clayhill, αλλά και στο άλμπουμ "War Stories" των UNKLE, όπου συνάντησε τους συνεργάτες στη μεταθανάτια αυτή κυκλοφορία Toydrum. Αυτοί ήταν που δούλεψαν με τις demo ηχογραφήσεις, τελειοποιώντας και παραδίδοντας στην κυκλοφορία το "Evangelist", ως φόρο τιμής στον εκλιπόντα φίλο τους.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο δίσκος έχει κατά κύριο λόγο rock ύφος, αλλά και ατμοσφαιρικά επιβλητικές πειραγμένες μπαλάντες που ξεδιπλώνονται φανερά και υπόγεια κρύβοντας τρομερή δύναμη, έτοιμες να αποκαλύψουν το μεγαλείο τους σε όσους αφεθούν στην αγκαλιά τους. Γι' αυτό θεωρήστε υπεύθυνο το ψαγμένο ηλεκτρονικό υπόβαθρο των Toydrum, που ξεπερνούν τα όριά τους, αποδεικνύοντας τις αληθινές δυνατότητές τους. Τα up tempo τραγούδια συνυπάρχουν απολύτως αρμονικά με τα mid tempo και μάλιστα αλληλοσυμπληρούμενα, λόγω της φανερής concept αισθητικής. Κάποιες φορές η rhythm section καλπάζει μέσα σε ως επί το πλείστον ομιχλώδη τοπία, δημιουργώντας το ιδανικό υπόβαθρο για να προβληθούν τα επιβλητικά και βγαλμένα από τα εσώψυχα φωνητικά του Clark. Θα το έχετε διαβάσει πολλές φορές, αλλά σπάνια θα είναι τόσο αληθινό: κανείς δε θα μπορούσε να ερμηνεύσει έτσι αυτά τα τραγούδια. Όχι μόνο λόγω ευρύτατων φωνητικών δυνατοτήτων, αλλά και λόγω του ότι αυτά αφηγούνται (σε υπέρμετρο βαθμό) απόλυτα προσωπικές ιστορίες που μοιάζουν χαμένες στο σκοτάδι, αλλά παραμένουν ζωντανές διότι αναζητούν το φως. Όταν τραγουδά ο Clark, τον ακούς. Δε γίνεται αλλιώς. Η φωνή του αποσπά πλήρως την προσοχή σου, επειδή δεν είναι προσποιητή ή επιτηδευμένη, αλλά αυθεντική και γήινα "απόκοσμη".
Στο "Evangelist" δε χτίζεται τίποτα σταδιακά. Η μουσική του σε βάζει απευθείας στα βαθιά. Το "The World That I Created" σε σπρώχνει σε ελεγχόμενη πτώση στο πηγάδι του κόσμου του Clark, μόνο που αυτό το πηγάδι μοιάζει να πηγαίνει προς τα... επάνω. Κι έτσι στροβιλίζεσαι στην ψυχαγωγική περιστροφή του "Spirit" με τα απόκοσμα πλήκτρα και τα ψυχεδελικά τύμπανα, πιάνοντας τον εαυτό σου να ακούει λόγια για την ουσία της αγάπης. Στο "Same Hands" τα πράγματα σοβαρεύουν επικίνδυνα. Το τραγούδι είναι μια ξέφρενη κούρσα προς το φως με την αχαλίνωτη rhythm section και την καθαρτική φωνή του Gavin να γεμίζει οξυγόνο το χώρο σου, αν και ακούγεται τόσο εύθραυστη. Το αφηγηματικό "I'm In Love Tonight" σε κάνει να θέλεις να ερωτευτείς, μέσα από τους δεσπόζοντες ήχους της βιόλας του Warren Ellis (Bad Seed, Grinderman), που παλεύουν να διώξουν την ομίχλη μέσα από κατανυκτική 4AD ατμόσφαιρα. Το τοπίο με το "Know One Will Ever Know" μοιάζει να καθαρίζει με τη βοήθεια ηλεκτρονικότερων ήχων, που θυμίζουν τους Kasabian, για να στρώσει το δρόμο στο αργόσυρτο επτάλεπτο "Never Feel This Young", το οποίο πότε με το πιάνο και πότε με την κιθάρα παίρνει το μονοπάτι για την κάθαρση. Κι έτσι φτάνουμε στο καθηλωτικό και εφιαλτικά επιβλητικό πρώτο single, το "God Song", με το επίμονο κλειστοφοβικό μπάσο να κυριαρχεί και την αύρα της PJ Harvey και του Nick Cave να γίνεται αισθητή. Τα επόμενα επίσης εξαιρετικά τραγούδια κινούνται σε απολύτως ίδιων υψηλών προδιαγραφών αισθητική, ακολουθώντας ελαφρώς πιο εσωτερικές διαδρομές και εξερευνώντας μεγαλειώδη συναισθήματα με αποσπασματικά λοξοκοιτάγματα στην πομπώδη ατμόσφαιρα των Dead Can Dance, αποστεωμένη όμως από κάθε είδους έπαρση και προσαρμοσμένη στα σύγχρονα singer-songwriter δεδομένα.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ή κατά πόσο οι ποιοτικές και πειστικές ιστορίες που αφηγούνται και ντύνουν με μουσική οι Evangelist είναι αληθινές. Έχει, όμως, σημασία; Προφανώς όχι. Θα ήταν εύκολο να πω ότι το "Evangelist" είναι ένα πάρα πολύ καλό άλμπουμ. Αλλά δε θα ήταν απολύτως δίκαιο. Κι αυτό διότι έχει εκείνο το κάτι παραπάνω, που δεν ξέρω αν υπάρχουν λέξεις για να το περιγράψουν. Κάτι που μονάχα νιώθεται. Ξεχωριστά και προσωπικά, όπως η γνήσια τέχνη. Εκείνο που θέλεις να εκφράσεις και στέκεσαι αμήχανος που δε μπορείς. Όχι τελικά λόγω αδυναμίας, αλλά λόγω του φόβου μήπως το αδικήσεις σε ένα ασφυκτικό λεκτικό πλαίσιο.