Ορμένιον
Ένα βιβλίο για τα "Σύνορα". Και ένας δίσκος από (ίσως και πέρα από) τα σύνορα. Μια ακρόαση με παράλληλη ανάγνωση του Αντώνη Ξαγά
Έχουν τον δικό τους ηλεκτρισμό (ή μαγνητισμό αν προτιμάτε - αν και μετά τον Maxwell δεν υπάρχει διαφορά) οι μεθοριακές περιοχές και τα σύνορα.. Όχι όλα ασφαλώς. Υπάρχουν εκείνα που τα διαβαίνεις χωρίς καν να το καταλάβεις, σαν π.χ. τα σχεδόν «πράσινα» γερμανο-ολλανδικά, ακόμη και τα κάποτε αιματοβαμμένα γερμανο-γαλλικά. Υπάρχουν κι εκείνα τα άλλα, τα ζόρικα, όπου σε πιάνει ένα σφίξιμο όταν τα πλησιάζει, ένα παράξενο δέος και άγχος, ακόμη και αν κρατάς το «σωστό» διαβατήριο.
«Αυτή η παραμεθόριος βουίζει σ’ έναν συγκεκριμένο τόνο». Ο τόπος εδώ έχει και αυτός την δική του φόρτιση, την δική του «ενέργεια», σχεδόν μυστικιστικής διάστασης, που έλκει από τα χρόνια τα πανάρχαια, από την αχλή του χρόνου, από τον «πιο άγνωστο αρχαίο λαό της Ευρώπης» ο οποίος δεν άφησε πίσω του σχεδόν τίποτε από γραπτές πηγές, μόνο μύθους για τον ομηρικό Ρήσο, τον σύμμαχο των Τρώων, και τον Ορφέα, η Θράκη, «μια χώρα βόρεια, σκοτεινή, μυστηριώδης και απροσπέλαστη, που δεν είναι απόλυτα Ελλάδα» (βάλτε στο θηκάρι το σπαθί της εθνικοφροσύνης, αυτά τα έγραφε ο υπεράνω… υποψίας Νίκος Τσιφόρος στην «Ελληνική Μυθολογία» του). Ούτε Ευρώπη ούτε Ασία, ούτε Ανατολή ούτε Δύση. Μόνο. «Σταυροδρόμι ηπείρων από τότε που υπάρχουν ήπειροι». Καμιά χώρα δεν πήρε ποτέ το όνομα της από την Θράκη (και ευτυχώς!), κανένα όριο δεν μπορεί να την (περι)ορίσει σε σημεία του ορίζοντα, ωστόσο σήμερα την διατρέχουν χαραγματιές και ουλές ένα σωρό σύνορα. Και φρουρούς ‘ακρίτες’ παιδιά που αλληλοκοιτάζονται μέσα από σκόπευτρα, εδώ στην ‘πινέζα’, στην ‘τρύπα της γεωγραφίας’, στην ‘Γκατζολία’ που τους έριξε η μοίρα της «άνευ μέσου» μετάθεσης.
Για αιώνες, και στα χρόνια της αποκαλούμενης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αλλά κυρίως σε εκείνα της διαδόχου της Οθωμανικής ο τόπος ήταν ενδοχώρα, μια πολυπολιτισμική περιοχή πριν καν υπάρξει ο όρος και αποκτήσει θετικές και αρνητικές φορτίσεις και σίγουρα πριν ενσκήψει ωσάν οδοστρωτήρας και εδώ το δυτικό διαφωτισμένο μοντέλο των καθαρών και πολιτισμικά ομοιογενών εθνών, «ένας βίαιος εκσυγχρονισμός» όπως τον χαρακτηρίζει εύστοχα ο Αντώνης Λιάκος στο βιβλίο του για τον ελληνικό 20ο αιώνα (ή «τα ιδεολογικά όπλα του νεότερου ρομαντικού εθνικισμού» όπως σημειώνει ο Μαζάουερ στα «Βαλκάνια»), με γραμμές τραβηγμένες σε χάρτες από ακριβοντυμένους ‘φασιανούς’ σε καπνισμένες από πούρα πολυτελείς αίθουσες δυτικοευρωπαϊκών πόλεων, γραμμές που όρισαν και συνέθλιψαν μακρινές ζωές χιλιάδων ανθρώπων, σε εκείνο το έγκλημα που βαφτίστηκε «ανταλλαγή πληθυσμών».
Και σήμερα τρία έθνη-κράτη εξίσου «υπερήφανα» για την ‘Ιστορία’ τους συναντώνται εδώ πάνω, και ακόμη περισσότερες θρησκείες και γλώσσες, πολλές χαμένες πατρίδες και σπίτια, σε ένα σταυροδρόμι όπου μέχρι και τις μέρες οι άνθρωποι κινούνται σε χώρο και χρόνο, νέοι πρόσφυγες προσπαθούν να διαβούν τα σύνορα, με τούτη τη φορά το άνυσμα να δείχνει από Ανατολή προς Δύση, με την υπόρρητη υπόμνηση ότι οι άνεμοι εύκολα μπορεί να το γυρίσουν προς την άλλη κατεύθυνση πάλι. Μια διαρκής κίνηση που άφησε και αφήνει πίσω τα ίχνη της σε αυτό το κέντρο διερχομένων, διαμορφώνοντας μέσα από ωσμώσεις και ζυμώσεις ένα ιδιότυπο πολιτισμικό συνεχές, πέρα από επιβληθέντες κορσέδες της εκάστοτε εθνικής καθαρότητας και της τοπικής(-ίστικης), λαογραφικές αυθεντικότητες (ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι η γένεση της ‘επιστήμης’ της λαογραφίας είναι σύγχρονη με εκείνη του εθνικισμού), επινοημένες παραδόσεις (κατά Hobsbawm) και το αισχρό βιολογικό appropriation (οικειοποίηση να το πούμε;) του DNA. Και μια ταυτότητα κοινή και οικεία, που εκφράζεται πέρα από κρατικά έγγραφα στις μυρωδιές και στις εικόνες, στα τοπία και στις κοψιές των προσώπων, σε «χορούς κυκλωτικούς κι άλλο τόσο ελεύθερους, σαν ποταμούς», των…. Βαλκάνιων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία από ιστορίες και ήχους.
Δύο έργα ήταν η αφορμή για τούτο το κείμενο, με ιστορίες και ήχους να ξεπηδούν από αμφότερα, από τυπωμένες σελίδες και χαραγμένα αυλάκια. Και δύο βλέμματα από διαφορετική σκοπιά ένα πάτημα, το ένα με την επίγνωση της εντοπιότητας, το άλλο με την αβεβαιότητα της παλιννόστησης.
Από την μία μεριά, η Κάπκα Κασάμποβα, Βουλγάρα της διασποράς, ποιήτρια και συγγραφέας, στο βιβλίο της «Σύνορα - Ανθρώπινες ιστορίες από την άκρη των Βαλκανίων» (εκδόσεις Οξύ) καταγράφει τον απολογισμό ενός ταξιδιού επιστροφής στον γενέθλιο τόπο, σε ανυποψίαστα μέρη της παιδικής της ηλικίας που έκρυβαν αφάνταστα δράματα, ένα βιωματικό ημερολόγιο αναζήτησης σε χωριά φαντάσματα, δύσβατα δάση και οροσειρές, φουσκωμένες υδάτινες ροές, σε συναντήσεις με πρώην και νυν λαθρέμπορους, συνοριοφύλακες, τουρίστες και ξεχασμένους κατοίκους, και τελικά με τον ίδιο της τον εαυτό. Ιστορίες που όλες έχουν σαν κοινό άξονα την προσφυγιά και την μετανάστευση (πόσο εύκολη είναι άραγε η διάκριση;).
Από την άλλη μεριά, η Εβρίτικη Ζυγιά, ένα σχήμα, μια ορχήστρα (αυτό υποδηλώνει και η λέξη «ζυγιά»), με χρόνια προϋπηρεσία στο σκάλισμα και την καλλιέργεια της τοπικής παράδοσης, έχει κάνει το αγροτικό της σε αναρίθμητα τοπικά πανηγύρια και κοινωνικά δρώμενα και ανταμώματα, τα τελευταία χρόνια η απήχηση άνοιξε ορίζοντες, έφτασε μέχρι τις σκηνές world φεστιβάλ και αθηναϊκών λάιφστάιλ χώρων. Έχουν ήδη δύο δουλειές κυκλοφορημένες, το 2013 την «Τρανταφυλλόβεργα», με τραγούδια ανέκδοτα από το χωριό Χιονάδες του βόρειου Έβρου και το 2016 το «Νερ για δγείτι αφιγκραστείτι», με τραγούδια ανέκδοτα από χωριά της Μακράς Γέφυρας στην Ανατολική Θράκη. Κι αν σε αυτούς είχαν μια πιο διασωστική-καταγραφική πρόθεση, στον προκείμενο τρίτο υιοθετούν μια πιο… ευρητική (sic) και ανανεωτική προσέγγιση. Η έκδοση του μάλιστα με την ούγια της γνωστής και εξαιρετέας Teranga Beat δίνει πρόσβαση και σε ένα άλλο κοινό (και η ίδια η εταιρεία, γνωστή κυρίως για τις ανασκαφές στον αφρικανικό πλούτο των 70s και των 80s, ανοίγεται εσχάτως σιγά-σιγά και σε εγχώριο ρεπερτόριο). Ένα κοινό που κάποτε είχε δυσανεξία σε ότι ελληνικό και παραδοσιακό, για το οποίο πολλές φορές η ελληνική επαρχία ήταν πιο μακριά από ένα προάστιο του Λονδίνου ή του Ελ-Έι, που ωστόσο έχει πλέον –κι επιτέλους- πάψει να μηρυκάζει τις ανοησίες που παβλοφικά συνέδεαν την δημοτική/λαϊκή παράδοση με την χούντα. Και με μια νεότερη γενιά που έχει ριχτεί με ζήλο (ενίοτε και υπερβάλλοντα) στην σύζευξη παραδοσιακών ήχων (είτε μιλάμε για δημοτικά είτε ρεμπέτικα είτε λαϊκά) με κάθε λογής σύγχρονες τάσεις (ναι, η ‘νεολαία’ δεν ακούει μόνο τραπ και χιπ-χοπ όπως θέλουνε διάφοροι ‘θείοι’ της, προσφάτως αφυπνισθέντες από τα ίνδυ), διαμορφώνοντας ακόμη και μια μόδα. Με ότι θετικό ή αρνητικό συνεπάγεται αυτό. Ακόμη κι αν μέσα από μια εξ ορισμού ευμενή υποδοχή τέτοιων εγχειρημάτων γίνεται δύσκολος ο διαχωρισμός του σιταριού από την ήρα (για να το θέσουμε σε ποσοτική βάση).
Δύο έργα λοιπόν σε παράλληλη ανάγνωση και ακρόαση. Βάζουμε το CD (εντάξει, υπάρχει και σε βινύλιο μην… ανησυχείτε) και ανοίγουμε το βιβλίο.
……….
…και η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι. «Ένα βράδυ που είχε σηκωθεί ομίχλη απ’ το ποτάμι, παγώνοντας και ιδρώνοντας την επιδερμίδα σου σαν φάντασμα». Ένα τοπίο στην ομίχλη, η ανάσα του νερού που σηκώνεται από το πέλαγος και από «βουερά ποτάμια περνάνε κάτω από τις γέφυρες, μερικές φορές κι από πάνω», γοητευτική αλλά και απειλητική για τον χαμένο «λαθραίο» διαβάτη, τυλίγει με ένα πέπλο επιείκειας την ομορφιά και την ασχήμια του κόσμου και θολώνει το σύνορο μεταξύ ουρανού και γης. Εδώ πάνω η ομίχλη είναι σχεδόν μετεωρολογικό στερεότυπο (υπάρχει ακόμη και χωριό με ονομασία που παραπέμπει σε αυτή, ο Πέπλος κάμποσα χιλιόμετρα βόρεια της Αλεξανδρούπολης). «Τα σύνορα είναι μια ομίχλη, που, άμα δεν ανήκεις, χάνεσαι» διαβάζω σε κάποια δεκάρικη ομιλία ενός χρυσοχοϊδαυγίτη υπουργού, έλα όμως που εμείς είμαστε με αυτούς που θέλουν να χάνονται, έστω και μόνο στο χάσιμο, στο trance, στην έκσταση της μουσικής. Η οποία ξεκινά με την πρώτη νότα να εισάγει καινά δαιμόνια, με ήχο από ηλεκτρονικά κυκλώματα, γρήγορα όμως μπαίνουν τα υπόλοιπα όργανα το καβάλ(ι), τα κρουστά και η γκάιντα, η οποία ειδικά σε συνταίριασμα με το moog δημιουργεί μια υποβλητική σχεδόν στοιχειωτικά (να μιλήσουμε για hauntology;) νοτισμένη ατμόσφαιρα. Έχει ιδιαίτερη αξία η «Ομίχλη», όχι μόνο γιατί είναι το κομμάτι που μου άρεσε περισσότερο, ούτε και επειδή πρόκειται για μία από τις δικές τους συνθέσεις που αποτολμούν στον δίσκο (άλλωστε στον χώρο αυτό δεν είναι εύκολο να διακριθεί ουσιαστικά η επώνυμη από την παραδοσιακή δημιουργία, η «ανωνυμία» δεν είναι μια ατέλεια ιστορικής καταγραφής αλλά μια αναφορά σε ένα κοινοτικό-συλλογικό πνεύμα, η μάσκα του Πουρπούρη στο εξώφυλλο, πέρα από το να διώχνει τα κακά πνεύματα και μάτια, κατά έναν τρόπο υπογραμμίζει αυτή την διάσταση). Είναι ίσως και το κομμάτι στο οποίο αναδεικνύεται σαφέστερα η προσέγγιση της Ζυγιάς στην παράδοση, σε μια προσέγγιση τολμηρή (εξού και τα moog και τα CRB-Diamond 800) όχι ωστόσο ριζο-σπαστική (αν με εννοείτε) αλλά αυτοσχεδιαστικά λελογισμένη και μελετημένη (ο ρόλος των πλήκτρων είναι σχολιαστικός των δρώμενων, θυμίζει κάπως εκείνον της φαρφίσας στα παλιά λαϊκά). Κρατάει έτσι χαρακτήρα και ισορροπία, μακριά από ψευδο-δεξιοτεχνικές επιδείξεις (άλλωστε τα κλασικά θρακιώτικα όργανα δεν το επιτρέπουν εύκολα αυτό!), αποφεύγοντας επίσης νεότερες, ισοπεδωτικές ενίοτε εισβολές οργάνων όπως το βιολί και το κλαρίνο (μια προσέγγιση που αποκαλείται ince saz -σε αντίθεση με την kaba saz-, αυτή που π.χ. ακολουθούν άλλα σχήματα της περιοχής, όπως π.χ. οι παλαιότεροι και για το δικό μου αισθητήριο πολύ λιγότερο ενδιαφέροντες Rodopy Ensemble, που πρόσφατα κυκλοφόρησαν στην ARC Music τον κάπως τουριστικό τίτλο «Τhraki-Thrace the paths of Dionysus»)
……….
«Τα ποτάμια ήταν σύνορα ανέκαθεν». Μαρίτσα, Μερίτς ή Έβρος, ο κατά τον Οβίδιο γιος της παγωμένης Ροδόπης και του σκιερού Αίμου, το ποτάμι που κυλάει αδιάφορο για τις ανθρώπινες ονοματοδοσίες και ετυμολογίες (γιατί Μαρίτσα; κανείς δεν ξέρει με σιγουριά), ορίζοντας την συνοριογραμμή, εκτός από το σημείο όπου ξεστρατίζει για την Αδριανούπολη/Εντιρνέ. Κάπου εκεί κοντά βρίσκεται και το Ορμένιο(ν), Τσιορμέν, Τσερνομέν, που δίνει και τον τίτλο στον δίσκο, η βορειότερη κατοικημένη περιοχή της Ελλάδας με τον τελευταίο σιδηροδρομικό σταθμό, επόμενη στάση Σβίλενγκραντ. Το παρελθόν εδώ αποτυπώνεται στην μάχη των ονομάτων, που άλλαζαν από γενιά σε γενιά, πολλές και φορές και μέσα στην ίδια, και όχι μόνο σε άψυχα ντουβάρια και ποταμούς αλλά και σε ανθρώπους, ζωντανούς αλλά και νεκρούς. Και στον ήχο της «γκάιντας που πλησίαζε απ’ το μονοπάτι παίζοντας την ίδια τρεμουλιαστή νότα – ίδιος ο ήχος του χρόνου, αρχαϊκός ασυνείδητος», μας εισάγει στην ροή του ποταμού, σταθερή και αέναη σε ρυθμό, το κομμάτι από την άλλη δονείται στα 6/8, τα όργανα ακόμη κι όταν χωρίζουν σε σόλα, σε παράπλευρα ρεύματα, λίγο παρακάτω επιστρέφουν και ξαναχύνονται μέσα στο μεγάλο ρεύμα του «Μαρίτσα». Κάποιοι ρομαντικοί λένε ότι Μαρίτσα ήταν μια νεαρή κοπέλα που κάποτε πνίγηκε εδώ από ερωτική απογοήτευση…
Λιγότερο δραματική ήταν η έκβαση μιας άλλης ιστορίας πάθους, που οδήγησε τον επίδοξο αγαπητικό να μείνει «πέντε νύχτες όμορφη Βασιλική πέντε νύχτες και ξενύχτες» για να μάθει το όνομά της μόνο, το πρώτο κομμάτι με φωνές στον δίσκο σε επίσης φρενιτιώδη ρυθμό σε έναν σκοπό που διαβάζουμε ότι τραγουδούσαν οι πρόσφυγες από το Καβακλί της Βόρειας Θράκης. Αυτό είναι άλλωστε τα θρακιώτικα στον πυρήνα τους, ρυθμός. Και χορός. Και συλλογικότητα. Μουσική για τα σώματα και όχι για ένα αυτί κριτικού που με προκρούστεια μέσα του ματαιοπονεί να την βάλει σε λέξεις κλεισμένος μόνος σε ένα μικρό αστικό διαμέρισμα. Κάπως ακούγονται λίγο παράταιροι έτσι οι ήχοι από μουσικές φτιαγμένες έξω, στην ύπαιθρο, στην ανοιχτωσιά, στον καθαρό αέρα, κάθε μουσική γαρ έχει τον τόπο και τον χρόνο της, το φυσικό της περιβάλλον (τα εξηγεί ωραία όλα αυτά στο εξαιρετικό βιβλίο του «How music works» ο David Byrne). Όση τεχνική προσπάθεια κι αν έχει καταβληθεί στο στούντιο για να αποτυπωθεί ένα μέρος της ζωντανής αίσθησης, μια προσπάθεια που πράγματι ακούγεται, όντας «άθλος των ηχοληπτών» διαβάζω σε συνεντεύξεις τους.
Κάπως έτσι καταιγιστικά και χορευτικά συνεχίζει και ο δίσκος, περνώντας μέσα από έναν χιλιοπατημένο karşilama δρόμο και φτάνοντας στον «Αναστενάρικο» και τον χορό πάνω στα κάρβουνα. «Οι οργιαστικές δονήσεις πλημμύριζαν ήδη τον μεσημεριανό αέρα», το κομμάτι που θα συνοδεύσει τους πυροβάτες είναι «Ο Κωνσταντίνος ο μικρός» (το μάθαμε πολλοί από τις συλλογές της Δόμνας Σαμίου και φυσικά από τον Χρόνη Αηδονίδη), το οποίο υιοθετήθηκε από τους αναστενάρηδες για κατά βάση άγνωστους λόγους, υποθέτω ο λατρευόμενος άγιος θα έπαιξε έναν ρόλο, αν και το συγκεκριμένο έθιμο, τα «nestinarstvο» κατά την απέναντι πλευρά, η υπονοούμενη λατρεία της φωτιάς και του ηλίου, πάει πολύ πίσω από τον ορθόδοξο χρόνο, «ο χριστιανισμός είναι ένα φύλλο συκής για το αρχέγονο πνευματικό έθιμο». «Δίχως αμφιβολία, κάτω από το αναμμένο θυμίαμα της ορθοδοξίας κρυβόταν η πνοή του παγανισμού». Εδώ τα κρουστά παίρνουν το απόλυτο πάνω χέρι, ο ρυθμός είναι έως ζωτικός για να μην καεί η… πατούσα. Κι αν σε πιάσει η απομαγευτική διάθεση και το εξηγήσεις το φαινόμενο επιστημονικά (με την χαμηλή θερμοαγωγιμότητα του ξύλου), πόσο σε παίρνει να περιγελάσεις την παλιά συνήθεια να διαβάζουν χρησμούς και «να προβλέψουν το μέλλον σε έναν σβώλο κάρβουνου - και από μία άποψη το μέλλον εδώ ήταν πάντα ζοφερό»;
Ο δίσκος θα κλείσει με τον ταιριαστό τίτλο «Ο ήλιος βασιλεύει» (και η μέρα σώνεται»), σε έναν συρτό συγκαθιστό, μην σας παρασέρνει η ονομασία, οι ρυθμοί δεν χαλαρώνουν, η ένταση παραμένει στο κόκκινο, εύκολα τους φαντάζεσαι να συνεχίζουν ακόμη για ώρες, για μέρες, για πέντε νύχτες ακόμη όπως πρέπει σε ένα σωστό γλέντι. Περισσότερο με κορύφωση και υπόσχεση συνέχειας είναι το τέλος, μιας αέναης ροής. Την ίδια ώρα η Κασάμποβα ξαπλώνει κάτω από ένα βράχο που έσταζε «και που στην πραγματικότητα –όταν κοιτάξεις ψηλά- είναι ένα βουνό από ζωντανή πέτρα. Έπλυνα το πρόσωπό μου που άλλαζε στο νερό που δεν αλλάζει ποτέ, τρελό από έρωτα γι’ αυτή τη γη, όπου όλα αρχίζουν με μια πηγή».
Κλείνουμε το βιβλίο και αφήνουμε την τελευταία νότα να πλανηθεί στον χώρο…
Θυμάμαι μικρός είχα διαβάσει Νταίνικεν (ω ναι!), κι από τότε μου έχει μείνει πάντως η ευλογοφανής παρατήρησή του ότι όταν κάποιος πρωτόγονος λαός έβλεπε… διαστημόπλοια εξωγήινων, τα περιέγραφε μέσα στα όρια της γλώσσας που κατείχε με παρομοιώσεις σε οικείες έννοιες (σιδερένια πουλιά π.χ.). Μόνο υπό μια τέτοια οπτική μπορώ να καταλάβω τον προσδιορισμό του έργου ως «θρακική ψυχεδέλεια» (έτσι κι αλλιώς η ψυχεδέλεια τα τελευταία χρόνια έχει χάσει τις συγκεκριμένες της ορίζουσες κι έχει γίνει ένα…. πιπέρι που πέφτει ακόμη και στα λάχανα, το δεν πρόθημα psych έχει σαφώς μεγαλύτερη εμπορική αξία από το απλά traditional, ειδικά για τα κορεσμένα από ήχους δυτικά αυτιά σε αναζήτηση τοπικής obscure γραφικότητας). Κατά μία έννοια, «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», και παρακαλώ ας μην εκληφθεί αυτό ως εντελώς ειρωνικό (ακόμη κι αν βλέπω να γράφονται παρομοιώσεις με… Gotan Project, ή την γκάιντα να οδηγεί μοιραία σε αναφορές στην ιρλανδοσκοτσέζικη παράδοση). Γιατί όχι όμως και τζαζ παρακαλώ; Ή και… κράουτ, τα θρακιώτικα δεν έχουν στον πυρήνα τους έναν… μοτόρικ ρυθμό; Ή και trance (psychedelic και μη); Γιατί όχι; Ο Πιραντέλο δίνει και πάλι την απάντηση. Δεν υπάρχουν οριστικές απαντήσεις στην τέχνη, μόνο ανοιχτά ερωτήματα.
Πέραν των διαφόρων τέτοιων εξ αναφοράς αποτιμήσεων, μένουμε με έναν δίσκο φτιαγμένο με merak, με γνώση και με διάθεση η οποία δεν θέλει μεν να ανατρέψει αλλά επίσης δεν θέλει απλά να λειτουργήσει ως αγωγός παγίωσης μουσικών στερεοτύπων. Και συνόρων. Δεν ξέρω αν υπάρχουν σύνορα στην μουσική. Μας αρέσει, θέλουμε να πιστεύουμε, ότι όχι, και έτσι αρχίζουμε να γράφουμε εκθέσεις ιδεών για το οικουμενικό και το πανανθρώπινο (η ερώτηση, πόσους καλλιτέχνες/μουσικές γνωρίζουμε από τις γείτονες χώρες θα ήταν μια προβοκατόρικη απάντηση). Από την άλλη μια υπηρεσία που προσφέρουν τα κάθε λογής σύνορα, υπαρκτά ή νοερά, είναι η διάθεση υπέρβασης, ακόμη και κατάργησης τους. Έστω και σε πνεύμα ρομαντικό και ουτοπικό…
«Το πνεύμα των Βαλκανίων που επιμένει, φανταστικό και επινοημένο, ανεξάρτητα από ονόματα και επανεγκαταστάσεις. τα ηρωικά, αγαπημένα, ασύνορα Βαλκάνιά μας». «Μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υψωνόταν ένα μακρύ τείχος από συρματόπλεγμα. Από πάνω μου, ένα μοναχικό ροζ φλαμίνγκο ταξίδευε προς τα ανατολικά κράζοντας αισιόδοξα»…