Crush
Εκεί που η electronica μοιάζει πελαγοδρομεί ανάμεσα σε έναν "anything goes" αχταρμά και μια φουτουριστικά συσκευασμένη νοσταλγία, εμφανίζονται τέτοιοι δίσκοι οι οποίοι μπορεί και να γίνουν φωτεινοί αστέρες ενός άλλου προσανατολισμού. Του Άρη Καραμπεάζη
Για να παραφράσουμε κι εμείς μια κάποια φράση του Μάνου Χατζιδάκι, που είναι και της μόδας τα τελευταία-όσα-χρόνια κυριαρχούν τα social media (μόνο το instagram την έχει γλυτώσει πιστεύω), είναι κρίμα που αυτός ο δίσκος είναι τόσο καλός και τόσο επιβλητικός, που τελικά θα τον ακούσουν και θα τον απολαύσουν ακόμη και ακροατές που δεν τους αξίζει κάτι τέτοιο.
Η δήθεν ελιτίστικη προσέγγιση του παραπάνω δεδομένου δεν θέλει απλά να υποδείξει ότι το τελευταίο full length άλμπουμ του Sam Shepherd, ως Floating Points, μπορεί ίσως και να επιφέρει ένα έως και ασυνείδητο εμπορικό ή και καλλιτεχνικό breakthrough, ή τέλος πάντων να τον αναβαθμίσει στο status ενός Aphex Twin ας πούμε, για όσους τυχόν είχαν ακόμη αμφιβολίες για κάτι τέτοιο.
Αυτό που περισσότερο ταλανίζει τον αιώνια ανήσυχο ακροατή σε όλη την διάρκεια του ‘Crush’ είναι το πως ο Shepherd επιδιώκει, επιχειρεί και τελικά όντως το καταφέρνει να φτιάξει έναν δίσκο που από την μία εμπεριέχει οτιδήποτε ενδιαφέρον, πρωτοποριακό, αλλά κυρίως άξιο σημασίας την επόμενη μέρα, κυκλοφορεί την τελευταία κρίσιμη τριετία στον αόριστο κύκλο της jazz orientated electronica, από το βαθύ underground που τον επόμενο μήνα είναι το ήδη ξεπερασμένο mainstream κ.ο.κ. για κάθε κύκλο που πλέον κλείνει πρόωρα, και από την άλλη χωρίς να καταφεύγει σε μεθόδους όχι απλά μη φιλικές, αλλά έστω οριακά προσπελάσιμες, προς τον ακροατή, καταλήγει να συστήσει το πρόσωπο εκείνο της electronica, (χωρίς περαιτέρω προσδιορισμούς και προσθαφαιρέσεις, η βάση έχει σημασία σε κάθε μουσική, το rock ‘n’ roll παραμένει τέτοιο μέχρις εσχάτων), το οποίο μπορεί και πρέπει να κυριαρχήσει.
Και αν δεν κυριαρχήσει (που και αυτό είναι πιθανό εδώ που τα λέμε) τότε η μουσική σαφώς θα πηγαίνει προς το χειρότερο. Η μουσική και ο ήχος του ως Floating Points συνεχίζουν να μην έχουν όχι μόνο σχέση, αλλά ούτε καν την ελάχιστη επαφή, με κάθε είδους πολτοποιημένο αισθητικό αχταρμά, του οποίου η δημιουργία και η διάδοση δεν συνεπικουρείται απλά, αλλά επιβάλλεται από την φυσιολογική πορεία εκχυδαϊσμού των μέσων παραγωγής και κυκλοφορίας της μουσικής.
Και αυτό δεν είναι ασφαλώς κάτι καινούργιο, ούτε τυχόν έχει να κάνει με τα δεδομένα της τελευταίας δεκαετίας ή του τελευταίου τριμήνου και δεν το λέμε επειδή μας πήραν τα χρόνια και δεν μπορούμε να αφουγκραστούμε την νεολαία και τις ανάγκες της τυχόν.
Ας πάρουμε ένα (όχι τυχαίο) όνομα από τα «γυαλιστερά» 80s όπως οι Blue Nile ας πούμε, που υπό τους κανόνες του πανκ, του ποστ-πανκ και της λογικής «εργατιά για σένα κάθε μου ακόρντο από τα τρία που κάνω ότι μόνο αυτά ξέρω», όπως ορίζονταν από την άρνηση για τον αναδρομικά πρόωρο θάνατο των Clash που επέβαλε η εποχή, αλλά και υπό το στίγμα της «ιδιοτροπίας» του να ηχογραφούν με την τελευταία ακριβή λέξη της τεχνολογίας, περφεξιονιστικά και εμμονικά, θα έπρεπε να καταλήξουν στο ίδιο πλαστικό και κυρίως κενό αποτέλεσμα το οποίο δικαίωνε όλους τους παραπάνω και επέτεινε τον ψευδό-ταξικό τους θρίαμβο, περισσότερο ως τέτοιο, παρά ως γνήσια καλλιτεχνικό.
Επί χάρτου δεν μπορεί μάλλον κανείς να ορίσει ποια ακριβώς είναι η διαφορά των δίσκων, του ήχου και της αισθητικής των Blue Nile (το γνωστό τρίπτυχο πάνω στο οποίο κρίνουμε τα πράγματα, δεν μιλάμε για πυρηνική φυσική εδώ, για αυτό λέμε τα ίδια και τα ίδια) από τα διάφορα ταριχευμένα άλμπουμ τόσο του Phil Collins, ας πούμε διόλου τυχαία, (διότι αν πάμε και πάλι στον Springsteen θα κατηγορηθούμε ως εμμονικοί και θα αλλάξουμε ήπειρο χωρίς λόγο, τα ίδια χάλια είναι και οι δύο), στα οποία απλώς άλλαζε η γωνία της φάτσας του στο εξώφυλλο, όσο και από κάθε καταδικασμένο κατασκεύασμα το οποίο εξαρχής στόχευε στο να καταφέρει απλώς να αλλάζει η γωνία της φάτσας του στο εξώφυλλο και να πουλάει εκατομμύρια δίσκους εξ αυτού και μόνο.
Και αν τον καταφέρει κάποιος δήθεν τελικά αυτόν τον ταριχευμένο ορισμό, απλώς θα έχει καταφύγει σε άχρηστους ακαδημαϊσμούς, οι οποίοι ως γνωστόν το μόνο αποτέλεσμα που έχουν είναι το να κονιορτοποιούν την αισθητική παρέμβαση της μουσικής τόσο στον μικρόκοσμο του καθενός, όσο και στον κάθε συλλογικά μαζικό κόσμο στον οποίο καταφέρνει και επεμβαίνει, που είναι και το ζητούμενο (εκτός από το να βγάλεις γκόμενα, που έλεγε σοφά και ο Πανούσης).
Αν λοιπόν αγνοήσει κανείς το αισθητήριο των ουσιαστικών ακροάσεων, που μόνο ο υποψιασμένος ακροατής –ξαναλέμε και ας κατηγορείται συχνά για διάφορα σύνδρομα– μπορεί εκ των πραγμάτων και αναπτύσσει, τότε για να εντοπίσουμε την ρημάδα την ειδοποιό διαφορά και να ειδοποιήσουμε και τους ανυποψίαστους, θα πρέπει να καταφύγουμε σε μεταφυσικές μεθόδους, δίκες προθέσεων, παρά φύσει εισβολές στην περιοχή του ασυνείδητου του δημιουργού και λοιπά ακατάληπτα.
Όχι όμως και απαραίτητα αχρείαστα, διότι πράγματι υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στο ‘A Walk Across The Rooftops’ και το ‘No Jacket Required’ (είπαμε ας μην πούμε για τα ‘Lucky Town/ Human Touch’). Η ίδια ακριβώς διαφορά υπάρχει το λοιπόν ανάμεσα στο ‘Crush’ και στο ‘When I Get Home’ ας πούμε, χωρίς απαραίτητα αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για κακό ή άνευ σημασίας δίσκο στην τελευταία περίπτωση, έστω και υπό το βάρος της Solange ως περσόνας, που κυριαρχεί επί του έργου της, αδικώντας αυτό. Και το ‘...But Serioysly’ άλλωστε ήταν καλύτερο από τον προκάτοχο του και νομιμοποίησε και τις τρεις τελίτσες πριν την ώρα τους.
Κατά τα άλλα: Το ‘Crush’ «φτιάχτηκε» (δηλαδή επινοήθηκε, ηχογραφήθηκε, ρετουσαρίστηκε και κομπλέ όλα) μέσα σε πέντε μόλις εβδομάδες. Και όμως είναι «φτιαγμένο» σε κάθε του λεπτομέρεια, με τον ίδιο τρόπο που ήταν «φτιαγμένες» προηγούμενες κυκλοφορίες του Floating Points, που μπορεί και να τις έχτιζε για... πέντε χρόνια (...seriously).
Έχει μέσα έγχορδα και σχεδόν ορχήστρες και μουσικούς αληθινούς και σπουδαγμένους ανθρώπους που λένε, αλλά όχι σε σημείο επιτήδευσης και νεοπλουτισμού. Υπακούει σε έναν κατά βάση κατεστραμμένο ρυθμό, αλλά τελικά βρίσκεται σε μία διαρκή και καθόλου προβληματική κινητικότητα, που καθιστά αυτό έναν πρώτης τάξεως intelligent dance δίσκο, και όσοι έχουν πρόβλημα με αυτού του είδους τις ορολογίες, ας αφήσουν τις σαχλαμάρες και ας βρουν κάτι καλύτερο για να καταλαβαινόμαστε αν είναι μάγκες. Οργανώνει, αλλά δεν αναιρεί, το μουσικό χάος των late-late tens και καταδεικνύει ότι στην επόμενη δεκαετία, πρέπει να έχουμε δυο-τρία τραγούδια να θυμόμαστε από μνήμης, αν τυχόν θέλουμε να την θυμόμαστε στο τέλος της, και όχι να βγάζουμε λίστες ανατρέχοντας στα κιτάπια του ο καθένας μας.
Στα έντονα σημεία του δίσκου, ο Shepherd ακούγεται σαν να θέλει να γαληνεύσει, χωρίς όμως να την αναχαιτίσει, την techno λαίλαπα, που σχεδόν ασυλλόγιστα καταφθάνει από κάθε πιθανό και απίθανο τόπο, label και δήθεν κίνημα. Ως Floating Points ακολουθεί την λογική του όπου κλείνει ένα club, ανοίγει ένα ωδείο, αλλά είναι σαφές ότι πριν υποδυθεί την εν λόγω περσόνα στο studio έχει σοφά επιλέξει να απασχοληθεί με το που μπορεί να φτάσει ένα club στην βιωματική και σωματική εξέλιξη της μουσικής και του ήχου, μέχρι να έρθει η ώρα που πράγματι πρέπει να κλείσει.
Στο ένθετο του δίσκου υπάρχει η παρτιτούρα του ‘Birth’, που παρότι δεν είναι το μοναδικό κομμάτι που εκτελείται από μόνον τον Sam Shepherd είναι το μοναδικό που εκτελείται από μόνον αυτόν και ένα μόνο όργανο, το περιβόητο ‘Rhodes Chroma’. Τι σημειολογικές και ιστορικές αναφορές θα είχαμε εδώ πέρα, αν αυτό το review είχε προλάβει να το κάνει ο Αντώνης Ξαγάς όμως ε;
Γενικώς και για να μην λέμε πολλά και περιττά (τα παραπάνω ήταν ουσιαστικά θέλω να πω με αυτό), το ‘Crush’ είναι ο δίσκος που θα μπορούσε ας πούμε να κυκλοφορήσει υπό την ούγια του Four Tet και την αμέσως επόμενη ημέρα να ανακηρυχτεί Άγιος ο δημιουργός του. Δεν κατανοώ λοιπόν γιατί δεν πρέπει να γίνει το ίδιο και με τον Floating Points. Το ότι υπήρξαν εποχές κατά τις οποίες επιβάλλονταν και η αγιοποίηση του Four Tet δεν πρέπει να μας επηρεάσει ως προς αυτό.
Δόξα σοι... λοιπόν και πάντα τέτοια.