Fink's Sunday Night Blues Club, Vol. 1
Αν και τη θέση του "χαμαιλέοντα" στη μουσική την έχει κατοχυρώσει ο συγχωρεμένος David, υπάρχουν εν τούτοις κάμποσοι επίδοξοι διάδοχοι. Του Νίκου Παπατριανταφύλλου
Fink: Ο απεχθής άνθρωπος, το κάθαρμα, ο ρουφιάνος, το "καρφί", ο απεργοσπάστης.
Ευτυχώς που δεν επέλεξα τη γλωσσολογία, γιατί μετά τον παραπάνω ορισμό, δεν θα υπήρχε το παρακάτω κείμενο.
Πάμε ξανά...
Fink: Μουσικός χαμαιλέοντας, με την ιδιότητα να μεταλλάσει το ηχόχρωμά του ανάλογα με το ψυχοσυναισθηματικό του περιβάλλον...
Ο Fin Greenall, κατά κόσμον Fink, το έκανε πάλι. Το έχει κάνει αρκετές φορές στο παρελθόν, γι' αυτό και ο συνειρμός του χαμαιλέοντα. Γιατί πως αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις αυτό το πολύχρωμο και πανέξυπνο ...κάθαρμα, που ξεκινά 20 χρόνια πίσω ως trip hop dj, ηχογραφεί ηλεκτρονικά στη Νinja Tunes, στην πορεία γυρνάει στις κιθάρες και φτιάχνει indie pop μπάντα, συνεχίζει ακάθεκτος δίνοντας ένα κομμάτι του στην Amy Winehouse, τολμά να αποδεχτεί πρόταση της Βασιλικής Ορχήστρας της Ολλανδίας για κοινό project. Το 2014 ζει το θρίαμβο με το "Hard Believer", στο οποίο για πρώτη φορά, μέσα σε πολλά άλλα στοιχεία, εμφανίζονται τα πρώτα ψήγματα της ροπής του προς το blues. Κι ερχόμαστε στο σήμερα...
Αν για πολλούς η παραπάνω διαδρομή θα μπορούσε να ήταν παρανοϊκή, αυτοκαταστροφική ή απλά οπορτουνιστική, για τον Fink φαίνεται να είναι αυστηρά αυτοπροσδιοριστική, και ικανή να τον οδηγήσει με συνέπεια στην τραγουδοποιία του. Διότι αποδεδειγμένα σέβεται καταρχήν την ιδέα του, όπως και τη συνολική διαδικασία παραγωγής μέχρι το τελικό αποτέλεσμα. Και το προσδιοριστικό πλαίσιο της όποιας φόρμας, είναι για τον ίδιο ίσως το εργαστήριο ήχου, μέσα στο οποίο αφήνεται ελεύθερος να πειραματιστεί, να αναμίξει, να τήξει και να πήξει τα δομικά υλικά που κάθε φορά επιλέγει. Στο σήμερά του, λοιπόν, ο Fink αποφάσισε να εργαστεί στο εργαστήριο του blues.
Στο "Sunday Night Blues Club, Vol. 1" (θα υπάρξει και 2ο άραγε, ή μήπως μας τρολάρει;;;) ο Fin χωρίς το "k" του καθάρματος, με καθαρό τρόπο βουτάει στην καθαρή, πηγαία, πρωτόγονη μπλουζ. Η ντετερμινιστική αυτή φράση περιγράφει με ακρίβεια τι θα συμβεί στα αυτιά σου στην πρώτη ακρόαση. Θα αρχίσουν να σχηματίζονται φιγούρες μπλουζ μορφών του παρελθόντος που αγάπησες, ή ακόμη και άγνωστων σκλάβων εργατών στις βαμβακοφυτείες της Virginia.
Αυτό, όμως, στην πρώτη ακρόαση. Διότι στην περίπτωση του Fink με το "k" του καθάρματος, δεν αργείς να αντιληφθείς, ότι το προφανές νήμα που αρχικά είδες, και ίσως σε έκανε να χασκογελάσεις, δεν είναι ακριβώς νήμα. Μάλλον κουβάρι είναι, ή καλύτερα μίτος. Ένας μίτος χωρίς Αριάδνη, που η μία του άκρη μένει σταθερά μπλεγμένη στα δάχτυλά σου, ενώ η άλλη άκρη χάνεται μέσα σε ένα σκοτεινό τούνελ. Κι εκείνο που νιώθεις, δεν είναι ο φόβος του Μινώταυρου, αλλά η μεταφυσική παρουσία της ψυχής του τραγουδοποιού στην πιο υλική υπόστασή της.
Κι όπως ξετυλίγεται ο μίτος στα δάχτυλά σου, νιώθεις ότι σε αρκετά σημεία του είναι υγρός από σταγόνες έμπνευσης, που μπορούν να εξηγηθούν από την 20χρονη διαδρομή που προαναφέρθηκε. Τότε, πια, καταλαβαίνεις, ότι το μπλουζ είναι για το album αυτό απλά το δωμάτιο, οι τοίχοι του λαβύρινθου, ή το ορατό σύμπαν για τη δεδομένη χρονική συγκυρία του Fink. Ο οποίος κάνει ξεκάθαρο το στίγμα του σε στιγμές λεπτομέρειας στην ενορχήστρωση, σε ανεπαίσθητα ψηφιακά "γεμίσματα", που μοιάζουν με θρόισμα αέρα σε υγρές σήραγγες, αλλά και στο γενικότερο χτίσιμο μιας αίσθησης αναπόδραστου, που δεν καταντά σε καμία περίπτωση κλειστοφοβική.
Μέχρι να γραφούν αυτές οι λέξεις, ο Fink πρόλαβε κιόλας να κυκλοφορήσει και μια συλλογή με dubs (παλιά του τέχνη κόσκινο) πάνω σε κομμάτια του album αυτού. Αποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό, ότι η άκρη του νήματος υπάρχει. Όπως υπάρχει και το μη ορατό σύμπαν...