Memória Das Águas / Barracas Barrocas
Ένα κείμενο του Άρη Καραμπεάζη που πέρα από την γνωριμία με έναν σπουδαίο Βραζιλιάνο μουσικό ανοίγει την σκέψη σε ένα σωρό παράπλευρα ερωτήματα για την μουσική. Για την έννοια της πρωτοπορίας και της επιρροής. Για την σημασία του τόπου και του χρόνου της. Ίσως και της
τύχης...
Η περίπτωση του Βραζιλιάνου Fernando Falcão, πέραν του ότι –λόγω και καταγωγής και συνονοματο-συνεπώνυμων κ.λ.π.– βάζει σε πειρασμό ακόμη και περιστασιακούς ποδοσφαιρόφιλους να αναφερθούν σε αυτόν και τις τακτικές του ως ένα μονίμως εν εξελίξει 4-4-2, που καλύπτει την απόσταση ανάμεσα στα (όχι και τόσο συμπαθή σε κάποιους από εμάς) latin groove (ελάχιστη έως καθόλου tropicalia, ευτυχώς για εμάς πάντως) και στη βάση ενός αν όχι αόριστου, τότε τουλάχιστον πρώιμου για το άμεσο περιβάλλον του avant garde ήχου και μεθόδων εκτέλεσης και ηχογράφησης, ομοιάζει με αυτήν της Midori Takada σε αρκετά σημεία.
Για αυτό και μας υποχρεώνει σχεδόν να σταθούμε απέναντι και σε αυτούς τους δύο δίσκους ακριβώς σαν να πρόκειται για οιονεί καινούργιες κυκλοφορίες, και όχι ως δύο έστω και ‘essential’ επανεκδόσεις. Και σε αυτό θα επιμείνω, όπως έχουν πει και τα Ημισκούμπρια σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή για την επόμενη στροφή.
Άλλωστε αν τυχόν ένα αν όχι κύριο, τότε τουλάχιστον προσδοκώμενο, χαρακτηριστικό της νέας μουσικής, είναι το να θέτει τις βάσεις για περαιτέρω ‘νέα μουσική’, τότε είναι σαφές ότι το 90% της εκάστοτε ‘νέας μουσικής παραγωγής’ δεν εκπληρώνει –ούτε το προσπαθεί άλλωστε– αυτή την ουτοπική αίρεση.
Βλέποντας αντίθετα αρκετά νέα ονόματα να αναφέρονται στην Midori Takada ως επιρροή τους και κυρίως ακούγοντας σε πρόσφατες ηλεκτρονικές παραγωγές –έστω και αόριστα– μία όχι οργανωμένη, αλλά πάντως αισθητή ροπή στο να τοποθετούνται τα κρουστά όχι περιοριστικά ως ρυθμική βάση, αλλά και ως κεντρική ιδέα συνθέσεων που απορροφούν περισσότερο, παρά προτάσσουν την μελωδία, με ταυτόχρονη (σαν συνεννοημένη) αναφορά στο όνομα της Γιαπωνέζας, καταλήγει εύκολα στο ούτως ή άλλως προφανές περί της μικρής σημασίας μερικών δεκαετιών σε μία μουσική που ούτως ή άλλως δεν είναι κατά πολύ μεγαλύτερη, όσο και αν προεκτείνει κανείς την έναρξη της, και όσο και αν εξαναγκάζει κάθε φορά το πρόωρο τέλος της (το ροκ πέθανε, η ελεκτρόνικα γέρασε κ.λπ.).
Πέραν του παραπάνω ανύπαρκτου κατά βάση προβλήματος, οι δύο δίσκοι του Fernando Falcão που επανακυκλοφορούν μεν, αλλά είναι σαν να κυκλοφορούν για πρώτη φορά, θέτουν εκτός συζήτησης το ζήτημα του ΓΙΑΤΙ τώρα και ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ τότε.
Το ‘Memória Das Águas’ άλλωστε είχε κυκλοφορήσει μόνον ως private pressing το 1981, δηλαδή σαν να τυπώσω τώρα εγώ αύριο ποιήματα σε 100 αντίτυπα, τα δώσω σε συγγενείς και φίλους, και μετά από 30-40 χρόνια προκύψει ότι επρόκειτο τουλάχιστον για περίπτωση Ουράνη. Αρκετοί το επιχειρούν άλλωστε καθημερινά γύρω μας και πίσω μας. Ομοίως πάνω κάτω και για την δεύτερη από τις δύο (επανα-)κυκλοφορίες.
Καλό είναι πάντως να λείψουν δια ροπάλου οι αντιστοιχίσεις των αποκαλούμενων cult label της πρώτης φοράς, με τα εδώ παραδείγματα του ήχου και των εταιρειών της Ομόνοιας, που πάντοτε παραφυλάνε όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ‘χαμένα αριστουργήματα’ τρίτων χωρών, που αυτόματα μας ‘θυμίζουν’ ότι έχουμε κι εμείς τέτοια. Έχουμε;
Η ποιότητα και των δύο δίσκων είναι πέραν αμφιβολίας σε κάθε επίπεδο και υποσκελίζεται μόνον από την εξωφρενική εμμονή σε κάθε είδους λεπτομέρεια. Παραγωγή, συνθέσεις, ποικιλία ιδεών και πραγματικά αψεγάδιαστη εφαρμογή τους, αποχή από κάθε είδους μοτίβο και ρουτίνα ευκολίας, ανατροπή το αμέσως επόμενο λεπτό όταν κάτι τυχόν πλησιάσει στα όρια του προσπελάσιμου και ευάκουστου, αποδοχή από τον ακροατή της νέας ηχητικής κατάστασης όχι με υπομονή, αλλά με εξελιγμένο ενδιαφέρον, απουσία κεντρικής, αλλά όχι τελικής ιδέας κ.λ.π.
Η πλοκή σε όλη τη διάρκεια είναι τέτοια που η απάντηση στο ερώτημα γιατί αυτός ο δίσκος (o καθένας από τους δύο) δεν αναγνωρίστηκε ως instant classic ή/και αριστούργημα όχι τυχόν την ημέρα που κυκλοφόρησε (έστω και σε 100 σκόρπια αντίτυπα), αλλά την ημέρα εκείνη που τελείωσε το mastering και έστω και ένας άνθρωπος είχε την ευκαιρία να τον ακούσει, θα μπορούσε να είναι: 1.Το αδιέξοδο του καπιταλισμού 2. Η αποτυχία του κομμουνισμού 3. Το μάταιο της ύπαρξης εν γένει... και κάθε μία από αυτές τις απαντήσεις (ή έστω και όλες μαζί) να είναι πιο πειστική από διάφορες επεξηγήσεις περί του πως λειτουργεί η μουσική βιομηχανία, πως ακόμη και τα δήθεν υποψιασμένα ακροατήρια ποτέ δεν είναι έτοιμα για τέτοιους δίσκους, η Βραζιλία είναι στην άκρη του κόσμου, τα logistics είναι αναξιόπιστα κ.λπ. κ.λπ.
Σε πρόσφατο τεύχος του Wire, ο Gilles Peterson αναφέρεται με χαρακτηριστικό και ουσιαστικό τρόπο στην έκπληξη που του είχε προκαλέσει σε πρώτο χρόνο (και ενίοτε του προκαλεί ακόμη και σήμερα), ο όγκος, αλλά και η ποιότητα, της μουσικής που έχει ηχογραφηθεί και κυκλοφορήσει στη Βραζιλία, χωρίς να έχει εξαρχής καν την ελπίδα να φτάσει εκτός συνόρων.
Σωστά επισημαίνει επίσης ότι στην πραγματικά σπουδαία βραζιλιάνικη μουσική (διότι υπάρχει και τεράστιος όγκος πραγματικής σαβούρας, εμπορικής και μη) ο ακροατής συμμετέχει στη μέθεξη των στίχων, έστω και αν δεν γνωρίζει τι γλώσσα, και είναι οι στίχοι που δίνουν στη μουσική που έρχεται από αυτή την πρωτεύουσα χώρα της Λατινικής Αμερικής μία διάσταση ταυτόχρονα σκοτεινή και φωτεινή, αλλά όχι απαραίτητα ισόποσα. Δεν τα λέει ακριβώς έτσι δηλαδή, αλλά αυτά ακριβώς εννοεί, όπως μου διευκρίνισε σχετικά.
Λαμβανομένου υπόψη ότι ο Gilles αναφέρεται σε μία μουσική άγνωστη μεν, αλλά στην ουσία της όχι απροσπέλαστη, παρά θελκτική και γοητευτική άμεσα, ειδικά στις περιπτώσεις που άπτεται χορευτικών δυνάμεων, οι εν λόγω ισχυρισμοί αποκτούν μείζονα σημασία όταν έρχονται και εναρμονίζονται με το αδιαπέραστο εμπορικό αδιέξοδο δημιουργών όπως ο Fernando Falcão, που όμως ακριβώς τη στιγμή που γνωρίζονται τελικά με τα δυτικά ακροατήρια και τις καλουπωμένες ηχητικές τους συνήθειες, αναγνωρίζονται –έστω και όψιμα– όχι απλώς ως πρωτοπόροι, στις ιδιόρρυθμες τοπικές συνθήκες δράσης τους, αλλά και ως απροσδιόριστα συμμέτοχοι στην εξέλιξη μουσικής και (κυρίως) μουσικών και ακροατών, που δεν τους γνώριζαν καν.
Είναι ένα ενδιαφέρον παράδοξο αυτό, δεν θεωρώ ότι μπορούμε να το λύσουμε, τουλάχιστον προς το παρόν, αλλά καλό είναι να το έχουμε υπόψη μας.
Το ‘Barracas Barrocas’ είχε κυκλοφορήσει έξι χρόνια μετά τον προκάτοχο του, το 1987, και ακόμη και στο πλαίσιο των δύο επανακυκλοφοριών αντιμετωπίζεται ως παρακολουθηματικό του ‘Memória Das Águas’, εξαιτίας ίσως μιας πιο στιβαρής δομής που παρουσιάζει ως σύνολο, μιας αλληλουχίας στις συνθέσεις, που απουσιάζοντας από τον προκάτοχο του, καθιστά αυτόν έναν στερεοτυπικά πιο αποδεκτό δίσκο υπό το πρίσμα αναζήτησης της μη κανονικότητας. Μια κάποια αόριστα σινεματική διάθεση, σε περιορισμένες στιγμές του δίσκου πάντως, βοηθάει επίσης στα παραπάνω, αν και αυτή ανατρέπεται ταχύτατα.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι και αυτό το άλμπουμ του Falcão χιλιόμετρα απέχει από το να διολισθήσει σε κλισέ περιγραφές του τύπου «soundtrack για μια ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ» και λοιπά τέτοια γλαφυρά.
Το ‘Girandas’ κάπου στη μέση του άλμπουμ είναι ασφαλώς μία σύνθεση για την οποία ο κάθε λογής Pascal Comelade θα έδινε την μισή δισκογραφία του (και όλα τα παιχνίδια του), αλλά εξετάζοντας προσεχτικά την πορεία του δημιουργού του εντός και εκτός Βραζιλίας σε όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα στα δύο άλμπουμ, δεν μπορεί παρά να υποθέσει πως ο επαναπατρισμός του αυτοεξόριστου Falcão διαδραματίζει ρόλο στον τρόπο που χειρίζεται αυτή τη φορά την μουσική παράδοση που του παραδίδεται. Ή μάλλον, το κομμάτι αυτής που ο ίδιος επιλέγει να του παραδοθεί.
Το αμέσως επόμενο ‘Elas (À Girge Ristum)’ απλώνεται για τέσσερα λεπτά στα όρια ενός αφαιρετικά κλασσικίζοντος θρήνου και αδιαφορεί επιδεικτικά για το κλίμα που θα έπρεπε να διατηρηθεί ατόφιο στον δίσκο, ώστε αυτός να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες ενός ακροατή που θέλει να παραμείνει υγιής σε όλη τη διάρκεια του.
Στο τελευταίο δίλεπτο επανέρχεται, μαζί με τις πλήρεις ενορχηστρώσεις και την οργανική ποικιλία, μία απροσδιόριστη φωτεινότητα και πάνω σε αυτό το 1/3 μίας και μόνης σύνθεσης του άλμπουμ θα μπορούσαν βάσιμα να στηθούν 2-3 νούμερα μιας φιλόδοξης Balearic σειράς συλλογών, υπό το γνωστό μοτίβο του παίρνουμε μία ιδέα και την εξαντλούμε εις το διηνεκές.
Εδώ υπάρχουν περίπου 10-15 τέτοιες ιδέες προς εξάντληση, και ο Falcão πείθει αμετάκλητα όχι πως δεν είναι κανένας τυχαίος, αλλά πως τίποτε δεν είναι αφημένο στις ηχογραφήσεις του, ακόμη και όταν με συναρπαστικό τρόπο μοιάζει (ακούγεται δηλαδή) σαν να είναι.
Αμέσως μετά ακολουθεί μία αφήγηση και συμβαίνει αυτό που λέγαμε παραπάνω (εγώ και ο Giles δηλαδή) με τους στίχους που κανείς δεν καταλαβαίνει, αλλά κατανοεί, και τελικώς και αυτό το άλμπουμ θεωρώ ότι αγγίζει τα επίπεδα του πράγματι συγκλονιστικά απρόοπτου προκατόχου του.
Ο Falcão παρουσιάζεται στα liner notes και τα δελτία τύπου που συνοδεύουν τις δύο εξίσου σημαντικές, όσο και απολαυστικές (θέλω να πω ακούστε άφοβα, δεν είναι ακαδημαϊκή η φάση), κυκλοφορίες να ομοιάζει περιφερειακά με την περίπτωση του Fela Kuti τόσο αναφορικά με την βεβαιωμένη πρόθεση και των δύο να μην αγνοήσουν, αλλά και να μην υποταχθούν τόσο στην μουσική παράδοση του τόπου καταγωγής τους, όσο και στο πολιτικό γίγνεσθαι του χρόνου δράσης τους. Η μουσική του Falcão είναι σαφώς λιγότερο εξόφθαλμα πολιτική από αυτή του Νιγηριανού και όσο και αν αναζητήσει αντιστοιχίες δύσκολα θα βρει κανείς στους δύο δίσκους ένα ‘Beast Of No Nation’.
Το ‘Mercado’, τοποθετημένο εύστοχα στη μέση του ‘Memoria …’, ακούγεται στον ακροατή του σήμερα σαν μία άτακτη συνένωση των πολιτικών ταραχών στη Βραζιλία του 1968, μετά τις οποίες ο Falcão έφυγε για 15 χρόνια στο Παρίσι, με την έμμετρη ψυχραιμία που επιβάλλει η ανάμνηση τους κατά το χρόνο της ηχογράφησης, μία δεκαετία και πλέον μετά δηλαδή.
Ένα ιδιόρρυθμο field recording, ισάξιας δυναμικής με το ‘The Crows’ από το αιώνια συνταρακτικό ‘Sing Me A Song Of SongMy’ των Freddie Hubbard και İlhan Mimaroglu, με τον Falcão όμως να επιμένει απλώς στο να καταγράφει, και όχι να καταδεικνύει ή πολύ περισσότερο να επικρίνει.
Το ότι αναγκάστηκε να φύγει στο Παρίσι επειδή στην καθημερινότητα του ασχολούνταν και με την κατασκευή αυτοσχέδιων βομβών δεν μας κάνει πλέον εντύπωση, το έχουμε ακούσει στα καθ’ ημάς και για πιο φιλήσυχους φαινομενικά ανθρώπους. Εκεί στο Παρίσι μάλιστα ανακατασκεύαζε και όργανα μεγάλων –μετά συγχωρήσεως– διαστάσεων τα οποία προσθέτουν στο ούτως ή άλλως απόκοσμο της μουσικής του. Θα τις βρείτε αυτές τις πληροφορίες. Έχουν και δεν έχουν σημασία. Τις υποσκελίζει και πάλι η μουσική εδώ σε σημείο που είναι έως και περιττές.
Το εφτάλεπτο ‘Curimão’ αμέσως μετά είναι η πιο ενδιαφέρουσα σύνθεση του από όλες τις απόψεις (ήχος, εξέλιξη, δυναμικές), καθώς εμπεριέχει και εξαντλεί τις προθέσεις του για μία μουσική απαλλαγμένη από τις διαστάσεις παρελθόντος και παρόντος χρόνου, και προσηλωμένη σε μία ιδανική συνέχεια κατακτήσεων και εξελίξεων, που στο ιδεατό αντίστοιχο μιας κοινωνικής πραγματικότητας, πρωτόγονης και εξελιγμένης ταυτόχρονα, σε βαθμό που δεν έχει πλέον ανάγκη ταραχών, αναταράξεων και avant garde ηχητικών επεμβάσεων.
Τελικώς όντως αυτός ο Fernando Falcão δεν ήταν σε καμία περίπτωση κανένας τυχαίος και μόνο στην τύχη της δεν πρέπει να αφεθεί η πορεία αυτής της μουσικής, έστω και τώρα.
Μια μικρή διαφορά σε σχέση με την περίπτωση της Takada, είναι το ότι ο Falcão έχει πεθάνει από το 2002 και συνεπώς δεν πρόκειται είτε να ακούσουμε πραγματικά καινούργια μουσική από τον ίδιο, είτε να τον δούμε επί σκηνής.
Αυτή την τελευταία πληροφορία όμως ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα να την βρω και θέλει κάτι παραπάνω από ένα ελαφρώς επιμελές google search για να πέσει κανείς πάνω της. Συνεπώς με την περίπτωση Falcão είμαστε ακόμη στην αρχή, καθώς πρακτικά συνεχίζει να μην υπάρχει.
Βασικά υπάρχει ακόμη ένας δίσκος, από ότι λέγεται. Και κάπου ανάμεσα στις περιπτώσεις των Arthur Verocai και Pedro Santos, o Falcão στέκεται ήδη ένα σκαλοπάτι παραπάνω για όσους τυχόν θεωρούμε ότι καλή μεν η εκάστοτε σπουδαία μουσική της Βραζιλίας, αλλά κάτι θα έπρεπε να υπάρχει για να έχει μια θέση και στον κατάλογο της χρυσοσκότεινης εποχής της 4AD για να μπορέσουμε να ταυτιστούμε κάπως μαζί της. Ε να που υπάρχει.