Fear fun
Ο πρώην ντράμερ βγάζει προσωπικό δίσκο και οι υπόλοιποι τρώνε τη σκόνη του. Του Άρη Καραμπεάζη
To όγδοο (ή έβδομο με διαφορετικά κριτήρια μέτρησης) προσωπικό άλμπουμ του Josh Tillman δεν είναι το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ.
Και όμως η παραπάνω φράση, καίτοι έχει πολλές πιθανότητες να ανακηρυχθεί η πιο ηλίθια φράση με την οποία έχει ποτέ ξεκινήσει η παρουσίαση ενός δίσκου, έχει εν τούτοις τη σημασία της. Διότι ο ίδιος ο Tillman επιλέγοντας να το κυκλοφορήσει ως Father John Misty, και παρότι όταν τον ρωτάνε επιμένει να εκνευρίζεται και να ισχυρίζεται ότι οι Fleet Foxes υπήρξαν απλά μία από τις πολλές μουσικές περιόδους της ζωής του και ότι η επιλογή του ονόματος κινείται στο όριο μιας ειλικρινούς μυθοπλασίας γύρω από την οποία στηρίζεται το άλμπουμ, βρίσκεται ασφαλώς σε πλήρη συνείδηση περί του ότι αυτός ο δίσκος θα αντιμετωπιστεί ως το solo album του τύπου που αποχώρησε από τους Fleet Foxes και συνεπώς με -θεμιτή πάντως- πονηριά του προσδίδει τον χαρακτήρα ενός οιονεί ντεμπούτου. Σε κάθε περίπτωση, είναι ο Josh που προτιμάμε.
Οι οιωνοί όμως είναι απολύτως ευχάριστοι (και η σαχλαμάρα συνεχίζεται σε αυτό εδώ το review...) τόσο για τους οπαδούς των Fleet Foxes, αν τυχόν έχουν το σθένος να παραδεχτούν ότι αυτός είναι ο αληθινά σπουδαίος δεύτερος δίσκος που δεν ευτύχησαν να ακούσουν πέρσι, όσο και για αυτούς του ίδιου το Tillman, αν τυχόν υπάρχουν τέτοιοι, που όλο και θα υπάρχουν, εφτά-οχτώ δίσκοι είναι αυτοί...
Το Fear Fun είναι ένα απολύτως εθιστικό συντηρητικό άλμπουμ, παραδοσιακών, ροκ και ουχί μόνον, αποχρώσεων, που είτε δανείζεται μελωδίες από τους Beatles, όπως κάνει όλος ο καλός κόσμος από καταβολής των Beatles, είτε προδίδεται σε hillbilly βινιέτες, όσων θέλουν σώνει και καλά να αποδείξουν ότι ακούγανε Johnny Cash και πριν τις συνεργασίες με τον Rick Rubin, πείθει σε κάθε περίπτωση, ότι αφού τα πάντα ειπώθηκαν, το μόνο που μένει είναι να ειπωθούν τα πάντα από την αρχή, χωρίς καν να μπει στον κόπο κανείς να αλλάξει έστω και μια λέξη, μην τυχόν και χρειαστεί να ξαναειπωθούν και πάλι σύντομα. Και καθώς δεν πέφτει στην εύκολη λούπα της ολοκληρωμένης εύπεπτης σύνθεσης με αρχή, μέση και θριαμβικό τέλος, κερδίζει περισσότερους πόντους στο αντίστροφο ροκ χρηματιστήριο των ευτελών pop rock αξιών.
Το μυστικό της διαφοροποίησης είναι το γνωστό. Σε αντίθεση με τους Allah-Las αυτού του κόσμου (εμπάθεια, ξέρω), ο Josh Tillman πείθει ότι δεν τα λέει καθ' υπαγόρευση, αλλά γιατί υπάρχουν κάπου μέσα του και ζητάν να βγουν, είτε τα βγάζει από την ψυχή του, είτε ακόμη και από το φαντασιακό μέρος του μυαλού του. Κι αν πίσω από αυτό το αφόρητο κλισέ καταλήγει να στήνει ένα από τα καλύτερα τραγούδια της χρονιάς (Every Man Needs A Companion) στο προσωπικό του gospel περί της ανάγκης του καθενός για έναν σύντροφο σε αυτή τη ζωή, που ενώ ακούγεται σαν τραγούδι ψυχαναγκαστικής πίεσης αναμνήσεων για το τελευταίο βράδυ στην κατασκήνωση, εν τούτοις ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν αφήνει περιθώριο για την αμφισβήτηση της χρηστικής έντασης αυτών των αναμνήσεων. Ομοίως και για το Nancy From Now On που δεν ανανεώνει τίποτε πέρα από την πίστη μας να αγαπάμε πάντα το ίδιο τραγούδι.
Αν χρειάζεται να πούμε μερικά πράγματα παραπάνω, τότε θα φορτώσουμε τον δίσκο με όλη εκείνη την επιτήδευση που υποδειγματικά του αφαίρεσε ο ίδιος ο δημιουργός, επιλέγοντας να απενοχοποιήσει κάθε επόμενη στιγμή του που θα ακούγεται συμβατική και ξεπερασμένη, μπροστά στην επιλογή του να επιλέξει την απολύτως απαραίτητη στιγμή για την οποία πρέπει να διηγηθεί κάτι έστω και υπό τέτοιες συνθήκες. Το μόνο στυλιζαρισμένο εδώ μέσα είναι ένα ατέλειωτων σελίδων ένθετο με αποσπάσματα από Γραφές με Γ μικρό και κεφαλαίο -κυρίως-, με το οποίο όμως δεν είχα το χρόνο και την όρεξη να ασχοληθώ, οπότε φαντάζομαι ότι τον καθένα μας ελάχιστα θα τον ενοχλήσει.
Ένας δίσκος που για τους ίδιους ακριβώς λόγους που δύσκολα θα τον έβαζα σε κάποια από τις πολλές λίστες της χρονιάς που τελειώνει, τόσο δύσκολα προβλέπεται να τον βγάλω και από το πικάπ ακόμη και στη μεγαλύτερη διάρκεια αυτής που έρχεται. Απλώς τυχαίνει να μη θεωρώ το εν λόγω κριτήριο το απολύτως ικανό περί της σπουδαιότητας ενός άλμπουμ, όσο και αν η άποψη αυτή εμπεριέχει ικανά ποσοστά σφάλματος. Στο κάτω-κάτω ποτέ δεν περάσαμε μερόνυχτα ολόκληρα ακούγοντας το Horse Rotovator των Coil. Εγώ τουλάχιστον.