Στη μυστική αποστολή που μου είχε αναθέσει το MiC πριν από τέσσερα χρόνια "Παρακολούθηση συναυλίας Firewater στο Nouveau Casino" (τόσο μυστική που ούτε το ίδιο το HQ τη γνώριζε), θυμάμαι έναν Τοντ Α., προλογίζοντας κάποιο κομμάτι, να ωρύεται "Anything but Bush! Anything but Bush!" Ωστόσο, πως θα έπαιρνε έτσι κατάκαρδα την επανεκλογή του αμερικανού προέδρου, ώστε να την κοπανήσει από τις ΗΠΑ για τρία χρόνια, δε θα το περίμενε κανείς - ούτε κι εκείνος μάλλον.
Το Golden Hour αφηγείται τούτη την εμπειρία, ένα ταξίδι που με αφετηρία το Νέο Δελχί συνεχίστηκε στο Πακιστάν και, περνώντας από το Ραζαστάν και την Έρημο Ταρ, ολοκληρώθηκε (ανωτέρα βία) στα σύνορα του Αφγανιστάν. Δίχως να καταλήξει δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν αρχικά ο τελικός προορισμός του.
Βέβαια η περιήγησή του ενδιάμεσα κάνει στάσεις και σε κάποια παραλία της Κούβας, στο Βερολίνο ή το Παρίσι των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα, καθώς και σε ορισμένα χωριουδάκια στα Βαλκάνια. Νοερά όμως, μέσω του ήχου και της ικανότητάς του να σε ταξιδεύει. Προκαταρκτικά σημειώνω πως η μουσική των Firewater πάντα μου ξυπνούσε τη διάθεση να πάρω τους δρόμους. Κάτι τέτοιο ήταν ήδη απτό στο πρώτο τους άλμπουμ, Get off the Cross.
Στο Golden Hour αυτό γίνεται γενικότερο αίτημα. Κατ' αρχάς, μέσα απ' τους στίχους: το εξαιρετικό Borneo, που έχει κολλήσει στο Τοπ 5 των τελευταίων δύο εβδομάδων (η υπόλοιπη τετράδα: I Gotta Get out of this Town - Nancy Sinatra, Ανήκουν σε Μένα - Κώστας Τουρνάς, You're Gonna Miss Me - The 13th Floor Elevators, It's A Long Way to the Top (If You Wanna Rock 'n' Roll) - AC/DC), ανοίγει με το ρεφραίν "I'm getting outta here". Έπειτα χάρη στα φηλντ ρηκόρντινγκ, σουβενίρ από το ταξίδι του Τοντ, τα οποία ακούγονται διάσπαρτα σ' όλο το CD. Τέλος, είναι κι οι 'Μπολλυγουντιανές' αναφορές που εισάγονται στο επόμενο κομμάτι, This is My Life, και επανεμφανίζονται αρκετές φορές μέχρι το κλείσιμο (Some Kind of Kindness, Bhangra Bros, Electric City). Για όσους δε γνωρίζουν καν τους Firewater διευκρινίζω ότι, σύμφωνα με τον φρόντμαν τους, παίζουν 'World Punk'.
Αυτή η 'διογένεια αναζήτηση' κάποιου μέρους έστω και λίγο φιλόξενου, την οποία υπαινίσσονται ως μοτίβο τα Some Kind of Kindness και 6:45, βρίσκει ολοκληρωμένη διατύπωση σ' ένα από τα καλύτερα τραγούδια του άλμπουμ, στο A Place not so Unkind. Και φέρνει στο μυαλό έναν άλλο καλό φίλο που μ' έχει συντροφέψει για πάνω από δέκα χρόνια, όταν ρωτάει "Μήπως ξέρεις κάνα μέρος που να φοβάμαι λιγότερο;". Είναι περίεργο πώς ορισμένες φωνές φαίνεται να είναι κομμένες και ραμμένες στα μέτρα μας. Ο Ντίνος Σαδίκης και ο Τοντ Α. συνδέονται επίσης σ' αυτό το σημείο: είναι απ' τους λίγους που και στα μέτρια ακόμη τραγούδια τους μπορούν να με εκφράσουν απόλυτα.
Σε περίπτωση που δεν το έχετε καταλάβει, είμαι ευνοϊκά διατεθειμμένος απέναντι στον πρώην Cop Shoot Cop. Και γιατί να μην είμαι άλλωστε; Μήπως τα Ask Questions Later και Release δε συγκαταλέγονται ανάμεσα στα σημαντικότερα LP-ντοκουμέντα που μας ήρθαν από Νέα Υόρκη μεριά στις αρχές της δεκαετίας του '90; Μήπως τα Get off the Cross και The Ponzi Scheme με την πιο feel good ατμόσφαιρα και τα εμφανή σημάδια ωρίμανσης δεν αποτελούσαν επάξια συνέχεια; Ή μήπως το Songs We Should Have Written δεν είναι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ με διασκευές, που κάλλιστα θα έπρεπε να πάρει μια θέση στη δισκοθήκη σας δίπλα στον Naz Nomad & the Nightmares, στο Virus 100 και στους Shockabilly;
Δεν έχει επομένως πολλή σημασία που το Golden Hour δε διατηρεί το ίδιο επίπεδο απ' άκρη σ' άκρη. Εφόσον απ' την άλλη δεν έχει 'γεμίσματα'. Υπάρχει νομίζω μια θεωρία η οποία λέει πως για κάθε έργο που αξιολογούμε οφείλουμε να μεταχειριστούμε κριτήρια που το αφορούν. Κι αν δεν υπάρχει, τη διατυπώνω τώρα. Δε θα ζυγιάσουμε τον Μπετόβεν και τους Ramones με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Καλά-καλά δεν ξέρω αν μπορούμε να κάνουμε κάτι ανάλογο για τους Ramones και τους Clash, ας πούμε. Έτσι, το σημαντικό για τον Τοντ Α., μουσικό με εικοσάχρονη παρουσία πλέον στη δισκογραφία, είναι ότι μπορεί ακόμη να γράφει κομματάρες, κι όχι αν είναι σε θέση να φτιάξει αλμπουμάρες. Και πως δεν έγινε ούτε Κέηβ ούτε Sonic Youth ούτε Therapy?.
Κι ότι παραμένει νέος. Ναι, παρά την απογοήτευσή του και τα πικρά συμπεράσματα περί Αμερικής και Δυτικού Κόσμου εν γένει ("We may be cheap but we ain't free"), η ποιητική διάθεση είναι παρούσα. Συχνά πρόκειται για κάποια εικόνα που δίνει το λυρικό τόνο: "Nearly 4:00 a.m / I'm just a ripple in the tide and the tide is receding". Την ίδια στιγμή λοιπόν που το Golden Hour σε προσκαλεί να χορέψεις - με αποκορύφωμα το μπέλι ντανς Electric City, σε προκαλεί και να σκεφτείς. Σε κάθε καινούρια ακρόαση δε, ο δίσκος μοιάζει καλύτερος. Πώς το καταφέρνει αυτό (τον μπούστη) είναι απορίας άξιον.
Αλλά τα ωραία πράγματα, συμπεριλαμβανομένων και των ταξιδιών, φαίνεται ότι κάποτε τελειώνουν. "It's weird to be back home" διαπιστώνει ο Τοντ και κλείνει αναλαμβάνοντας τον παλιό, γνώριμό του ρόλο ως "three-legged dog on the run". Προλογίζοντας άρα την επόμενη αναχώρηση.