Gandhi Loves Children
Τίτλος αναθεωρητικών ιστορικών στοχεύσεων, περιεχόμενο ανορθόδοξα φιλόδοξων βλέψεων, και η διεθνής κριτική έχει μπει σε modus υπερβολής. Θα συντονιστεί σε αυτό και ο Χάρης Συμβουλίδης;
Νέες δυνάμεις σε ένα πολυπληθές χιπ χοπ underground που αρνείται να κοιτάξει προς trap και drill κατευθύνσεις, ο MC Fatboi Sharif και ο beatmaker Roper Williams μοιράζονται μια καταγωγή από το Νιού Τζέρσεϊ, αλλά και την επιθυμία της καλλιτεχνικής ανόδου. Και κάποιοι τουλάχιστον απ' όσους αρθρογραφούν για τον χώρο στην Αμερική πιστεύουν αρκούντως σε αυτούς –ο Max Bell του Spin, για παράδειγμα, έγραψε για τον Fatboi Sharif ότι «είναι ένας από τους λαμπρότερους και πιο παράξενους ράπερς» των καιρών μας.
Λίγα πάντως από τούτα τα κολακευτικά αντανακλώνται πραγματικά στο Gandhi Loves Children, που με το καλημέρα του τίτλου έρχεται να τη χαλάσει σε όσους φαντάζονται τον Μαχάτμα Γκάντι ως άσπιλο δείγμα του ανθρώπινου είδους –υπενθυμίζοντας κάποιες ροπές του οι οποίες μοιάζουν επικίνδυνα με εκείνες του Michael Jackson. Το άλμπουμ, βέβαια, έχει κυκλοφορήσει ήδη από τον Οκτώβριο του 2020. Φέτος όμως συμπληρώθηκε και ουσιαστικά ανασχεδιάστηκε, οπότε η πλήρης και οριστική μορφή εκπροσωπείται από την παρούσα deluxe edition με τα 17 κομμάτια. Τα οποία ίσως δημιουργούν την παραπλανητική εντύπωση μιας μακροσκελούς δουλειάς, ενώ κανένα δεν φτάνει τα 3 λεπτά διάρκειας: αρκετά μάλιστα κινούνται κάτω και από 2 λεπτά.
Αν και ο δίσκος είναι προϊόν στενής συν-δημιουργίας, φαντάζει δύσκολο να μην ξεχωρίσεις τον Roper Williams ως εκείνον που αναδεικνύεται περισσότερο από την εμπειρία της ακρόασης. Οι λιτές, εσκεμμένα υποφωτισμένες παραγωγές του προσφέρουν σταθερή ραχοκοκαλιά στους στίχους και στις ρίμες του Fatboi Sharif. Παρά επίσης την old school κατεύθυνσή τους και την εμφανή τους αδιαφορία για τα ναρκοληπτικά beats ή για τις τεχνικές της mumble rap επικαιρότητας, παρουσιάζονται γεμάτες ψήγματα ιδεών, που στην πλειονότητά τους αποδεικνύονται λειτουργικές.
Μάλιστα, όσοι γνωρίζουν κι άλλα έργα του, θα διαπιστώσουν ότι, ενώ στηρίζεται κι εδώ σε χαλαρά, καταπραϋντικά beats, διαφοροποιεί συνάμα τον τρόπο που συνήθως δουλεύει, ξανοιγόμενος λ.χ. και σε διαφορετικές εντάσεις ή/και σε πιο «σκοτεινές» ατμόσφαιρες. Κάτι που οδήγησε ορισμένους κριτικούς να κάνουν λόγο για horrorcore επιρροές στο Gandhi Loves Children. Και είναι αλήθεια ότι προς τα εκεί πάει το μυαλό σου σε μερικά εξέχοντα σημεία σαν π.χ. το "White Noise" ή το "Murder Them". Θεωρώ όμως ότι η όποια ομοιότητα προέκυψε τυχαία, από την άποψη ότι δεν επιδιώχθηκε συνειδητά κάποια αξιοποίηση της παρακαταθήκης των Gravediggaz.
Ο Fatboy Sharif, από την άλλη, είναι αυτός που χαλάει την όλη εμπειρία –τόσο στιχουργικά, όσο και ως MC. Ενώ δηλαδή επιθυμεί να φανεί ιδιαίτερος και στα δύο μέτωπα, καταλήγει να αποτιμάται ως «λίγος». Από μένα τουλάχιστον, καθώς προσωπικά δεν συνάντησα στο Gandhi Loves Children τον χαρισματικά ανορθόδοξο ράπερ που σκιαγραφεί ο προαναφερθείς Max Bell ή κάποιοι ακόμα Αμερικανοί δημοσιογράφοι. Το flow του εντυπώνεται αρκετά μονότονο και συχνά, παρά την αδιαμφισβήτητη ενέργεια την οποία επενδύει, ακούγεται σαν να απαγγέλει απλώς τους στίχους. Ίσως το γνωρίζει και ο ίδιος, οπότε σε πολλές περιπτώσεις προσπαθεί να θέσει σε πρώτο πλάνο τη χροιά του, που στις εξάρσεις της διαθέτει κάτι από Busta Rhymes.
Αλλά το σχέδιο δεν πολυδουλεύει. Κοντράρει όντως ωραία τον L.I.F.E. Long στο γεροδεμένο "The Cure For Amoxicillin", αλλά όταν έρχονται καλεσμένοι στο μικρόφωνο συνήθως κλέβουν την παράσταση: ο YL στο στοχαστικά μελωδικό "Fly Pelican", για παράδειγμα, ή ο Pootie στο "White Noise". Έτσι, ως αληθώς αξιοσημείωτες ολόδικές του στιγμές αναδεικνύονται εν τέλει μόνο το "Smithsonian" –διόλου τυχαία επενδύθηκε και με επίσημο βιντεοκλίπ– και το "Nasty Man", όπου τον ακούμε να μπαίνει εντυπωσιακά με εκείνο το θυελλώδες «My sanity/ manipulated like Christianity». Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει και στο ζήτημα της στιχουργικής, όπου ο Fatboy Sharif επιδιώκει να εντυπωσιάσει με μια γραφή που υπαινίσσεται μπόλικη ίντριγκα καθώς εμπλέκει γνωστά ονόματα με ρίμες που όχι μόνο δεν περιμένεις, μα ενδεχομένως να δημιουργούν και άβολα συναισθήματα.
Δεν είναι δηλαδή μόνο το προαναφερθέν «Gandhi loves children» –το οποίο, εκτός από τίτλος του δίσκου, αποτελεί και μέρος των στίχων στο "Tragic"– αλλά και η παράδοξη διπλή επίκληση του "I'm Buggin’" στον Malcolm X και στον κατά συρροή δολοφόνο Jeffrey Dahmer, σίγουρα δε κι εκείνο το «With your booboo achin' from the Zulu Nation» ("Nasty Man"), που θίγει τους ισχυρισμούς περί Afrika Bambaata και σοδομισμού ανήλικων αγοριών. Έντονες αποτυπώνονται επίσης διάφορες κινηματογραφικές αναφορές: ακούμε π.χ. για χαμένες συνεντεύξεις από βρυκόλακες, αντιστρέφεται η πλοκή του διαβόητου φιλμ Plan 9 From Outer Space (1957), ενώ ο Dr. Loomis από το ορίτζιναλ Halloween του John Carpenter (1978) κάπως εμπλέκεται με μια αναφορά στον μυστηριώδη φόνο της JonBenét Ramsey (1996).
Όλα αυτά, εντούτοις, συρράφονται άγαρμπα. Και δεν αποτελούν αντανάκλαση της αποσπασματικότητας της σύγχρονης pop culture ή της ιντερνετικής εξοικείωσής μας με τη dt μετάβαση από το ένα στο άλλο, μα ένα παιχνίδι του Fatboy Sharif και του Roper Williams με τις διασυνδέσεις που μπορεί να αποκτήσει η πραγματικότητα –παράδοξες για τους περισσότερους από μας, λογικότατες για τα δικά τους μυαλά, όπως παραδέχεται ο ράπερ σε συνέντευξή του σε περσινό podcast. Εκείνοι λοιπόν το διασκέδασαν, εμείς όμως μένουμε με ένα αχρείαστα μπερδεμένο στιχουργικό κουβάρι, στο οποίο δεν υπάρχει τελικά τίποτα το συνεκτικό ή άξιο λόγου για να ξεμπερδευτεί.
Συμπερασματικά, ενώ υπάρχουν πράγματα να κρατήσεις, το Gandhi Loves Children δεν συνιστά κάποιου είδους αποκάλυψη για τα χιπ χοπ πράγματα των ημερών μας. Επί του παρόντος γράφονται πολλές αβάσιμες υπερβολές για το πολυεπίπεδο παιχνίδι των στίχων του με το μακάβριο ή για το ερμηνευτικό ταλέντο του Fatboy Sharif, μένοντας δίχως δικαίωση. Ότι κάτι συμβαίνει, ας πούμε πως είναι δεκτό. Αλλά ότι έχει και ιδιαίτερη σημασία, αυτό χρήζει καλύτερης τεκμηρίωσης, που να εδράζεται σε ένα σαφώς ανώτερο άλμπουμ.