Δε γνωρίζω τι φορτίο θα μπορούσε να σημαίνει για όλους μας ένας ιδανικός κόσμος. Σάμπως θα τον ζήσουμε και ποτέ, στις συζητήσεις μας θα μείνει. Ξέρω όμως, άλλα. Ότι ο φολκ νεραϊδόκοσμος που συμπαθήσαμε όλοι με τη σκλαβωτική των sixties ευγένεια, όταν πάτησε τα τριάντα του είχε στην κυριολεξία μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο: εκεί που η Vashti Bunyan μιλούσε για λιβάδια με γρασίδι και άρμεγμα στην ύπαιθρο, ο David Tibet ήταν χωμένος μέχρι τον λαιμό στη μελέτη του Aleister Crowley.
Κι αυτό που μάλλον ήδη σπάνιζε, βασικά το εσωτερικό ρομάντζο που να συνδυάζει και τα δύο παραπάνω δηλαδή, εξαφανίστηκε όταν οι The Incredible String Band έπαψαν να είναι band. Και χρειάστηκε να παρέλθουν πολλοί χειμώνες μέχρι να έρθει η μαυροντυμένη Marissa Nadler με το εξαιρετικό "The Saga Of Mayflower May" και συντόμως να ακολουθήσουν οι Espers, αφού υιοθέτησαν πρώτα τον ηλεκτρισμό, κι αυτοί με το δεύτερο άλμπουμ τους, για να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Ε, σήμερα θα μας απασχολήσουν οι David και Gillian Chadwick απ' τη Φιλαδέλφεια, όχι τη Νέα, την άλλη της Pennsylvania, που το κοινό επίθετο το απέκτησαν όταν έπεσε η κουλούρα, οι ανθοδέσμες και τα δαχτυλίδια, και που συναθροίζουν ακριβώς αυτούς τους δύο πάνω σ' ένα Jefferson Airplane τραπεζομάντιλο, την Nadler με τους Espers.
Οι τελευταίοι έχουν και πρώτου βαθμού εμπλοκή αφού το "The Door Into Summer" ηχογραφήθηκε στο Hexham Head στούντιο του Greg Weeks και κυκλοφορεί από το δικό του label, την Language Of Stone, που καταφέρνει και τρέχει. Μετά απ' αυτές τις πληροφορίες, το ότι συμμετέχουν εδώ μαζί του κι οι Margie Wienk, Jessica Weeks δεν κινεί καμία περιέργεια.
Οι Ex Reverie έχουν έναν λουλουδάτο ψυχεδελισμό, δεν ξέρω αν έχετε ποτέ πάρει μυρωδιά εκείνα τα αρωματικά στικ που καίνε οι Ασιάτες κοντά στην Ομόνοια, ως τέτοιο να τον φανταστείτε. Και δείχνει ξανά μέσα σε λίγους μήνες ότι αυτή η ομάδα συντελεστών έχει κέφια - είχε προηγηθεί ο δίσκος των The Valerie Project στην Drag City. Για τους Ex Reverie πάντως, αυτό είναι ένα ντεμπούτο που θα τους καθορίσει.
Είχε φτάσει στο νούμερο ένα στη σειρά Grace Slick-ικό ανέβασμά του το εναρκτήριο "Second Son" (ακολουθούν κι άλλα, και κάμποσα ακόμη μέχρι το τέλος του δίσκου) κι αναμασούσα ήδη ότι ο Weeks στην κονσόλα είχε κάνει μαλακία, τη συνήθη όταν υποτιμάς την κατάσταση, βγάζοντας έναν ξερό, απογυμνωμένο ήχο ίδιο κι απαράλλαχτο με αυτούς που ρίχνουν και σέρνουν το αποτέλεσμα στο χώμα. Παραλυμένος απ' την εκτίναξη του "Cedar" αργότερα (όπως και τότε με το "Ys", ούτε που καταλαβαίνεις πώς περνάνε κοντά εννιά λεπτά), είχα αλλάξει πλήρως γνώμη. Σπάνιο φαινόμενο. Αυτή ήταν τελικά η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση της μουσικής πλαστελίνης των Ex Reverie, ώστε να αναδειχθεί η υπόγεια πλευρά τους, να ριχθεί φως στα κοίλα σημεία τους. Ανορθόδοξο, αλλά έξυπνο και με ρίσκο, το αναγνωρίζω.
Επανάπαυση στο "The Door Into Summer" δεν υπάρχει. Τουναντίον, το κουμαντάρει μία διαχρονική "δύναμη" που οδηγεί τα πράγματα σε σαφή συμπεράσματα. Με σταθερό πάτημα στο γκάζι και χέρι που ελέγχει το τιμόνι απ' τα πρώτα μέτρα του δρόμου μέχρι το τέλος του. Οι Ex Reverie έδωσαν ένα δίσκο που σταγόνα σταγόνα φτάνει στη δική του μυθολογική πληρότητα. Κρίμα που ο Albert Hofmann, αυτός που συνέθεσε πριν απ' όλους το LSD, μας άφησε πλήρης χρόνων στα τέλη του προηγούμενου μήνα. Τώρα θα του λέγαμε ότι βρήκαμε άλλο ένα όψιμο πειστήριο για το τι μπορεί να κάνει το εφεύρημά του. Τουλάχιστον...