Καθώς θα συνεχιστεί η παράδοση που θέλει αναλύσεις επί αναλύσεων να συνοδεύουν την κυκλοφορία κάθε νέου άλμπουμ των Film, να ξεκαθαρίσω από την αρχή, ειδικά για όσους απεχθάνονται τη μακροσκελή ανάγνωση, ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό άλμπουμ, με σοβαρά υπολογίσιμη για τους λάτρεις του είδους (λέγε με alternative εν γένει και μην ντρέπεσαι για αυτό) μουσική αυταξία, που στην αλυσίδα της "ασυνέχειας" τοποθετείται δίπλα ακριβώς στο πολυπόθητο Nostalgia των Raining Pleasure, που μέχρι σήμερα όμοιο του και ανάλογο του δεν συναντούσες στο οικείο τμήμα της ελληνικής δισκογραφίας.
Όπως και το Nostalgia, έτσι και το Persona, έρχεται στον ακροατή απαλλαγμένο από κάθε άγχος και από κάθε ανόητο καιροσκοπισμό. Απαλλαγμένο από αλλοπαρμένους manager-"γατόνια" που υπόσχονται να οδηγήσουν το συγκρότημα στη γη της δισκογραφικής επαγγελίας (και στον ουρανό της κινητής τηλεφωνίας- τι μάστιγα και αυτή πια). Απαλλαγμένο από μεγάλες δισκογραφικές, με μεγαλόπνοα σχέδια δράσης, προερχόμενα από μικρόνοους υπαλλήλους. Και κυρίως: απαλλαγμένο από οποιοδήποτε άγχος να εκφράσει και να προσδιορίσει την γύρω του επικαιρότητα: ηχητική, αισθητική και (αν υπάρχει τέτοια, που δεν...) ιδεολογική. Εσχάτως και η ενδυματολογική αποτελεί το ζητούμενο, ας μην το σχολιάσω αυτό.
Για αυτό και το Persona είναι το πρώτο άλμπουμ των Film που αφήνει (και θα το αφήσει ανεξίτηλο) στίγμα, και όχι απλά ίχνη, της μπάντας στην ελληνική δισκογραφία.
Η Ελένη Τζαβάρα είχε ως μέλος της μπάντας -και συνεχίζει να έχει ως Etten πλέον- μία, κατά περίπτωση, εξωπραγματική "δυναμική", και ως ερμηνεύτρια, και ως performer επί σκηνής, που ήταν αδύνατο να μην "παρασύρει" το συγκρότημα σε εκτός ορίων διαθέσεις. Η απουσία της, χωρίς να θέλουμε να τη χαρακτηρίσουμε "θετική" ή "αρνητική", επιτρέπει στους υπόλοιπους Film να πάρουν μία, δύο, αρκετές ανάσες... να στρέψουν την προσοχή τους ακόμη περισσότερο στην ποιότητα της μουσικής τους, να την "δοκιμάσουν" και να "δοκιμαστούν" σε αυτή. Στο σύνολο του άλμπουμ απομακρύνονται από ηχητικές εξάρσεις, κιθαριστικά ξεσπάσματα, ρεφρενιστικούς ευφυολογισμούς και εντυπωσιακά κρεσέντα (τα οποία αποτελούσαν κύριο ζητούμενο στο Angel B).
Ως καταστάλαγμα αυτής της νέας πραγματικότητας είναι καταρχήν η τοποθέτηση του "τρίτου και καλύτερου" ήχου των Film στο απροσδιόριστο κενό που συνδέει τους προοδευτικούς 80s σκοταδιστές με τους υποψιασμένους 90s θορυβοποιούς. Κάπου ανάμεσα στο Futurism V.S Passeism των Blonde Redhead (τραγούδι που συνοψίζει πρόωρα όλη τη μετέπειτα δισκογραφία τους) και στις αναλογικές στιγμές του Italian Flag των Prolapse. Κάπου εδώ λοιπόν οι Film χαιρετίζονται ως η πρώτη ελληνική ροκ μπάντα που κατάφερε να δώσει σημαντικότερη αξία στα κενά διαστήματα του ήχου της από ότι στις προσπάθειες τόνωσης του (βλέπε/ άκου: Berlin κυλάει με μόνα τα κρουστά ανακαλώντας ορθές παρεμβάσεις όχι μόνο από τις κιθάρες, αλλά και από το μπάσο).
Η Ιφιγένεια Atkinson είναι επισήμως η αντικαταστάτρια της Τζαβάρα, η συναισθηματική λαλιά του δίσκου όμως υποστηρίζεται και από την Evira των Abbie Gale (με υπέροχο βεβαίως τρόπο), αλλά και από μία γενικότερη συμμετοχική διάθεση, που ασφαλώς ευνοεί την εξερευνητική ροπή του άλμπουμ. Στους καθοριστικώς παρεμβαίνοντες και ο Μανώλης Αγγελάκης, ο οποίος πέραν του ότι "προσγειώνει" με γενικότερο τρόπο τον ήχο και το attitude της μπάντας, με κιθάρες που έρχονται χωρίς ίχνος ροκοπιασάρικης αγωνίας, διακρίνεται για μία γενικότερη αισθητική επίδραση προς το συγκρότημα, αν κρίνει κανείς και από το γεγονός ότι είναι ένας από τους δύο προς τους οποίους αφιερώνεται ο δίσκος.
Πέραν τούτων το Persona απαντάει με αφοπλιστική ευκολία στο ερώτημα/ αγωνία περί του αν ακούγονται από την αρχή μέχρι το τέλος οι δίσκοι που βγαίνουν σήμερα. Αυτός ο δίσκος σχεδόν μόνο έτσι ακούγεται. Όχι μόνο γιατί δεν αναλώνει την επιμέλειά του στην αναζήτηση του ιδανικού πρώτου και δεύτερου single, αλλά κυρίως επειδή επιμελώς "χτίζει" μια καλοδεχούμενα ύποπτη ηχητική συνέχεια σε κάθε επόμενο κομμάτι. Ενώ παράλληλα κάθε ξεχωριστό κομμάτι δεν υπολείπεται από κανένα άλλο. Είναι το γνωστό σύνδρομο "δεν θυμάμαι να σου πω κανένα τραγούδι από το Souvlaki των Slowdive, αλλά είναι ο καλύτερος δίσκος όλων των εποχών".
Τι άλλο μένει να πούμε; Μήπως θέλετε να δικαιολογήσουμε τον γενικότερο ενθουσιασμό; 9άρια στους Abbie Gale, τον Boy, τη Monika κ.α. 8αρια σε κάθε τι της Cast-a-blast, ομοίως σε Gone X3, Cayetano, Xaxakes... έπεται ο Lolek και ο Simon Bloom. Τελικά έχουμε την καλύτερη σκηνή του κόσμου; Είναι δυνατόν; Γιατί δεν ασχολούνται όλοι με μας; Μην το αποκλείετε, δεν αποκλείεται.
Από τη στιγμή που δημιουργούνται οι στοιχειώδεις συνθήκες δημιουργίας και επικοινωνίας της μουσικής (κάτι που μας έλειπε κατά τη βιομηχανική εποχή της παγκόσμιας δισκογραφίας, που έπαυσε από καιρό), μία μουσική αγορά "άγονης γραμμής" όπως η ελληνική, μπορεί κατ' αναλογία να δημιουργήσει σπουδαιότερα πράγματα, από ότι εκεί που κυριαρχούν οι κανόνες και οι απαιτήσεις της μεγάλης αγοράς. Πόσες φορές πρέπει να πούμε ότι τη χρυσή πενταετία της Νεοζηλανδέζικης σκηνής δεν τη συναγωνίζεται καμία αντίστοιχη βρετανική ή αμερικάνικη παραγωγή; Μερικά μικρότερα big bang και κάμποσες μικροεπαληθεύσεις της θεωρίας του χάους αρκούν για να πειστούμε ότι όλοι οι παραπάνω (και πολλοί άλλοι...) είναι μακράν καλύτεροι από κάτι ανέκδοτα του τύπου Ebony Bones, Florence And The Machine, Gossip κ.λ.π ανθυποστάρ της εποχής της δισκογραφικής κρίσης.
Έχοντας κατά νου την προ τριετίας υστερία για το πλασάρισμα των Film ως υποκατάστατο των Raining Pleasure, αμφέβαλλα αρχικά περί του ορθού της ένταξης τους στον έγκριτο κατάλογο της Inner Ear. Διαψεύδομαι πανηγυρικά καθότι στην οριστική αυτή επιστροφή τους κάνουν πέρα ότι μας ενοχλούσε και κρατάνε ότι πραγματικά τους εκφράζει. Και αυτό θα το διαπιστώσετε οπωσδήποτε σε ολόκληρη τη διάρκεια του Persona.
myspace