O Avalanche
Η χρονικότητα στη μουσική είναι πάντα ένα ζήτημα. Και του δημιουργού αλλά κυρίως και του ακροατή. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Δίσκοι σαν το “O Avalanche” θα έλεγες πως έχουν κυκλοφορήσει γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Προσέξτε παρακαλώ: όχι του ’70, αλλά του ’80. Κάλλιστα όμως μπορούν να κυκλοφορούν και το Νοέμβριο του 2024. Κι εδώ αρχίζει -γιατί όχι και τελειώνει;- ένα υπέροχο ψευδοπρόβλημα. Πώς θα τους προσεγγίσεις και, εν τέλει, αξιολογήσεις; Με τα δεδομένα της εποχής που «ανήκουν» ή με εκείνα των ημερών της πραγματικής κυκλοφορίας τους; Πριν βιαστείτε να απαντήσετε, θυμηθείτε πως το ερώτημα είναι παραπλανητικό, αφού ο χρόνος -ιδιαίτερα στη μουσική- δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ψευδαίσθηση που εμμονικά απαιτεί να έχει λόγο στη ζωή μας. Όσοι όμως δεν τον πιστεύουν όταν τους ψιθυρίζει ότι είμαστε απλά μια «ανακατανομή του τίποτα», φαντάζομαι πως θα συνεχίζουν κάπως έτσι…
Αν λοιπόν όντως το “O Avalanche” κυκλοφορούσε γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν οι singers-songwriters αναζητούσαν -μάλλον μάταια- μια ακόμα πιο εστιασμένη στην ποίηση ανανέωση της δεδομένης έκφρασης, τότε πιθανότατα θα διαβάζαμε γι’ αυτό στον Ήχο και η κριτική του θα ήταν κάπως έτσι:
«Δε μπορώ να αποφασίσω αν ο Fionn Regan είναι περισσότερο μουσικός από ό,τι ποιητής. Και για να ακριβολογήσω, όχι ποιητής που παίζει με τους στίχους, αλλά που βάζει με λέξεις εικόνες στο μυαλό σου. Εικόνες για τη μοναξιά που χάνεται ακόμα κι η ίδια μέσα στην απουσία των άλλων, την ανυπαρξία του παρόντος, τις κακές προσθέσεις της μνήμης στο πέρασμα του χρόνου, τις χρωματιστές ψυχές των διάφανων ανθρώπων, τις ερημιές των συναισθημάτων, το κρύο στη γύμνια των αγαλμάτων, το φως που παίζει με το ταβάνι, το ηλιοβασίλεμα πάνω στα τζάμια, το λευκό των απλωμένων σεντονιών, τη μουσική της βροχής στις στέγες, τους κισσούς που κατατρώνε τους τοίχους, τα βλέμματα που κυνηγούν τους ίσκιους των πουλιών…».
Επειδή όμως οι μέρες της δισκοκριτικής ως απόλυτα προσωπικής εμπειρίας έχουν καλώς ή κακώς περάσει ανεπιστρεπτί, σήμερα η κριτική στο Mic.gr θα πήγαινε κάπως έτσι:
«Αλήθεια, υπάρχει κανείς εκεί έξω που δεν πιστεύει ότι η ποίηση μπορεί να αποκτήσει πληρέστερη διάσταση μέσα στη μουσική και τον στίχο; Για καλή μας τύχη, υπάρχουν ακόμα κάποιοι που μπορούν αβίαστα να το αποδεικνύουν. Πάρτε ως παράδειγμα τον γνωστό σε λίγους, αλλά καθόλου εξαιρετέο, Ιρλανδό Fionn Regan. Έναν τύπο που δε χρειαζόταν να φτάσει στο έβδομο άλμπουμ του, για να μας δείξει την αξία του. Αν τον ρωτούσατε τι μουσική παίζει, είμαι σίγουρος ότι θα σας απαντούσε χωρίς περιστροφές folk. Μόνο που με αυτήν την απάντησή του, θα αποσιωπούσε το μη δεδομένο μέρος της πραγματικότητας, αφού είναι αυτονόητο ότι κάθε Ιρλανδός μουσικός έχει βαθιές τις ρίζες του στη folk. Ο Regan, γράφει τη μουσική του σαν ένας σύγχρονος singer-songwriter που πατά γερά στην παλιομοδίτικη τεχνογνωσία και το στυλ τύπων σαν τον Nick Drake, μη διστάζοντας στιγμή να αφήσει το συναίσθημα να τον συνεπάρει, καθώς τραγουδά ή σχεδόν απαγγέλει γλυκά τους στίχους του.
Αν πω ότι η μουσική του είναι ονειρική, μάλλον θα την αδικήσω, κι αν την πω ατμοσφαιρική, στην ουσία δε θα έχω πει τίποτα. Κι αν νομίσατε ότι έφτασε η ώρα να ξεφουρνίσω κάτι ανάλογο του ότι αυτή «απαιτεί απανωτές ακροάσεις για να ξεδιπλωθεί», θα υποστηρίξω ακριβώς το αντίθετο, προτείνοντας να ακούσετε το “O Avalanche” ως απλό υπόβαθρο σε κάποια άλλη δραστηριότητά σας. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο δε θα το υποτιμήσετε, αλλά θα εκπλαγείτε με τον τρόπο που θα κερδίσει την προσοχή σας. Άλλωστε, κατά κάποιον τρόπο, μας το λέει κι ο ίδιος: “I float sometimes when you’re around”.
Από τη μια θέλω να πω ότι το “O Avalanche” χάνει στα σημεία από το αγαπημένο μου “The Meetings of the Waters”, αλλά από την άλλη δε μπορώ να παραβλέψω ότι λειτουργεί ελαφρώς καλύτερα ως σύνολο, ακόμα κι αν δεν έχει την ευρύτερη συνδρομή του Cillian Murphy ή τραγούδι όπως το “Cormorant Bird”. Έχει όμως την Anna Friel ως τραγουδίστρια, αλλά και σχεδόν εξίσου τρομερές στιγμές όπως τα “Teix Mountains”, “Islands”, “Anja”, “Into the Light of the Sun” και “Blood is Thicker Than Wine”. Και, για άλλη μια φορά, τη μαγεία ενός έστω και κατ’ ευφημισμό concept άλμπουμ».
Όποια από τις παραπάνω εποχές κι αν επιλέξει κάποιος να διαβάσει για το άλμπουμ, δε μπορεί παρά να είναι -με το δικό της τρόπο- κατάλληλη. Όμως σε κάθε περίπτωση, τα (πιο) πολλά λόγια θα ήταν φτώχεια. Ένα απλό τεστ αρκεί. Βάλτε το να παίζει, ασχοληθείτε με κάτι άλλο και… θα δείτε.