Becs
Που και να μην ξοδευόταν σε soundtracks, συνεργασίες, remixes και συμμετοχή σε γκρουπ. Του Άρη Καραμπεάζη
Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή, για να μην αφήνουμε υπονοούμενα στη συνέχεια. Είναι αυτό το καλύτερο άλμπουμ του Christian Fennesz από το Endless Summer, το οποίο όπως και να αποφασίσεις να το χαρακτηρίσεις (μνημειώδες, ανυπέρβλητο, οριακό) η αλήθεια είναι ότι βάζεις να το ακούσεις 13 χρόνια μετά και μένεις ακόμη με το στόμα ανοιχτό; Είναι. Είναι μήπως και ακόμη καλύτερο από το Endless Summer; Αυτό καλύτερα να αφήσουμε να περάσουν 10-12 χρόνια μέχρι να το απαντήσουμε. Αν υποτεθεί βέβαια ότι υπάρχει μία εσωτερική αγωνία των άλμπουμ για το ποιο σμίλεψε ο δημιουργός τους με περισσότερο μεράκι και γούστο και μία αντίστοιχη των δημιουργών για το ποιο από τα κατά το κλισέ "όλα-τους-παιδιά-τους" θα κόψει πρώτο το νήμα της λίστας του μέλλοντος. Που ειδικά η τελευταία έχω την αίσθηση ότι υπάρχει.
Η αλήθεια για το Becs και κατ' επέκταση για τη μουσική του Fennesz σήμερα είναι ότι χωρίς να παρεκκλίνει από τις θεμελιώδεις αρχές της τέχνης του (οι οποίες συνοψίζονται κυρίως στο ότι δεν χαϊδεύουμε τα αυτιά του ακροατή, ό,τι και να μας τάξει ο τελευταίος), προσεγγίζει ίσως για πρώτη φορά αυτός τους ακροατές του, σχεδόν αφουγκραζόμενος τις ανάγκες τους, ακόμη και αν τις περισσότερες από αυτές τις έχει δημιουργήσει ο ίδιος (και οι όμοιοι του) τα προηγούμενα χρόνια. Οι ανάγκες αυτές εντοπίζονται κύρια στις δυνατότητες των κατακερματισμένων με εγκεφαλικά κριτήρια ψηφιακών και αναλογικών ήχων, να αποκτήσουν μία -επιτέλους- ανθρώπινη διάσταση, να ακουστούν ανερυθρίαστα ζεστοί και να προσφέρουν μία έως και ύποπτη μελαγχολία. Στα όρια του μελό. Με το τελευταίο να είναι απαραίτητα καλό.
Το εναρκτήριο Static Kings θα μπορούσε να είναι μία παρατεταμένη ρηξικέλευθη εισαγωγή στους Tindersticks των χρυσών ημερών, αν δεν δρούσαν υπό την πίεση της ομάδας. Οι κιθάρες παντού στο δίσκο, όπως και αν χρησιμοποιούνται και με όποια μέθοδο και να ηχογραφούνται, προσφέρουν σίγουρο κατάλυμα για κάθε συναισθηματική έξαρση, που δεν θέλει να χαθεί στις ίδιες επιλογές προγραμματισμού του ψηφιακού υλικού. Τα φωνητικά.... ΟΚ τα φωνητικά δεν υπάρχουν, αλλά σε ορισμένα σημεία αισθάνεσαι ότι βρήκαν το δρόμο τους προς το στούντιο της ηχογράφησης και κάποιος τους έκλεισε την πόρτα ένα βήμα πριν μπουν μέσα για τα καλά. Και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο το μετάνιωσε. Τα τραγούδια του Fennesz αυτή τη φορά είναι (παν) έτοιμα να μιλήσουν, και αυτό αποτυπώνεται ευχερέστερα σε συνθέσεις όπως το κορυφαίο Liminality, που κατά τα άλλα λιμνάζει σε μία ευτυχή σιωπή και παιδεύεται ατελέσφορα με τη μία και μόνη φράση.
Στις Paroles του τέλους, που τελικά δεν ειπώθηκαν ποτέ, ο Βιεννέζος σχεδόν υπονοεί ότι η ολοκληρωτική συναισθηματική στροφή της μουσικής του, δεν έγινε ανώδυνα για τον ίδιο. Το Becs στο σύνολο του είναι άλμπουμ που παρότι δεν υπακούει στις φθηνές λογικές του "βγάζω πόνο" (πώς θα μπορούσε άλλωστε...), δεν αγνοεί τα δεινά που έχει προκαλέσει στη μουσική η λογική των αλγόριθμων, όταν αυτή επικράτησε ολοκληρωτικά, ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι είναι προαιώνια και όχι τυχόν προϊόν μιας απροσδιόριστης πρόσφατης τεχνολογικής εξέλιξης. Ο Christian Fennesz του 2014 σιωπηρά απολογείται για τυχόν επιπλοκές που προκάλεσε σε εγκεφαλικές νευρώσεις και δια τούτο αποκτά το δικαίωμα να προκαλέσει ακόμη περισσότερες στο μέλλον. Μέχρι τότε θα μιλάει στην ψυχούλα μας και αυτός.... με τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε ένας τεχνολογικά ενήμερος Nick Drake, αν σώνει και καλά πρέπει να ψάξουμε να βρούμε ένα εξ αντιδιαστολής ισότοπο των συναισθηματικών κορυφώσεων που συντελούνται εδώ μέσα.