"Χωρίς φυσικά να πέσουμε στην παγιδευτική εντεχνίλα, τον εγχώριο καρκίνο. Όλα καλά;" - Πάνος Πανότας 2008
"Το έντεχνο, όπως το μάθαμε την περασμένη δεκαετία, δεν υπάρχει. Η αντιπροσωπεία έκλεισε." - Μιχάλης Χατζηγιάννης 2004
Οι "έντεχνοι" και το "έντεχνο" που με τέτοιο θράσος βγαίνεις και φτύνεις, αυτοί οι ίδιοι είναι που ανοίξαν το δρόμο της συναυλίας και των μεγάλων ακροατηρίων. Αυτοί υπερασπίζονται εδώ και είκοσι τόσα χρόνια το ελληνικό τραγούδι και την αξιοπρέπεια του δημιουργού, αν αυτά σου λένε κάτι. Σε τι σε πείραξε εσένα άραγε το "έντεχνο" (όπως το ονομάζουν οι διάφοροι αγράμματοι); - Πάνος Κατσιμίχας 2004 (απάντηση στα υπό του Χατζηγιάννη λεχθέντα και όχι προφητική επίθεση προς τον Πανότα)
Εσείς με ποιον είστε; Ή έστω... μπορείτε να βγάλετε άκρη για το ποιος είναι με ποιον στην ως άνω τριμερή ένταση. Τι είναι τέλος πάντων αυτό το "έντεχνο" ελληνικό τραγούδι;
Ως μουσικό ιδίωμα που εξυπηρετεί τους πάντες και ταυτόχρονα αποκηρύσσεται από τους πάντες να το εκλάβετε. Κάτι σαν το καθ' ημάς goth. Η Siouxsie, o Robert Smith και οι Bauhaus απελπισμένα κραυγάζουν αιωνίως ότι δεν είναι γότθοι (αλλά δεν επιστρέφουν τα "μαύρα" λεφτά!). Κάπως έτσι οι Κατσιμιχαίοι, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και ο Σωκράτης Μάλαμας θεωρούν ότι τους βρίζεις αν τους αποκαλέσεις έντεχνους (εισπράττοντας παράλληλα μια χαρά το αντίτιμο της "μιζέριας").
Ο όρος προφανώς εφευρέθηκε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες όσων ήθελαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από το κυρίως ρεύμα του ελληνικού τραγουδιού, που είτε είναι ένα κακώς εννοούμενο μαζικά λαϊκό μόρφωμα, είτε ένα κατεργασμένο λαϊκο-πόπ έκτρωμα, στον αυτό κάδο θα σε καταλήξει. Και μέχρι εδώ είναι θεμιτή η χρήση του.
Πόσο έντεχνος όμως είναι ο στίχος "ζηλεύω το μικρό σου το γατί / στα πόδια σου πλαγιάζει όταν διαβάζεις"; Πόσο έντεχνα είναι τα Τζόνι τα Μαύρα που στην Γαλάνη τα πληρώνεις περισσότερο από ό,τι στον Μακρόπουλο; Πόσο έντεχνοι είναι όλοι αυτοί που βαράνε προσοχές μπροστά στο μεγαλείο της αυθεντικής φωνής του Πασχάλη Τερζή και δεν τολμούν να πουν ότι πρόκειται για ένα σκυλά τρίτης κατηγορίας, του οποίου το "ακατέργαστο" τους επέτρεψε να τον χρησιμοποιούν ως όχημα για να γλύψουν τα κοκαλάκια από τα έσοδα των λουλουδιών που μέχρι τότε έλειπαν από τις δικές τους πίστες;
Μπορώ να σας βρω τον βασικό υπεύθυνο για το ότι ο παρών δίσκος δεν είναι αριστούργημα, ενώ εμπεριέχει όλα τα στοιχεία ενός αριστουργήματος. Ο Θάνος Μικρούτσικος: το 1986 συνεργάστηκε με την για πρώτη φορά όχι Χαρούλα αλλά Χάρις Αλεξίου και κυκλοφόρησαν το άλμπουμ "Η Αγάπη Είναι Ζάλη"..., καταδικάζοντας όλο το επερχόμενο ελληνικό τραγούδι σε μία καταστροφική ενορχηστρωτική τακτική. Ενορχηστρώσεις που δανείζονται αύρα από το κυρίως ρεύμα του ιταλικού τραγουδιού, επιτρέπουν σε ίχνη μόνο ανατολικής ελληνικότητας να τις διαπεράσουν και πάνω και πέρα από όλα υπηρετούν την μία και μόνη θεότητα: την ηλεκτρική μπαλάντα (μπρρρ...).
Οι στίχοι του Γεράσιμου Ευαγγελάτου είναι υπεράνω κριτικής. Αλφαβητικά μεν, αλλά και δικαιωματικά κατ' εμέ, αναφέρεται ως ο πρώτος των δημιουργών. Πρωταρχικό ατού το ότι δεν καταφεύγει σε κανενός είδους κραγμένη ποιητικότητα για να υποστηρίξει ό,τι έχει να πει. Από την άλλη, αποφεύγει την καινοφανή συνθηματολογία της σχολής Τριπολίτη και των συνεχιστών αυτού. Καταγράφει ως επί το πλείστον συναισθήματα και με περιφερειακό τρόπο κοινωνιολογικά ζητήματα στο πλαίσιο ενός όμορφα απλουστευμένου, γραμμικού, σχεδόν λαϊκού λόγου. Με τρόπο που άμεσα μιλάει και γίνεται κατανοητός στον καθένα. Αλλά αποκαλύπτει περισσότερα σε όποιον αντιλαμβάνεται καλύτερα από ό,τι ο καθένας.
Δύο παραδείγματα: η αφήγηση του αποχαιρετισμού στο "Αλεξάνδρας". Χωρίς τη χρήση περιττών επιθετικών προσδιορισμών, χωρίς παράλογες μεταφορές, χωρίς σχηματικές υπερβολές. Σχεδόν μονότονη... στα όρια της δημοσιογραφικής αφήγησης των παλιών καλών ρεπόρτερ των εφημερίδων. Ένα υπερευαίσθητο τραγούδι γραμμένο με τη λογική ενός δελτίου του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων. Απόλυτα εύστοχο ως εύρημα... τόσο αυταπόδεικτα ορθό που απορείς γιατί δεν το κάνουν όλοι.
Στο "Εν Λευκώ" με μία σχεδόν ανεπαίσθητη προσποίηση προσπερνιέται η μανιέρα του κοινωνικού τραγουδιού του τύπου "Κι εσύ Ελένη/ Και Κάθε Ελένη/ Της Επαρχίας/ Της Αθήνας..." και λοιπές σαχλαμάρες. Βοηθάει το πρώτο πρόσωπο, ενισχύει η απάθεια των λεγόμενων που αγγίζουν τα όρια ενός εξανθρωπισμένου μηδενισμού. Η κραυγή στο τέλος θα μπορούσε να απουσιάζει, αλλά υποθέτω δεν ανήκει στο πεδίο ευθύνης του στιχουργού.
Η ερμηνεία της Νατάσσας Μποφίλιου είναι όντως ισχυρή, στιβαρή και συναισθηματική, όπως αναφέρουν τα δελτία τύπου για το δίσκο. Από την άλλη, όμως, φέρει το βάρος αναφορών σε γυναικείες ημεδαπές φωνές τις οποίες πολύ θα θέλαμε να μην ξανακούσουμε ποτέ. Και κατά συνέπεια φέρει το βάρος της υποχρέωσης για άμεση απεξάρτηση από αυτές. Στα ίδια πάλι τραγούδια που αναφέρονται παραπάνω, η Μποφίλιου επιλέγει τη δωρικότητα από την πολυχρωμία και τότε είναι που κερδίζει τις απαιτήσεις των ακροατών και όχι που υποτάσσεται τις ανάγκες των ακροατηρίων.
Στην μετρημένη οργή του "Εν Λευκώ" η φωνή της ξεπερνάει τις Γαλάνες, Πρωτοψάλτες και τους λοιπούς επιτρόπους και προστάτες της ελληνικής μουσικής, και πάει και στέκεται δίπλα στην τελευταία αιρετική φωνή αυτής, την Μαρία Δημητριάδη.
Ό,τι είχα να πω για την αισθητική της μουσικής άποψης, αλλά και την επιλογή της ενορχηστρωτικής γραμμής του δίσκου, το είπα με αυτό τον μακροσκελέστατο πρόλογο που ίσως και να σας εμπόδισε να διαβάσετε μέχρι εδώ.
Ο Καραμουρατίδης δυστυχώς "δολοφονεί" την κατά τα άλλα εύστοχη αισθητική του (η οποία κάπου πλανάται απροσδιόριστα και μισοπεθαμένη στον αέρα του δίσκου) με εγκλήματα που βαρύνουν άλλους και αμαρτίες δασκάλων που επιτέλους πρέπει να πάψουν να παρενοχλούν τους μαθητές. Θα μπορούσε να μετατρέψει το "Μη Μ' Αγαπάς" σε ένα παιχνιδιάρικο pop τραγουδάκι και αντ' αυτού επιλέγει την αλά Πορτοκάλογλου προσέγγιση σε οποιαδήποτε γυναικεία φωνή πέσει στο εργαστήριό του. Προσέξτε όμως, πόσο εύστοχα αρνείται να αλλάξει την τονικότητα λίγο πριν το ρεφρέν. Καλό θα ήταν η τόλμη να μην αποτελεί εξαίρεση στις επιλογές του λοιπόν.
Μέσα σε όλο αυτό το ιδεολογικό και αισθητικό μπέρδεμα, το "Μέχρι Το Τέλος" είναι ένας δίσκος που με όμορφο τρόπο δίνει στο ελληνικό τραγούδι την ευκαιρία να στηριχτεί σε δημιουργούς οι οποίοι έχουν να δώσουν και όχι να διεκδικήσουν. Περιέχει τραγούδια που ακούγονται ικανά να αρνηθούν τη λογική της ημερομηνίας λήξης και μετουσιώνει την έννοια της παρέας των δημιουργών στο πραγματικό της νόημα, που δεν είναι ασφαλώς αυτό της κραουνακικού τύπου ομάδας, που έρχεται να σαρώσει τα πάντα με προσβλητικά κραγμένες μεθόδους, αλλά των ιδανικών εκείνων μονάδων που εξυπηρετούν σε σύμπραξη έναν τελικό σκοπό και όχι ένα υποχθόνιο μέσο.
Σε εποχές που οι "σημαντικοί" Έλληνες τροβαδούροι αλληλοσφάζονται για το ποιος θα πρωτοπαίξει πιάνο, λαούτο ή μπαλαλάϊκα στην ονομαστική γιορτή της Νατάσσας Καραμανλή, τρεις δημιουργοί που δείχνουν τουλάχιστον ικανοί να φύγουν εκτός γραμμής δεν είναι δα και μικρό πράγμα.