Echoes
Τριπλό άλμπουμ, δύο ώρες μουσικής, 43 νοματαίοι στη σύνθεση. Ο Γιώργος Παπαδόπουλος καταφέρνει να γράψει την κριτική παρουσίαση χωρίς να χρησιμοποιήσει τη λέξη "επικός"
Με ένα γρήγορο ψάξιμο στο ράφι των Fire!/Fire! Orchestra που έκανα για να θυμηθώ την δισκογραφία τους δεν βρήκα δίσκο που να ήταν απογοητευτικός ή έστω ρε παιδί μου, μέτριος. Περί τους 10-11 δίσκους και κάθε ένας μοναδικά απίθανος και ξεχωριστός με τον τρόπο του. 10 χρόνια πέρασαν από τον πρώτο τους και θυμάμαι τον εαυτό μου σαν τώρα να εντυπωσιάζεται με αυτό το νέο dig, τον δίσκο με τα σεντόνια στο εξώφυλλο.
Πέρασαν τα χρόνια για όλους. Και τώρα που το σκέφτομαι δίνει μια κάποιου είδους ψυχαναγκαστική ευχαρίστηση να μεγαλώνεις μαζί με μπάντες που αγαπάς. Θέλω να πω, δεν μου μίλησε κάποιος για την περίπτωση τους 10 χρόνια μετά όπως έγινε π.χ. για τις μεγάλες μπάντες των 70s, που για την γενιά μου ήταν μια “φυτευτή” ανακάλυψη από κάποιον άλλο. Εδώ μιλάμε για την “δική μου” μουσική ή πιο σωστά την μουσική που συνέβη στην “σειρά” μου κι εγώ ήμουν εκεί, στο πρώτο βαγόνι του τρένου, και αυτό αν μη τι άλλο μου δίνει εμένα προσωπικά μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Άγομαι και φέρομαι ακόμα και από αυτή την μικρή μουσική συνάντηση μου με την μπάντα σαν ένα ελάχιστο μέρος ενός μεγάλου συνόλου. Εδώ που τα λέμε, μεταξύ μας οι βλαμμένοι, θυμόμαστε οτι το dig αυτό ήταν του τάδε. Και το dig εκείνο μας το έμαθε ο δείνα. Κάπως σαν να δίνει ο ένας βλαμμένος τα εύσημα στον άλλον.
Το 2013 θυμάμαι τον εαυτό μου να εκπλήσσεται ευχάριστα από τον πρώτο τους δίσκο και μπορώ να στοιχειοθετήσω πρόσωπα, καταστάσεις και χρονικές συγκυρίες μέσα από την δισκογραφία των Fire! Orchestra και το πως εγώ την χώνεψα σε σχέση με τις καταστάσεις που βίωσα. Θα μου πείς, σιγά ρε μπρο, δεν μας λες και κάτι. Σαφώς δεν λέω κάτι καινούριο και δεν είναι μοναδικά εφαρμοζόμενο μόνο για τους Fire! Orchestra, αλλά πλέον μετά από μια κάποια ηλικία και κάποια -αρκετά- χιλιόμετρα μουσικής ακρόασης αρχίζεις να δέχεσαι και να προσλαμβάνεις διαφορετικά την μουσική και κυρίως αυτή να σου κάνει γκέλ σε σημεία και να σου πατάει κουμπιά που παλιότερα δεν γνώριζες καν ότι υπήρχαν σε σένα.
Και όπως είπα, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις μπαντών που ξεκινήσαμε μαζί, συνεχίζουμε μαζί και έχουμε μέλλον μαζί, απλά στην περίπτωση των Σουηδών η σχεδόν αλάνθαστη δισκογραφία τους σε συνδυασμό με την κυκλοφορία της εν μέσω των “πέτρινων χρόνων” της δεκαετίας 2013-2023 δημιουργούν συνειρμούς στο μυαλό μου.
Και στο κάτω κάτω, κάτι τέτοιοι μικροί συνειρμοί μας έχουν απομείνει σε όσους παλεύουμε καθημερινά να βρούμε λίγο χρόνο για να σκαλίσουμε τα ράφια με τους δίσκους που έρχονται σπίτι. Φτιάχνουμε το αφήγημα, το φέρνουμε από ‘δω, το φέρνουμε από ‘κει, δημιουργούμε ιστορίες και εμπειρίες και τις βάζουμε στα ράφια σαν συνοδευτικό χαρτάκι για κάθε δίσκο.
Το “Echoes”, αν και κυκλοφορεί προ-εκλογικά και του αρέσει να εντυπωσιάζει με αριθμούς και φιλόδοξα δελτία τύπου, ευτυχώς για εμάς ότι υπόσχεται το εκπληρώνει και με το παραπάνω μάλιστα. Αποτελεί ένα φιλόδοξο έργο 2 ωρών μουσικής που συμπιέζονται σε μια πανέμορφη κασετίνα τριών δίσκων με δικό τους “σώβρακο” (που λέει και ένας φίλος) ο καθένας, από μια μεγάλη μπάντα η οποία αριθμεί ούτε λίγο ούτε πολύ 43 μουσικούς. Πίσω από την κονσόλα είναι ο Jim O’ Rourke και εκ του αποτελέσματος έκανε απίστευτη δουλειά καθώς έχει πάρα πολύ καλό ήχο, με προσοχή στην λεπτομέρεια παρά το δύσκολο του εγχειρήματος, και κυρίως έχει αυτή την ζεστή χροιά της τζαζ που ακροβατεί ανάμεσα σε vintage και μοντέρνα, που μια νότα ακούς και είναι ικανή να σε καθηλώσει στον καναπέ εμβρόντητο, να σε βιδώσει στα πόδια σου και να σου πάρει το μυαλό.
Μουσικά το “Echoes” βολοδέρνει εκεί ανάμεσα στις προηγούμενες δουλειές του σχήματος, δεν λοξοδρομεί και δεν αλλάζει τη συνταγή της ορχήστρας. Εκ των πραγμάτων όμως, λόγω της τεράστιας σύνθεσης σε αυτόν τον δίσκο, η βασική μπάντα είναι σαφώς πιο επικεντρωμένη σε μεγαλειώδη ριφς, σε ποικιλόμορφες ενορχηστρώσεις οι οποίες εμπλουτίζουν πανέμορφα το τελικό σύνολο και σε μια παλιομοδίτικη συνθετική ατάκα που θυμίζει μπάντες από την δεκαετία του ‘60. Η ελεύθερη τζαζ τους έκφραση είναι πολύ πιο μετριασμένη και περιορίζεται σε συγκεκριμένες εξάρσεις μέσα στα τεράστια κομμάτια.
Μία από τις διαφορές σε σχέση με τον προηγούμενο δίσκο ο οποίος ήταν φωνητικά δομημένος είναι ότι εδώ η απίθανη φωνή της M.Wallentin απαντάται σε ένα μόνο κομμάτι και στα υπόλοιπα 2 που έχουν φωνητικά, στο ένα κάνει την εμφάνιση του ως τραγουδιστής ο ντράμερ των Refused, David Sandström, με μια ομολογουμένως εντυπωσιακή performance και στο τελικό κομμάτι που μας ισοπεδώνει με την καθηλωτική του ερμηνεία-απαγγελία ο πάλιουρας σαξοφωνίστας Joe McPhee (στο οποίο παίζει και τενόρο σαξόφωνο).
Οι γνώστες της μπάντας ήδη ξέρετε με τι “τέρας” έχετε να κάνετε. Οι υπόλοιποι κάντε μια χάρη στον εαυτό σας, χωρίς βιασύνες και επιπολαιότητες δώστε λίγο από τον χρόνο σας σε τούτο ‘δω το αριστούργημα. Θα σας ανταμείψει διαχρονικά. Θα τον πάρετε μαζί σας εφόδιο για πάντα. Το “Echoes” είναι ήδη ο πιο αγαπημένος δίσκος της χρονιάς που διανύουμε, είναι μακράν αυτός που έχει κατακτήσει κάθε συσκευή που μπορεί να παίξει μουσική εδώ και 2 μήνες ασταμάτητα και δεν αφήνει να ακουστεί κανένας άλλος. Χωρίς καμία δόση υπερβολής, δίσκος εφόδιο ζωής.