Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στο δρόμο με τις γκόμενες. Αυτές, εννοώ, που άδουν με φωνή αιθέρια και μοιράζουν το σεξουαλικό τους παρελθόν ανάμεσα σε τύπους που τις τραβολόγαγαν μέχρι το ξημέρωμα σε club και rave αλάνες και σε άλλους που τις ανάγκαζαν να κυλιούνται στις λάσπες των καλοκαιρινών indie φεστιβάλ. Συνήθως κλαψουρίζουν ανυπολόγιστα και ονειροπολούν ανούσια πάνω σε "μαγικές" μελωδίες και καλοστημένα ηχητικά τοπία. Ενίοτε ξεφεύγουν από πρωτοποριακές μπάντες, σε ξεγελάνε με την πρώτη και κατόπιν καταλήγουν δύσμορφα και δύστροπα πλέον ξωτικά, που τα αποφεύγεις όσο μπορείς, αλλά εμφανίζονται παντού (και κυρίως εκεί που δεν τις περιμένεις).
Με την Leslie Feist, οι πιθανότητες να την πατήσεις μειώνονται αισθητά, όταν φτάνουμε να μιλάμε για την πιστή συνεργάτιδα και την ενίοτε "συγκάτοικο" της "πολλά βαριάς και όχι" Peaches. Μαζί αλώνισαν σε στούντιο και live stages, ενώ απώτατο παρελθόν σε punk μπάντες και εξωσχολικές παρέες με Gonzales και Broken Social Scene, δεν μας καλούν να αγνοήσουμε το υλικό της, παρότι αυτό υπερήφανα αράζει κάτω από την ετικέτα της folktronica. Η Leslie είναι και καλό κορίτσι και αλάνι, και αλωνίζει και φιλοσοφεί, κραυγάζει και μουρμουρίζει με την ίδια αγωνία στη φωνή. Είναι μια Lilly Allen που τα έκανε όλα off-line και δε χρειάζεται να βροντοφωνάξει τις αρετές της. Το Let It Die του 2004 κανονικά θα έπρεπε να έχει στείλει την Sophie Solomon εκεί που της αξίζει (υπάλληλος στο δημόσιο, και μάλιστα στο πρωτόκολλο, να πήζει όλη μέρα), αλλά αφόρητα βαριέμαι να επαναλαμβάνω τα περί άδικης μουσικής βιομηχανίας.
Το άλμπουμ ξεκινάει απολογητικά, σχεδόν κλαψιάρικα και ακουστικά, το I'm Sorry θα μπορούσε να ανήκει και στην Chan Marshall, αλλά με λιγότερο χρωματισμένα φωνητικά. Από εκεί και πέρα, απλώνεται ένα κύμα που είτε διαβρώνει το αμερικάνικο lo-fi εξευρωπαΐζοντας την κατατονία του, είτε ποτίζει με νεύρο τη γλυκανάλατη ευρωπαϊκή ηλεκτρονική jazz, που ξενερώνει επικίνδυνα εσχάτως και "παλαιώνει" με παράδοξα φρενήρεις ρυθμούς (Goldfrapp). Στο Sea Lion Woman είσαι σίγουρος ότι ακούς ένα άλμπουμ βουτηγμένο στην υψηλή αισθητική ακριβών γαλλικών studios, το Intuition είναι τόσο ερειπωμένα αμερικάνικο, που φαντάζεσαι την Feist να μαζεύει ρεφενέ από τους φίλους της για να πληρώσει την ηχογράφηση.
Μέσα σε όλα αυτά κυριαρχεί ασφαλώς η φωνή της. Πριν τρία χρόνια ράγιζε, τώρα είναι για τα καλά "σπασμένη" (είναι και αυτές οι παρέες βλέπεις...). Και οι σπασμένες φωνές ως γνωστό είναι που διηγούνται τις καλύτερες των ιστοριών. Το ότι οι ιστορίες της μιλάνε για άντρες, για το πόσο καλοί είναι στην αρχή και το πόσο καθάρματα αποδεικνύονται στο τέλος δεν το επικροτώ βέβαια, αλλά έχουν πλακώσει και πολλές γυναίκες στο MiC τελευταία, οπότε ας προσέχουμε τα λόγια μας. Η Feist είναι μια γνήσια folk αφηγήτρια που για κάποιον λόγο εγκλωβίστηκε σε έναν μπερδεμένο ηχητικά indie πλανήτη. Και όλη αυτή η σύγχυση έχει ευεργετικές επιδράσεις στη μουσική της.
Είναι το είδος της μουσικής που θα μπορούσαν να παίζουν τα ραδιόφωνα και να βελτιώσουν ανεπανόρθωτα την αισθητική τους, αλλά κάτι μου λέει ότι once again θα αγνοηθεί επιδεικτικά. Δονούμενες μπαλάντες και mid-tempo καταστάσεις σε πλήρη ρυθμική ετοιμότητα, μακριά από το φασόν song-writing και τις καλογυαλισμένες παραγωγές, αλλά "πλησίον" και του πιο ανέτοιμου ακροατή. Σε έναν ιδανικό μουσικό κόσμο, η Feist θα πουλούσε τα εκατομμύρια των δίσκων που χωρίς κανέναν απολύτως λόγο ξεπουλάει η Joss Stone, η γεννημένη χωρίς ψυχή και με άνευ αιτίας χαρισματική φωνή νεαρά που μας έχει εκνευρίσει ολοκληρωτικά φέτος.
Με τιμή,