Rebirth
Είναι δύσκολο έως και αδύνατο να βγάλει κανείς άκρη με το τι τρέχει στο Νησί με το Brexit. Μήπως να ακούσουμε λοιπόν κανέναν ...δίσκο; Του Αντώνη Ξαγά
Βρέχει(τ)… δίσκους τελευταία. Κλεμμένο το λογοπαίγνιο από τον αγαπητό φίλο Techie Chan, και λίαν επίκαιρο βεβαίως, όσο το σίριαλ του Brexit προσθέτει διαρκώς νέα sequel επεισόδια σε ένα ήδη ξεχειλωμένο σενάριο (είμαστε στην 3η σαιζόν πια), σαν ένα διαζύγιο μιας κακής εξαρχής παντρειάς, η οποία έγινε μάλλον με το ζόρι, πέρασε μετά κάμποσες δεκαετίες τεταμένης κρεβατομουρμούρας και τώρα, μέχρι να φτάσει στην αποδοχή, θα πρέπει να περάσει από όλα τα κατά την Kübler-Ross στάδια του πένθους: άρνηση και σοκ («όχι δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν»), την οργή (μου ‘φαγες τα καλύτερα μου χρόνια, να δεις τι θα πάρεις τώρα, τι κακό σε περιμένει), θλίψη και εσωστρέφεια (εμείς που κάποτε είχαμε μια αυτοκρατορία στην οποία δεν έδυε ο ήλιος και τώρα νοσταλγούμε στην επιστροφή στο Village Green), όσο λοιπόν τραβάει η ιστορία με την κάθε νέα κρίσιμη ψηφοφορία να φέρνει μια νεότερη κρισιμότερη, και μια ολοένα μετατιθέμενη προθεσμία (τύφλα να έχει η ελληνική …εφορία) και ούτω καθεξής, τόσο θα πληθαίνουν και οι δίσκοι και τα τραγούδια που θα ασχολούνται με αυτό, πολλοί είναι οι καλλιτέχνες που αισθάνονται ότι οφείλουν να καταθέσουν μια φωνή και μια άποψη, με την συντριπτική πλειονότητα να προέρχεται από το στρατόπεδο όσων ψήφισαν κατά (ή δεν ψήφισαν καν, και τώρα τραβάνε τα μαλλιά τους). Και αν δεν λείπουν τα κινδυνολογικά-τρομολαγνικά άρθρα και στον χώρο της μουσικής (βλέπε π.χ. άρθρο του Guardian με τίτλο «How Brexit will hurt British music»), από μία άποψη το Brexit δρα …τονωτικά στην καλλιτεχνική έκφραση.
Έτσι δεν λείπουν οι αξιόλογες προσπάθειες (όπως αυτή των The Good, the Bad & the Queen), δεν λείπουν και οι φιλόδοξες (σαν του wannabe «Voice of the Nation» Dave), δεν λείπουν ασφαλώς και οι μετριότατες (όπως η επανεμφάνιση του Billy Bragg με το «Full English Brexit» - με στιχουργικό ενδιαφέρον πάντως), ωστόσο δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει κανείς την άνθηση του λεγόμενου «πολιτικού τραγουδιού» στο Νησί, και λέτε άραγε τα χρόνια της Τερέζας να αποδειχτούν τόσο γόνιμα για την καλλιτεχνική πολιτικοποίηση όσο εκείνα της Θάτσερ, η οποία Μάγκυ υπήρξε σχεδόν …χορηγός της άνθησης της εναλλακτικής σκηνής στο Νησί (προς άρση παρεξηγήσεων: όχι όπως Ελλάδα, μεταφορικά το εννοώ). Ίσως να μην λείψουν και τα σχόλια με δόση (ελαφρώς άδικης) ειρωνείας, για τα μπουκωμένα και χαζοχαρούμενα χρόνια του Τόνι και του οράματος της Cool Britannia, αλλά έτσι είναι η πολιτική, σε εκδικείται όταν την αφήνεις και πάντοτε επιστρέφει, ακόμη και μετά από αυτάρεσκες διακηρύξεις για το «Τέλος της Ιστορίας» και την υπέρβαση των παλιών διαχωριστικών γραμμών και άλλα τέτοια μεταφυσικά. Γιατί εν τέλει, πέρα από την πρόσκαιρη αναμπουμπούλα του Brexit, ενός κλασικού πολιτικού θέματος μη-θέματος στην πραγματικότητα, σχεδόν αποκλειστικά για την φοβισμένη για την ευζωία της μεσαία τάξη, το «λαϊκίστικο» καζάνι έτσι κι αλλιώς έβραζε (θυμάται π.χ. κανείς τις φοιτητικές εξεγέρσεις του 2011;), η ψαλίδα των ανισοτήτων άνοιγε, οι στατιστικές κατέγραψαν 14 εκατομμύρια ανθρώπους κάτω από το όριο της φτώχειας, και οι διακρίσεις άνοιξαν ζητήματα ταυτοτικά και πολιτισμικά, που μεταξύ άλλων έστειλαν ένα σωρό αγγλόπουλα της working glass να αναζητήσουν το νόημα στα τζιχάντια.
Με ή άνευ Brexit πάντως, όλα αυτή η κοινωνική αναστάτωση δεν γίνεται να μην αποτυπωθεί και στην μουσική, κάποτε κάπως έτσι ξεπήδησε και το πανκ (πολλοί ιστορικοί συσχετίζουν την εμφάνιση του με την τότε δριμεία οικονομική ύφεση, που κορυφώθηκε με τον διαβόητο χειμώνα που αποκλήθηκε Winter of Discontent), σήμερα βέβαια το πανκ είναι ουσιαστικά η μουσική του …μπαμπά, και τον πρώτο λόγο ως νεανικά εκφραστικά εργαλεία έχουν τα λαπιτόπια και τα ηλεκτρονικά μαραφέτια και όχι τόσο οι κιθάρες (ειδικά αν έχουν ρηχό συνθηματικό λόγο, συγγνώμη Idles).
Αν κάτι πάντως δεν έχει αλλάξει από τότε που οι Sex Pistols σόκαραν την αγγλική κοινωνία με το «God save the queen» είναι η …ίδια η βασίλισσα, η πολυανθεκτική Ελισάβετ και τα καπέλα της, σήμερα κανείς δεν ταράζεται επειδή μια τύπισσα την αποκαλεί κοτζάμου Μεγαλειοτάτη «Λίζυ» (και μεταξύ μας κανείς δεν ασχολείται με την βασιλική οικογένεια εκτός των αργόσχολων ηδονοβλεψιών αναγνωστών κίτρινων σελίδων). Όπως συμβαίνει στον δίσκο αυτής της νεοεμφανιζόμενης Farai, Farai Bukowski-Bouquet, όπως είναι το πλήρες της όνομα, γέννημα της Ζιμπάμπουε (της παλιάς Ροδεσίας, όπου οι Βρετανοί άποικοι άφησαν αιματηρή την σφραγίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού) αλλά θρέμμα του χωνευτηριού του νότιου Λονδίνου, με την ίδια της τη ύπαρξη να φωνάζει για τον πλούτο της μετα-μεταναστευτικής πολυπολιτισμικότητας (και ο συνεργάτης της στον δίσκο αυτό, ο παραγωγός Toy, είναι Ουαλλός με ρίζες στην αφρικανική Γουινέα).
Και τα λέει και τα φωνάζει και τα χώνει προς πάσα κατεύθυνση στο “Rebirth” η Farai. Σε ρόλο χρονικογράφου της εποχής και της χώρας έχει και κομμάτι «This is England» (υποθέτω μια άμεση αναφορά στο εχμμ βίντεο κλιπ του Childish Gambino, και ουχί στο «Αυτή είναι η Ελλάδα» που είχε πει μια ψυχή κάποτε). Ανάμεσα σε μπασογραμμές και τα αναλογικά συνθετικά περάσματα, καταγράφουμε ιοβόλες φράσεις, «Theresa May, do you know how it feels to count days and hours till payday?», «Opinions are not facts», «Bankers are gangsters», από το στόχαστρο της όμως δεν ξεφεύγουν και οι πανκς της …σαμπάνιας (κατά το «αριστερά του χαβιαριού»;), τα poor rich boys με τα «First World Problems» και την κομφορμιστική τους εναλλακτικότητα (δεν είναι τόσο οξύμωρο όσο ακούγεται!).
Κι επειδή (όπως το μάθαμε ήδη και από το πανκ) η οργή ως κινητήριο καύσιμο δεν αρκεί για μια καλλιτεχνική έκφραση, ο δίσκος που έχει φτιάξει η Farai έχει αφηγηματικό ρυθμό (τύφλα να ‘χουν οι Sleaford Mods), εξυπηρετείται από ένα σωρό παραδοσιακά είδη, έχει και post-punk, και electronica, και dubstep και grime (ναι είναι πλέον παραδοσιακά και αυτά) και hip-hop, και εν τέλει ακούγεται συμπαγής και δεμένος μέσα στην πλουραλιστική του ομοιομορφία (δεν είναι τόσο οξύμωρο όσο ακούγεται!).
Κι αν (όπως το μάθαμε ήδη και από το πανκ) η μουσική, η Τέχνη γενικότερα, δεν αλλάζει τον κόσμο, ωστόσο πέρα από την θεραπευτική ισχύ που μπορεί να έχει σε προσωπικό επίπεδο (η ίδια η Farai ομολογεί ότι την βοήθησε καθοριστικά να συνέλθει από έναν νευρικό κλονισμό), είναι πάντοτε εκεί για να βάζει το δάχτυλο στις πληγές, να καθορίζει την αισθητική των συγκρούσεων αλλά και τον τρόπο που τοποθετεί κανείς τον Εαυτό του στην Εποχή του και στην Κρίση της. Γιατί η Κρίση στην πραγματικότητα δεν τελειώνει ποτέ, είναι πανταχού παρούσα, η ίδια η Ζωή είναι μια διαρκής Κρίση, από κάθε άποψη…