Είχαμε μείνει λοιπόν κάπου στα μέσα του 2005, στους Abbie Gale και στην προκλητικά επιτυχημένη αυθάδεια τους να συναγωνιστούν τον αφόρητο λυρισμό των Go Betweens με ένα άλμπουμ πρωτόγονης ρεαλιστικής ομορφιάς.
Σε άλλο γήπεδο τώρα. Σχεδόν στάδιο (όπως stadium rock)... Βρισκόμενοι πλέον στο ρόστερ της EMI και με τα μεγάλα καλοκαιρινά φεστιβάλ να τους περιμένουν στην γωνία, για να αποδείξουν και υπαιθρίως την θρυλούμενη live αξία τους (θα συνηγορήσω σε αυτό), οι Film από αντικειμενική σκοπιά έχουν ήδη μπροστά τους το άγχος της επιτυχίας. Αυτόματα λοιπόν και δια της ατόπου... θα ξεκινήσω αρνητικά προλέγοντας ότι η προοπτική επιτυχίας και η ευκαιρία καριέρας είναι στοιχεία που a priori ανακόπτουν την τάση για "αυθάδη" συμπεριφορά και ανατροπές, όχι μόνο στο χώρο της τέχνης, αλλά σε οποιοδήποτε τομέα ενασχόλησης. Οι Film αυτό τον καιρό, άθελα τους ασφαλώς, πήραν τον ρόλο του επόμενου ηγέτη της αγγλόφωνης ελληνικής ροκ σκηνής... και όσοι έχουμε δει το εν λόγω έργο στο παρελθόν από τώρα (χαμο)γελάμε με την κατάληξη του.
Να υπενθυμίσω απλά ότι ποτέ και κανένα μουσικό είδος, ποτέ και κανένας καλλιτέχνης ή συγκρότημα (από τους φερόμενους ως εναλλακτικούς) δεν κατέληξαν σε κάτι σπουδαίο έχοντας ως βάση τις εύκολες και ατελείωτες στουντιακές ώρες των μεγάλων δισκογραφικών και το υποτιθέμενο επαγγελματικό promotion αυτών. Καλύτερο παράδειγμα από το πρόσφατο των Franz Ferdinand δεν μπορώ να σκεφτώ. Εκτός Domino, θα ήταν ασφαλώς ένα διαφορετικό συγκρότημα.
Tο γεγονός ότι ειδικά οι εν Ελλάδι ανεξάρτητες δισκογραφικές μίλια απέχουν από το να χαρακτηριστούν απλά "εταιρίες" (πόσο μάλλον εταιρίες που λειτουργούν οργανωμένα και με προοπτική αποτελέσματος), δυστυχώς δεν έχει καταφέρει να αλλάξει τον παραπάνω κανόνα. Επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά: το ελληνικό ροκ (ελληνόφωνο, αγγλόφωνο, γαλλόφωνο και ότι άλλο θέλετε) κυριολεκτικά ευτελίστηκε όταν κάπου στα μέσα των 90s έγινε το αγαπημένο παιχνίδι των μεγάλων δισκογραφικών εταιριών. Και αν πλέον έχει καταφέρει από ευτελές να μετεξελιχθεί απλά σε ελαφρώς κακόπιστο ... σίγουρα δεν οφείλεται αυτό σε όσους εκπροσώπους του μεγαλοιδεάτισαν και πίστεψαν ότι υπάρχει ένα σύστημα έτοιμο να τους δεχτεί και να τους κάνει ήρωες του. Οπότε ας προσέξουμε όλοι αυτή τη φορά. Ξεχαστήκαμε όμως...
Θα αποκαλύψω λοιπόν ότι στις περισσότερες συζητήσεις που κάναμε πάνω στο δεύτερο άλμπουμ των Film, ειδικά με φίλους στων οποίων τη γνώμη δίνω αιτιολογημένα βαρύνουσα σημασία, το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι οι Film δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει με το ντεμπούτο τους. Λάθος!
Το δεύτερο άλμπουμ των Film -με μοναδική αδυναμία την έλλειψη πειστικής παραγωγής στον ήχο- είναι ο ιδανικός εκφραστής του αστικού άγχους και της ανίας των τεράστιων πόλεων, που καταφτάνει επιτέλους και στη χώρα μας στις πραγματικές του διαστάσεις και όχι σαν ξεθωριασμένο υπόλοιπο του άγχους της Βόρειας Ευρώπης. Σε αυτό το επίπεδο (και αφήνοντας τους Πατρινούς ρόκερ να επιμένουν σοφά να είναι λυρικοί και ευαίσθητοι) διακρίνω στα τραγούδια των Film την ολοκλήρωση του εγχειρήματος που παράτησαν μισοτελειωμένο οι Στέρεο Νόβα με το 'Βιταμίνα Τεκ', όταν αποφάσισαν να αναλωθούν σε υπερευαίσθητες σαχλαμαρίτσες, με πρόσχημα την ποιητική αντίσταση απέναντι στη μιζέρια των άλλων. Το ροκ όμως (και οι Στέρεο Νόβα στις καλές τους στιγμές ήταν μια πολύ δυνατή ροκ μπάντα...) προτού συναντήσει την ποίηση πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει στα ίσια την απόγνωση. Διαφορετικά καταντάει μια γραφική θεωρία. Αυτή είναι η διαφορά των Mecano από τους Sound για παράδειγμα. Οι πρώτοι μπήκαν στη μάχη, οι δεύτεροι την περιέγραψαν...
Οι Film λοιπόν είναι από αυτούς που επιλέγουν να μπουν στη μάχη, συνειδητά, με πάθος και νεύρο, χωρίς να υποχωρούν ούτε στιγμή. Το ροκ των Film δεν εξαντλείται στην συναρπαστική ενασχόληση της περιγραφής, αλλά "έρχεται" στα χέρια με εκείνα ακριβώς τα πράγματα που πρέπει να έρθει στα χέρια. Τα φωνητικά της Ελένης Τζαβάρα δανείζονται από την Laurie Anderson τις νόρμες για συνεχή συναγερμό, και αφήνουν την Marianne Faithfull να κλαίει τη μοίρα της μόνη της και να μην χώνει ποτέ τα νύχια της στο δέρμα. Από πίσω η μπάντα επιλέγει σοφά να συνδυάσει τις αρετές του new wave με τα γοητευτικά μειονεκτήματα του εναλλακτικού ήχου των 90s. Μελωδίες που ηθελημένα δεν υποστηρίζονται από την rhythm section... και συμπαγείς ρυθμοί-συναγερμοί που σωστά δεν επιτρέπουν σε καμιά πιασάρικη μελωδία να τους πάρει τα ηνία. Η προδοσία από την παραγωγή του ήχου (τα φωνητικά είναι υπερβολικά, μα υπερβολικά, μα υπερβολικά "μπροστά" σε σχέση με τη μουσική. Τυπικό λάθος των ελληνικών ροκ άλμπουμ, που πίστευα ότι έχει ξεπεραστεί πια...) δεν καταφέρνει ευτυχώς να προδώσει και το ίδιο το όραμα της μπάντας.
Μια σχεδόν διασκεδαστική σύμπτωση για αρχή: το εναρκτήριο 'Stop Stop' σε ρόλο υποψήφιου ροκ χιτ... υποφέρει από το σύνδρομο των Rolling Stones απέναντι στην KD Lang και των U2 απέναντι στους A-ha. Είναι γνωστό πλέον ότι η μουσική, οι μελωδίες και οι ρυθμοί κάνουν άπειρους κύκλους και συναντώνται εκεί που κανείς δεν το περιμένει. Η μοίρα των Film ήθελε να συναντηθεί η έμπνευση τους με αυτή του Σταμάτη Μεσημέρη... και του Βασίλη Παπακωνσταντίνου (άκου τώρα εσύ...). Όσο και αν σας φαίνεται περίεργο, το 'Stop Stop' ακούγεται σαν μια post punk παραλλαγή του 'Για σένα' που συνέθεσε ο πρώτος και ερμήνευσε ο δεύτερος προ πολλών ετών (μαζί με την Μαρία Δημητριάδη, αν θυμάμαι καλά). Η εναλλαγή στα αντρικά-γυναικεία φωνητικά, το ρεφρέν σύνθημα και κυρίως η ατμόσφαιρα των δύο τραγουδιών, στο μοτίβο "πανικός στους δρόμους" είναι που έφεραν το παράδοξο αποτέλεσμα. Πρόκειται πάντως για ιδιαίτερα ζόρικο κομμάτι...
Το κορυφαίο τραγούδι του δίσκου θα το βρείτε αρκετά παρακάτω. Στο 'Away To Say Goodbye' οι Placebo χαροπαλεύουν απέναντι στους Throwing Muses και ο τελικός νικητής παραμένει το ατόφια κιθαριστικό εναλλακτικό ροκ, που στις καλύτερες στιγμές του δεν συγκρίνεται με οτιδήποτε άλλο έχεις ακούσει (στις χειρότερες όμως είναι αφόρητα κουραστικό). Δραματικοί όσο πρέπει στο Angel B' (το τραγούδι εννοώ αυτή τη φορά), οι Film επιμένουν να μην παρασύρονται αυτή τη φορά σε υπερβολές συναισθημάτων. Οι παραμορφώσεις στις κιθάρες βοηθούν και πάλι το συγκρότημα να μας πείσει ότι δεν είναι τόσο όμορφα τα πράγματα τα πράγματα γύρω μας όσο νομίσαμε κάποτε. Στα τραγούδια των Film υπάρχει αγάπη και συναισθήματα, ορθά όμως δεν τίθενται ποτέ αμφότερα σε καθεστώς άμεσης προτεραιότητας. Θα προσέξετε και το 'Red Song' που παραπέμπει ηχητικά στην "βρώμικη" και πιο ενδιαφέρουσα περίοδο της P.J. Harvey. Εδώ είναι που η Ελένη πείθει ότι γνωρίζει οριστικά πως το αστικό blues του σήμερα πρέπει να είναι τόσο άτεχνο... ώστε στο τέλος να καταλήγει πραγματικό κομψοτέχνημα.
Οι Film ευτυχώς για αυτούς δεν μάσησαν τα λόγια τους. Πέρα από ανατροπές και αναρχοηχητικές συμπεριφορές ηχογράφησαν ένα άλμπουμ που πραγματικά υπήρχαν άπειροι λόγοι για να ηχογραφηθεί. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό σε μια περίοδο που όλοι σωρεύουμε τόνους άχρηστων μουσικών πληροφοριών, ηθελημένα, αλλά και άθελα μας.
Οι Film έχουν μια οπτικά και ηχητικά άριστη frontwoman, έχουν τον ήχο που κινεί τα νήματα ανάμεσα στην ευαισθησία των Josef K και στην οργή των Fall... έχουν και τα τραγούδια για να το αποδείξουν. Ας μην τους χαρακτηρίσουμε λοιπόν με μιζέρια και εκδικητικότητα απέναντι στο ταλέντο τους ως τη νέα μεγάλη ελπίδα της ελληνικής ροκ σκηνής. Θα τους αδικήσουμε.
Το 'Angel B' συστήνει οριστικά τους Film σε ένα κοινό που δικαιολογημένα απαιτεί τις κιθάρες να ουρλιάζουν, τις μελωδίες να καταρρέουν μπροστά τους και τα φωνητικά να καλύπτουν τα πάντα με το θράσος που μονάχα η ομορφιά μπορεί να έχει απέναντι στην τέχνη.