Η πρώτη ενθουσιώδης (πλην σκωπτική ως προς την λειτουργικότητα του εν λόγω δίσκου άνευ ψυχοτρόπων ουσιών μη αποκλειόμενης της ταπεινής αλκοόλης) παρουσίαση του Debt Dept αγνοείται μεταφερόμενη από PC σε PC και από USB σε USB. Επίκεντρο πάντως αυτής υπήρξε η ιδέα ότι οποιαδήποτε νηφάλια ακρόαση του δίσκου είναι απολύτως ανώφελη ως προς τη δυνατότητα κατανόησής του.
Ας το πάρουμε λοιπόν από εκεί που το ξεκινάει ο Πάνος Πανότας μιλώντας για την μοναξιά του ηλεκτρονικού πειραματιστή με αφορμή και το άλμπουμ του Subheim. Ακούγοντας ξανά και ξανά το ντεμπούτο άλμπουμ των Excepter στην Paw Tracks (των Animal Collective) και με βεβαιωμένη αφορμή τα κενά που υπογραμμίζουν την ηχητική του διάσταση και την λιτότητα/ επαναληπτικότητα των κατά μονάδες επιλεγόμενων εκφραστικών μέσων, αναρωτήθηκα αρκετά (καλά δεν τρελάθηκα κι όλα...) αν θα μπορούσαν όλα αυτά να είχαν γεννηθεί, γραφεί, ηχογραφηθεί κ.ο.κ. από έναν και μόνο άνθρωπο, και όχι από μία ημι-κολεκτίβα μελών που πηγαινοέρχονται σε ένα ρευστό band line up από το 2003 μέχρι σήμερα.
Κοινώς... πόσοι από δαύτους χρειάζονται τελικά για να ανάψουν μια λάμπα; Και μήπως υπάρχουν μερικοί που όντως προσποιούνται ότι γυρνάνε το τραπέζι;
Πατώντας στη γραμμή που εγκαινίασε προαιώνια ο John Lydon ιδρύοντας την αυτοκρατορία της ντίσκο του θανάτου, οι Excepter μετά από χρόνιες προσπάθειες καταθέτουν μια απολύτως ολοκληρωμένη άποψη περί του τι εστί death dance electronica. Είτε παραπατώντας σε τσακισμένες hip hop λούπες, είτε αφήνοντας την πάντοτε λειτουργική κοινωνία των μουγκρητών και των συχνοτήτων να κάνει απερίσπαστη τη δουλειά της.
Θεωρητικά το τραγούδι που συνοψίζει το όλο νόημα του άλμπουμ, αλλά και της υπάρξεως του γκρουπ, είναι το Greenhouse/ Stretch, που ξεκινάει ως ενοχλητικά κολλημένο video game για να καταλήξει σε ένα λοβοτομημένο τετράστιχο που δεν θα άφηνε ασυγκίνητους τους Run DMC κατά την εποχή των σπιτικών παραγωγών. Αμέσως μετά από αυτό, οι almost horror διαστάσεις του Walking Through φαντάζουν σχεδόν γραφικές.
Σε όλη αυτή την δυνητική προσπάθεια αναίρεσης των αναφορών τους, οι Excepter στηρίζουν πολλά στις εναλλακτικές μεθόδους μείξης του υλικού τους, στο ότι δηλαδή αντί να είναι τα φωνητικά στη θέση του σέντερ φορ, κάθονται στην άμυνα και το sequencer παίζει δεκάρι ελεύθερο και φουνταριστό κ.λπ. Κάποτε οι Stereolab προσπαθούσαν να μας διδάξουν τα περί στερεοφωνίας, αλλά το μόνο που έμεινε και από δαύτους είναι ένα brit punk anthem με γαλλική ούγια.
Ομοίως θα έπρεπε να ασχοληθείτε επαρκώς και με τους "τραγουδιστικούς" διαλόγους, που θα μπορούσε κανείς να τους παρομοιάσει με χορό αρχαίας τραγωδίας καθώς ανταλλάζουν απόγνωση και συναγωνίζονται σε παρακμή η μία φωνή απέναντι στην άλλη, καλεσμένοι και μόνιμα μέλη, αρχηγοί και εντολοδόχοι. Μακριά από εμάς βέβαια αυτές οι παρομοιώσεις.
Υπάρχει ένα κόλπο που πιάνει πάντα με αυτούς τους δύστροπους δίσκους. Φανταστείτε ότι οι Excepter είναι το απόλυτο mainstream. Ότι ξεπουλάνε τρεις νύχτες στο συγχωρεμένο το Λυκαβηττό μέσα σε λίγες ώρες, την ώρα που ο James Blunt παλεύει να αναδειχθεί στα ζόρια του underground. Η συναυλία κοντεύει να φτάσει προς το τέλος της και αγωνιάτε καθώς ακόμη δεν έχει ακουστεί το απόλυτο hit, το anthem, το τραγούδι που σας άλλαξε τη ζωή, το ringtone του κινητού σας.
Με φόντο ένα αισθητικά άθλιο old-school ολόγραμμα, τέσσερις πέντε ημι-γότθοι παλιάτσοι με ενδυματολογικό εξοπλισμό της φθήνιας διακοσμούν τη σκηνή με πλαστικές νεκροκεφαλές και ακόμη πιο πλαστικά κόκκινα τριαντάφυλλα και κοάζουν "Kill People... Kill People... Kill People..." Για πέντε συνεχόμενα λεπτά πάνω στον ίδιο και απαράλλαχτο ρυθμό με μία μελωδία που δεν προλαβαίνει ποτέ να γεννηθεί.
Το απόλυτο haunted σουξέ λίγο πριν ξεκινήσει η λαϊκή ώρα και αφού τελείωσε το χορευτικό πρόγραμμα;
Ξυπνάς ιδρωμένος και πίνεις το νερό που προνοητικά είχες αφήσει στο κομοδίνο; Ή μήπως γυρνάς πλευρό και ήσυχος κοιμάσαι με το απόλυτα σαρδόνιο χαμόγελο να μην σε εγκαταλείπει μέχρι το πρωί;
Ποιο είπαμε ότι ήταν το αρχικό επί του άλμπουμ ερώτημα; Όχι. Η αναρχία δεν υπήρξε ποτέ ατομικό άθλημα!