ΕΔΩ
Ερώτημα (παραφράζοντας τον Χόρνμπυ): τι ήρθε πρώτα, η μουσική ή η ζωγραφική; Ο Άρης Καραμπεάζης πάντως (και όχι φευ) δεν έχει τέτοια διλήμματα...
Για κάποιο περίεργο λόγο έχω κολλήσει με το ότι ΦΕΥ είναι ο τίτλος του δίσκου, και το ΕΔΩ κάτι σαν υπότιτλος-επεξήγηση. Δεν είναι έτσι ακριβώς, αλλά δεν θα το αποφύγω και ιδιαίτερα στη συνέχεια. Άλλωστε ως ηχητικό/μουσικό άλμπουμ –που βασικά μας ενδιαφέρει εδώ σχεδόν αποκλειστικά– η πρώτη δουλειά του μουσικού και εικαστικού Αριστομένη Θεοδωρόπουλου, δημιουργεί (αλλά κυρίως θέτει) πιο σημαντικά προβλήματα από το παραπάνω.
Το ΦΕΥ:ΕΔΩ δεν φαίνεται να έχει καταρχάς κάποιο... κυκλοφοριακό πρόβλημα (κυκλοφορικό έχει, το λέμε παρακάτω). Μπορεί η boxset έκδοση της B-OtherSide να φαίνεται (και να είναι) κάπως τραβηγμένη από τα μαλλιά, η «κανονική» όμως έκδοση σε βινύλιο στιβαρής κοπής και με ένθετο που υπογραμμίζει και δεν αγνοεί την εικαστική διάσταση του εγχειρήματος είναι ανωτέρας τάξεως και επιβραβεύει την συνήθεια του να αγοράζει κανείς δίσκους βινυλίου, η οποία με αρκετή άχρηστη και ατεκμηρίωτη ειρωνική διάθεση αντιμετωπίζεται τελευταία εδώ κι εκεί. Αγοράστε άφοβα.
Εντελώς υποκειμενικά πάντως –και δη από την καθαρά μουσική σκοπιά του πράγματος– αισθάνομαι κάπως άβολα με το εξαντλητικό κείμενο του Νίκου Ι. Μποσκόζου στο ένθετο, που ίσως μεν να έχει μία χρηστική αξία στην αποτίμηση του εικαστικού μέρους του έργου (δεσμεύομαι ότι δεν θα ασχοληθώ με αυτό στη συνέχεια, ούτε θα χρησιμοποιήσω εκ νέου τον όρο) και ίσως να «στέκει» ως σημείωμα στον κατάλογο μίας γκαλερί, αλλά θεωρώ ότι με τέτοιο περιεχόμενο που αποτιμά πρόωρα μεταξύ άλλων και το μουσικό κομμάτι του έργου, θα έπρεπε να περιμένει τουλάχιστον την εικοσαετή επετειακή κυκλοφορία του δίσκου, για να εμπεριέχεται σε αυτόν χωρίς να δημιουργεί υποψίες ή έστω ενστάσεις.
Η συνολική ακρόαση του ΦΕΥ:ΕΔΩ, δηλαδή όχι η ακρόαση που απομονώνει το κάθε ένα από τα εφτά κομμάτια, τα οποία έχουν απόλυτα διακριτή ποιοτική διαφορά μεταξύ τους, επαναφέρει, με οξύ μάλιστα τρόπο, τον όποιο προβληματισμό έχει ο καθένας από εμάς για τη σχέση των μετα-νεωτερικών (για να χρησιμοποιήσουμε αυθαίρετα και εμείς έναν όρο, που αρκετά συχνά συναντούμε στα ακαδημαϊκά περί της μουσικής κείμενα) εγχώριων και ‘προχωρημένων’ δημιουργών με το ρεμπέτικο, την διείσδυση του σε κάθε επόμενη εγχώρια μουσική και την εν γένει αισθητική του, όπως αυτή αναδεικνύεται συχνά-πυκνά σε προαπαιτούμενο, ειδικά των χαλεπών καιρών, σχεδόν σαν εργαλείο αντίδρασης (και όχι αντίστασης, όπως αφελώς ερμηνεύεται).
Η οποία αισθητική του ρεμπέτικου, ακόμη και ως οδηγία, βεβαιωμένα πλέον όταν προσκρούει σε φαινομενικά αντιθετικές ιδέες περί ήχου, αλλά και συνθηκών δημιουργίας, καταλήγει –παραδόξως ή μη– σε ένα αποτέλεσμα, που λίγο-πολύ μας προειδοποιεί περί του ότι μπορεί να ξυπνήσουμε μια μέρα και να έχουμε μπροστά μας το νέο έντεχνο, μην ξέροντας από που να το πιάσουμε και που να το αφήσουμε.
Δεν έχουμε φτάσει ακόμη εκεί, αλλά αν γυρίσουμε όχι και πολύ πίσω, θα δούμε ότι δεν πάει πολύς καιρός από τότε που ο Θανάσης, οι Λαϊκεδέλικα και οι πέριξ αυτών αντιμετωπίστηκαν ως λύση, μέχρι που κατέληξαν ανυπόφορο πρόβλημα. Όπως εξαρχής ήταν δηλαδή, παρότι κι εγώ κάπου στη μέση της διαδρομής πίστεψα κάτι λιγότερο από το αντίθετο, αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τη σειρά μου. Ας τους αφήσουμε στους πυρσούς τους όμως αυτούς, και ας έρθουμε πίσω στα δικά μας, χωρίς κίνδυνο τιμωρίας έδρας. Και μην πάρουμε να λέμε ξανά μανά και από την αρχή για Λόλεκ και συναφείς ασθένειες τώρα.
Αυτά τα νήματα, τα οποία εύλογα όσο και αφελώς πιστεύουμε ότι κινεί ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, ως The Boy, χαρακτηρίζουν σε μία όχι τόσο στοχευμένη –ακόμη τουλάχιστον– διάσταση και τη μουσική του Αριστομένη Θεοδωρόπουλου, ως ΦΕΥ.
Δεν είναι τόσο το θέμα του ‘Καϊξή’, που με διάφορους τρόπους εμποτίζεται στο μυαλό του ακροατή στο ’12:17’. Με έξυπνους τρόπους γίνεται αυτό κατά την άποψη μου, και μάλλον πρόκειται για την καλύτερη σύνθεση του δίσκου, παρότι μάλλον η πιο προφανής και λιγότερο εντυπωσιακή, ίσως και λόγω της μειωμένης διάρκειας της.
Ούτε είναι απαραίτητα ενοχλητική και η ξεκάθαρα μετα-ρεμπέτικη (ή και νεο-ρεμπέτικη, όπως έγραψε ήδη ο Φώντας Τρούσας, δεν διαφωνώ) απογοήτευση που περιμένει τον ακροατή στην έναρξη της δεύτερης πλευράς, όπου και το ‘Τελευταίο Σχολείο’ για πρώτη και τελευταία φορά στον δίσκο ακούγεται να υπερβαίνει το αόριστα θεμιτό μέτρο, ίσως και λόγω της ρυθμικής του ευκολίας. Και ενώ αυτό δεν συμβαίνει στο αμέσως επόμενο ‘ΕΔΩ’, που και το μέτρο επανακτάται και ο δίσκος βρίσκεται πιο κοντά στην ιδεατή του μορφή.
Εντοπίζεται το πρόβλημα –θεωρώ– στη γενικότερη αίσθηση, που καθώς ολοκληρώνεται ο δίσκος μετατρέπεται σε πεποίθηση, ότι το ΦΕΥ αυτοβούλως, αλλά με άγχος, φυσιολογικά, αλλά και νομοτελειακά παράλληλα, εντάσσει εαυτό ως παρακολούθημα μίας ηχητικής και αισθητικής παράδοσης, την οποία από την διάλεξη του Χατζιδάκι μέχρι σήμερα, δεν έχει κατανοηθεί επαρκώς ακόμη για ποιον ακριβώς λόγο είμαστε δήθεν υποχρεωμένοι να την αποδεχόμαστε σε (σχεδόν) οτιδήποτε, ακόμη και αν αυτό θα έπρεπε πρωτίστως να την αποκλείει, έστω και για να την αξιολογήσει όπως πραγματικά της αξίζει. Γλιτώσαμε δηλαδή από την ιστορία ‘ρεμπέτικα και μπλουζ’ και πάμε τώρα στη φάση ‘ρεμπέτικα και πρωτοπορία’ ή κάπως έτσι τέλος πάντων; Κάτι δεν μου κάθεται και πολύ καλά.
Κατά την άποψη μου, ο αποκλεισμός του ρεμπέτικου, μέσω της έλλογης ενσωμάτωσης του, επιτυγχάνεται εδώ μόνον στο ’12:17’. Όλες οι υπόλοιπες συνθέσεις, παρότι δεν πάσχουν ηχητικά, ούτε ασφαλώς προσβάλλουν και ενοχλούν αισθητικά (κάθε άλλο), έχω την εντύπωση ότι διολισθαίνουν σε ένα είδος ‘αβανγκάρντ-της-παρέας’, από το οποίο προτιμώ να κρατήσω κάποιες αποστάσεις.
Ίσως το παραπάνω συμπέρασμα να είναι εντελώς λάθος και με κανέναν τρόπο να μην αντανακλά τις πραγματικές είτε προθέσεις, είτε αφετηρίες του δημιουργού, καθώς όμως όπως κάθε μουσικό έργο, έτσι και το ΦΕΥ:ΕΔΩ, δεν μπορεί να κριθεί εντελώς ανεξάρτητα από το περιβάλλον, που όχι μόνο καθοδηγεί την γένεση του, αλλά και θα καθορίσει την λειτουργία και την εξέλιξη του, το καταθέτω περισσότερο ως προβληματισμό, παρά ως κατηγορία ή παράπονο. Του στυλ προσέχουμε για να έχουμε, σας τα έλεγα εγώ, και άλλα διδακτικά και επιδεικτικά, αλλά κάπως πρέπει να βγάλουμε και εμείς όχι το ψωμί μας ασφαλώς εδώ, αλλά τις ανησυχίες μας.
Το ΦΕΥ:ΕΔΩ είναι ένας δίσκος που άκουσα και ακούω πολλές φορές. Αρχικά με εντυπωσίασε, στη συνέχεια μου ακούστηκε –για αρκετές ακροάσεις– ως σχεδόν μεθοδευμένα οικείος και πλέον μου αφήνει αρκετό χώρο όχι τυχόν να τον αποδομήσω (μιας και οι βασικές του δομές, στηρίζονται γερά θεωρώ στην εξω-ρεμπετικοχατζιδακική ηχητική αισθητική του δημιουργού, ο οποίος και από βόμβους ξέρει και από συχνότητες και μόνος του τα στήνει όλα μια χαρά), αλλά να τον φανταστώ σε μία ιδεατή (για εμένα τουλάχιστον) άλλη μορφή.
«Για εμένα το ΦΕΥ:ΕΔΩ ΔΕΝ είναι ένας νεο-ρεμπέτικος και εν δυνάμει post- έντεχνος δίσκος».
(Αλίμονο, αν ήταν)