Do Owe Harm
Γκόθικ, ποστ πανκ ή ίντυ; Απάντηση συγκεκριμένη δεν δίνεται, και δεν χρειάζεται κιόλας, εκεί γαρ που συναντιώνται τα μουσικά είδη, προκύπτουν οι μεγάλοι δίσκοι. Του Πάνου Πανότα
Ήταν το ’06, κατά την πιο ίσως ανθηρή δισκογραφικά χρονιά της προηγούμενης δεκαετίας, ας θυμηθούμε, όταν ο Justin Eric Curfman σχημάτιζε στην Ατλάντα της Τζόρτζια τους Feeding Fingers. Το γκρουπ που θα απέβαινε η μουσική πτυχή της ούτως ή άλλως πολυεπίπεδης καλλιτεχνικής φύσης του ιδρυτή του, ο Curfman εκείνη την εποχή μάς είχε ήδη παραδώσει βιβλία κι ανιμέισον ταινίες.
Όμως στη δωδεκαετία που πέρασε κι ενόσω ο Justin Curfman ανέβαινε προς τα 38 επέλεγε λες παραισθητικά και τη σταδιακή εγκατάλειψη της απλότητας του ξεκινήματος, κυρίως αφότου μετακόμισε κάπου το ’10 στην Ευρώπη. Απ’ το γράψιμό του και μόνον, σήμερα δείχνει να πειθαρχεί σαφώς λιγότερο από άλλοτε σε κανόνες περί σκοτεινότητας και γοτθισμού (τους όποιους απέμειναν, τέλος πάντων).
Ταυτόχρονα, και τούτο συνδέεται με τα προηγούμενα, οι Feeding Fingers άνοιξαν προς διαφορετικά πεδία προβληματισμού. Με αρκετούς καλεσμένους μουσικούς να συμμετέχουν στο στούντιο για να καταγραφεί, παραδείγματος χάρη, το πλουραλιστικό απόγειο του προπέρσινου ογκώδους “Attend”. Θυμίζοντας τη μετατρεπτική πορεία των Japan απ’ την Ariola-Hansa στους Rain Tree Crow. Κάπως, αλλά όχι κι όσο χρειαζόταν για να προχωρήσουν περαιτέρω οι σχετικές συγκρίσεις εδώ.
Η κατάσταση που προκύπτει για τους Feeding Fingers στο “Do Owe Harm” πάντως είναι άλλη. Επί του προκειμένου, μοιάζει να λειτούργησαν τα αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης που σε έναν ταγμένο στο μεταπάνκ δεν παύουν ποτέ να δουλεύουν καλώς, το είχατε προσέξει; Ο δίσκος γεμίζει από αναλογικά πλήκτρα, κιθάρες, ρυθμούς όπου συμπλέκονται ηλεκτρονικά με πραγματικά κρουστά, μα κι ένα γενικότερο κλίμα αρτίστικου πειραματισμού με τις τονικές υποδιαιρέσεις και τη μικροτονικότητα. Το οποίο σαν να φτιάχτηκε για να προβληθεί σε μία πρωτίστως εσωτερική οθόνη καθότι είναι αδύνατο να αντιληφθούν όλοι οι ακροατές τις τεχνικές του λεπτομέρειες. Βάζει και το επιπλέον μυστήριο σε δελτία τύπου και συνεντεύξεις.
Συμβαίνει σε κάθε ένα ξεχωριστά από τα μέχρι στιγμής έξι άλμπουμ των Feeding Fingers, μα πιο έντονα στο παρόν καινούργιο τους, ο συνθέτης με τον ερμηνευτή εαυτό του Curfman να μην συμβαδίζουν απόλυτα και στα πάντα:
Ο πρώτος προσπαθεί ενδελεχώς για τη σύγχρονη σχηματοποίηση του ηχητικού αποτελέσματος. Εφαρμόζοντας ιδέες που δεν έχουν δοκιμαστεί εξαντλητικά στο παρελθόν με την ελπίδα πως πλέον θα ενσωματωθούν ορθώς. Γιατί; Διότι ξέρει να γράφει εξαιρετικά κομμάτια που θα καθορίσουν αυτά το πλαίσιο της επιτυχίας, αφήνοντας ελεύθερα τη γοητεία τους να επέλθει ως απλή έκβαση της παρόδου των τριών-πέντε λεπτών που διαρκούν. Έτσι και γίνεται. Απ’ το “In Hallways Feared From Birth” στo “A Year Of Crawling”, με την στιλιστική αψίδα του δίσκου να βρίσκεται στο “Hate Yourself Kind”.
Ο δεύτερος, ο ερμηνευτής, βοηθούμενος κι απ’ την χροιά της φωνής, φεύγει κι επιστρέφει συνεχώς στην έπαρση του πρώιμου Bono ή των Ian McCulloch και Robert Smith. Το συναίσθημα ως γνωστό εξαπλώνεται με τρόπο οργανικό, καθώς απ’ τη φύση του διαχέεται επιθετικά και παντού. Η οπτική του Justin Curfman περί τραγουδίσματος επομένως, κινείται αρκετά διαμέσου της βίντατζ νεοκυματικής παράδοσης και του ανάλογου συντηρητισμού.
Πιθανόν φυσιολογικά λοιπόν, το “Do Owe Harm” καταλήγει τρομακτικά κι αφύσικα ανθεκτικό απ’ την προκαλούμενη εντός του σύγκρουση. Εκείνη ακριβώς που θα μπορούσε αλλιώς με ευκολία να το καταστρέψει πλήρως, τώρα το ορθώνει αναπάντεχα ψηλά. Ο πρώτος μεγάλος δίσκος του ’18 είναι γεγονός.