The Blue Hour
Ένας όμορφος σύγχρονος νεοκλασικός δίσκος. Του Αντώνη Ξαγά
To ζευγάρι είναι αγκαλιά, παρα θίν' αλός που λέγανε οι παλιοί, ο δίσκος του ήλιου έχει μόλις χαθεί πίσω από τον ορίζοντα, η θαλασσινή αύρα παίζει με μυαλά και μαλλιά, τα βλέμματα ταξιδεύουν "αχ τι όμορφα που είναι", "κοίτα χρώματα", το αρσενικό όμως του ζευγαριού (it's me!) έχει κι ένα πνεύμα ρομαντοκτόνου "ορθολογικού" τρολ μέσα του και του αρέσει να προσγειώνει ότι πέταει, "δεν έχει πλάκα που καθόμαστε και θαυμάζουμε τη θάλασσα, η οποία τι είναι στην πραγματικότητα, ένα τεράστιο υδατικό διάλυμα χλωριούχων, φωσφορικών κι ένα σωρό άλλων αλάτων, και δεν είναι και γαλάζια, μια οφθαλμαπάτη είναι, ένα trick of the light, και τα χρώματα έτσι κι αλλιώς δεν είναι παρά κύματα ηλεκτρομαγνητικά, που ταξιδεύουν με την ταχύτητα του φωτός όπως τα ...δίδαξε ο θείος Αλβέρτος, τούτα δω τα μπλε έχουν μήκη κύματος κάπου στα 480 νανόμετρα, τι το ρομαντικό, τι το συγκινητικό έχουν τα 480 nm σε σχέση π.χ. με τα 200 nm που δεν τα βλέπουμε και είναι και κακά υπεριώδη που μας καίνε;" Η συνέχεια της ιστορίας εμπίπτει στα προσωπικά δεδομένα του γράφοντος, πάντως το ερώτημα έμεινε να αιωρείται στον νοτισμένο αγέρα (σημειώστε το πάντως ως κρατούμενο).
Αυτά τα 480 νανόμετρα του "Strange color blue" είναι στην ώρα της διάχυτης βασιλείας τους εκεί κατά το σούρουπο, στο λυκόφως, αλλά και την αυγή, στο λυκαυγές, lux και αυγή και madrugada, εκεί που η ημέρα λιώνει μέσα στη νύχτα, σαν κινηματογραφικό φοντί-ανσενέ, είναι η ώρα που την λένε μπλε, blue hour, την μελοποίησαν μουσικοί, την απεικόνισαν ζωγράφοι, την ύμνησαν ποιητές, είναι η ώρα που ενέπνευσε και τούτον τον Ιταλό πιανίστα- ο οποίος έχει διαλέξει ως πατρίδα το Βερολίνο, Wahlheimat, που λένε και οι γερμανοί, μια από τις πολύ ωραίες σύνθετες λέξεις της πλαστικής τους γλώσσας)- να συνθέσει τις δικές του ηχητικές εικόνες. Και να δώσει κλώτσο να αρχινίσουν ποιητικές μεταφορές και νοερά ταξίδια.
[Η μέρα φεύγει λοιπόν και η νύχτα έρχεται (στο τσακ απέφυγα την ...γκρίζα διαφήμιση), μια ώρα η οποία μπορεί εδώ στα βόρεια πλάτη να διαρκέσει ...ώρες, η πόλη σαν καράβι τα φώτα της ανάβει κάτω από τον τραγουδισμένο ουρανό της, αυτόν που ώρες-ώρες σε ζαλίσει με την ανοιχτωσιά του, παίρνεις τους δρόμους σαν περιηγητής (εντάξει τουρίστας είσαι κι εσύ, αλλά πως θα ξεχωρίσεις από τους άλλους;), στα ακουστικά η "Μπλε Ώρα", οι δρόμοι έχουν πάρει αδειάζουν έτσι που το σκοτάδι πέφτει μια ήσυχη καθημερινή, έχει κι ένα τσιμπητό κρύο, στις σύγχρονες φωτισμένες μεγαλουπόλεις μπορεί για κάποιους να σημαίνει και την ώρα που τώρα αρχίζει η ζωή, κι αυτός τριγυρίζει μόνος στο Βερολίνο, της ανεκτικότητας αλλά και της κυνικής αδιαφορίας, "Μόνος στο Βερολίνο", μνήμες από άλλες εποχές, τότε που η τοπογραφία της ήταν του τρόμου, μια πόλη όπου οι σκιές και τα φαντάσματα είναι σε κάθε γωνία του μυαλού που ξέρει ιστορία, τα βήματα σήμερα μπορεί να σε φέρουν από τις λαμπρές λεωφόρους και τις γειτονιές του gentrification (και των τουριστών!) σε εκείνες των μεταναστών και των προσφύγων, των σημερινών φαντασμάτων, με τα μαγαζάκια τους να ρίχνουν φως στα πεζοδρόμια πολύ πέρα από το ωράριο, είναι η άλλη πλευρά της πόλης, την ψυχανεμίστηκε ο μακαρίτης τότε παλιά, στο "Low", την ξανα-συλλαμβάνει και ο Albanese εδώ με τις νότες του σε ένα "Migrants" ή σε ένα "The Boat And Cove".]
Μια βόλτα νοερή η οποία μπορεί να τελειώσει ώρες μετά, τότε που ξεπροβάλει η "ροδοδάκτυλος Ηώς" και οι άνθρωποι θα αρχίσουν να τρέχουν πάλι προς τις δουλειές τους, προσπερνώντας ζαλισμένους ξενύχτηδες από τα techno club και άσκοπους περιηγητές.
O Albanese μπορεί να σε καθοδηγήσει θαυμάσια σε ένα τέτοιο ταξίδι, έχει καλή αίσθηση της μελωδίας, έχει καλά δάχτυλα, τα αρπέτζια (sic) του σε παρασέρνουν, οι νότες του όταν στάζουν δημιουργούν συγκινησιακό -και ουχί θριλερικό για την twilight zone- κλίμα ("Silent fall"), τα τσέλα το υπογραμμίζουν, όπως και κάποια διακριτικά field recordings και ηλεκτρονικά. Το έργο φέρει αυτή την στοιχειωτική, κάπως vintage αίσθηση των κυκλοφοριών της Erased Tapes, είμαι σίγουρος ότι θα αρέσει, και μάλιστα πολύ σε όσους έχουν εξοικειωθεί με τέτοια ακούσματα μέσω Nils Frahm, Οlafur Arnalds, και όλου αυτού του καλού συναπαντήματος. Ο ίδιος, αν και ένας Ιταλός στη Γερμανία, χρωστάει πολλά στον γαλλικό μινιμαλισμό της χρηστικής μουσικής του Satie (να σημειωθεί ότι έχει γράψει και μουσική για διαφημίσεις), αλλά και πιο συγχρόνων, Nyman, Eno, και φυσικά Ludovico Einaudi (με την κόρη του οποίου συνυπήρξε στο πρώτο του μουσικό σχήμα, τους La Blanche Alchimie). Ο μινιμαλισμός και ευρωπαϊκός ρομαντισμός είναι οι φάροι του για να βαδίσει σε δρόμους ασφαλείς, σε έναν περιποιημένο κι όμορφο σύγχρονο νεοκλασικό δίσκο, χωρίς ακροβασίες και απρόβλεπτα ανοίγματα, κάποιος μπορεί να χαρακτήριζε το αποτέλεσμα και συντηρητικό (επίθετο που η χρήση του είναι θολή και διόλου μονοσήμαντη έτσι κι αλλιώς, και όχι μόνο στην μουσική).
Ώρα όμως να επιστρέψουμε και ...στον κρατούμενο της εισαγωγής, οι διαβάζοντες ανάμεσα στις γραμμές θα έχουν πιθανότατα ήδη διαβλέψει την απάντηση. Τίποτε το ρομαντικό δεν έχουν αυτά καθαυτά τα 480 nm του μπλε. Ούτε και η μουσική επίσης, η οποία και αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από κύματα, διαφορές πίεσης και ταλαντώσεις μορίων. Ρομαντικό μπορεί είναι το βλέμμα, οι σκέψεις, τα συναισθήματα του δέκτη. Ο δημιουργός της μουσικής ή ο δημιουργός της φύσης (αν είστε της θεολογικής πίστης) είχε τα δικά του κατά νουν την ώρα της δημιουργίας, για να τα (επι)κοινωνήσει δεν είναι διόλου εύκολο, γι' αυτό και οι μουσικοί (για τον Θεό δεν γνωρίζω) χρησιμοποιούν και παρεμβάσεις του λόγου οι οποίες δρουν καθοδηγητικά, μεταφραστικά. Αν ο εν λόγω δίσκος είχε ονομαστεί για παράδειγμα "Μούχρωμα πάνω από την Καρύταινα", τώρα μπορεί να έγραφα ελεγείες για τους ιστορικούς τόπους, τους νέους που τους εγκαταλείπουν, την μοναξιά των γερόντων, και άλλα τέτοια εξίσου ποιητικά. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άλλος. Κατά μία έννοια η πιο "τίμια" μουσική είναι η οργανική, εκείνη που δεν υποδεικνύει τίποτε παρά μόνο γενικές διαθέσεις. "Σονάτα για τρία βιολιά και ένα πριόνι" και η δική σου φαντασία ελεύθερη να βάλει τις εικόνες και τα συναισθήματα...