Promises
Ένας θρύλος, ένας φέρελπις και μια μεγάλη ορχήστρα. Τζαζ, ηλεκτρονική και κλασική. Πολλά υποσχόμενοι οι συνδυασμοί... Της (ενθουσιασμένης) Ελένη Φουντή
Άστεγος ήταν. Και μάλιστα rough sleeper, δηλαδή στον δρόμο, κάτω από σκάλες, ή όπου δεν βρεχόταν και δεν κρύωνε. Ο Pharoah Sanders από το Little Rock του Αρκάνσας ενδύθηκε στα 20 του χρόνια τον πιο ταπεινό ντικενσιανό ρόλο προκειμένου να βρίσκεται στη Νέα Υόρκη για να παίζει τζαζ. Ευτυχώς, παρά τις αμέτρητες ενδείξεις περί του αντιθέτου, η αρχή της ηθικής δικαίωσης φαίνεται πως δεν λειτουργεί μόνο στον Όλιβερ Τουίστ, οπότε τον βρήκε ο Sun Ra, του έδωσε στέγη and the rest is history. Δεν έχει ανάγκη ο Sanders να του δώσουμε ρισπέκτ, ούτε είναι της παρούσης να συγκινηθούμε με τη μισή κοινωνία φτωχοποιημένη γύρω μας σήμερα, αλλά η ουσία παραμένει: Άνθρωπος που μένει άστεγος για τη τζαζ, δεν επιστρέφει σε αυτή αν δεν υπάρχει λόγος.
Και τι λόγος. Εδώ έχουμε μια ιστορική συνεργασία ανάμεσα στον Βρετανό Sam Shepherd (aka Floating Points), τον Sanders και τη London Symphony Orchestra, που πέρα από τη σύμπλεξη ηλεκτρονικού - τζαζ - κλασικού ρεπερτορίου, επιχειρεί και τη συνάντηση διαφορετικών γενιών με ένα ενιαίο concept και μάλιστα με οδηγό τον (μ’ αυτά και μ’ αυτά όχι πια) newbie Shepherd. Έχουμε βέβαια πλείστα παραδείγματα φιλόδοξων crossover εγχειρημάτων που πήγαν κουβά (ποιος δεν θυμάται την άνευ νοήματος ηχορύπανση από τους Metallica στη συνεργασία τους με τον PLOT TWIST ράπερ Swizz Beatz - εμένα το “Lulu” μου άρεσε παιδιά, είμαι της ίδιας άποψης με του Bowie, κάντε μου μήνυση τι να σας πω), αλλά έχουμε και το “Mirror Ball” του Neil Young με τη συνδρομή μελών των Pearl Jam και βέβαια το πολύ πρόσφατο “Emanon” του Wayne Shorter με τη νεοϋορκέζικη Orpheus Chamber Orchestra, για το οποίο παραλήρησα εδώ.
Το “Promises” δεν ανήκει απλώς στη δεύτερη κατηγορία των θριάμβων, αλλά καλιμπράρει εκ νέου τα στάνταρντς με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιμένουμε κάτι ανώτερο στο ίδιο πεδίο με αξιώσεις. Ναι, είναι τόσο αριστούργημα. Πρόκειται για μια 45λεπτη περίπου σύνθεση του Shepherd για keyboards - electronics, σαξόφωνο - φωνή και έγχορδα, η οποία χωρίζεται σε εννιά μέρη και δουλευόταν επί 5 χρόνια. Πατάει μουσικά στο ambient, δανείζεται από τoυς μινιμαλιστές (Steve Reich, Terry Riley οι δικοί μου συνειρμοί), δένει ορχηστρικά μέρη, αλλά μάλλον καταλήγει να είναι ένας contemporary jazz δίσκος, τουλάχιστον μέχρι να ξαναλλάξω γνώμη. Τελικά η βασική του επιτυχία έγκειται εκεί. Στην αναπόφευκτη ερμηνευτική αμφιλογία των προθέσεών του. Κυριαρχεί η τζαζ; Η ορχήστρα; Ή μήπως η βασική κατεύθυνση είναι electronica; Μπορεί να μην καταλήξουμε ποτέ κι εδώ που τα λέμε ποιος νοιάζεται για το τυπικό της ταμπέλας.
Η σύνθεση οδηγείται από μία χαρακτηριστική μελωδία που μεταλλάσσεται και παραμένει σχεδόν πάντα παρούσα, ένα αρπέζ σε τσέμπαλο, που νομίζω ότι ενίοτε ενισχύεται από music box. Αρχικά έχουμε ενδιαφέρουσες και αναπάντεχες αλλαγές κλίμακας, αυξομειώσεις στις εντάσεις στα electronics και βέβαια το σαξόφωνο και την αναπνοή του Sanders, ο οποίος εκφράζει απίστευτο εύρος συναισθημάτων. Στο Movement 4 μπαίνει και η φωνή του, άλλοτε περιπαιχτική, άλλοτε πιο spiritual - μουρμουριστή, ενώ παράλληλα η Ορχήστρα πλαισιώνει διακριτικά αλλά και με καίρια τονισμένες σημειακές παρεμβάσεις, που ανεβοκατεβάζουν διαθέσεις σαν ρυθμιζόμενα φώτα.
Δεν έχω πει ακόμα ότι όλα αυτά, ήδη μέχρι και το Movement 5 (το πέρας του οποίου ίσως σηματοδοτεί τη μετάβαση στην πιο μαξιμαλιστική όψη του κομματιού), συνθέτουν έναν πανέμορφο, πανέξυπνο, ποικίλων υφών ήχο που είναι αδύνατον να προβλέψεις πού θα οδηγηθεί μετά. Και θέλω να σταθώ εδώ στον τρόπο που τοποθετείται ο Sanders στη συνεργασία, γιατί αυτός είναι το πρώτο όνομα της μαρκίζας, ο θρύλος της spiritual jazz που επιστρέφει και μάλιστα ηχηρά, με μια πιασάρικη cross-genre, cross-generational συνεργασία. Θα ήταν σίγουρα πιο ασφαλές να τον ακούμε συνεχώς ως πρωταγωνιστή, με διάφορα ambient γεμίσματα και ορχηστρικά μέρη ως γαρνιτούρα. Σε καμία περίπτωση όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αλλού οι αυτοσχεδιασμοί είναι φρενήρεις, αλλού το σαξόφωνο ίσα που ακούγεται και σε ένα τμήμα του δίσκου ο Sanders απουσιάζει εντελώς, γιατί μια σπουδαία συνεργασία κρίνεται και από τη δυνατότητα των μουσικών να γίνονται ακροατές. Ο Pharoah ξέρει να ακούει και όπου είναι σκόπιμο ακολουθεί ή ηγείται.
Στο Movement 6 η London Symphony Orchestra, που επίσης αποδεικνύεται εξαιρετικός ακροατής στα πρώτα πέντε μέρη, βγαίνει μπροστά με ένα πλούσιο ορχηστρικό μοτίβο, που δίνει κινηματογραφικό βάθος, δημιουργεί σασπένς, άλλοτε είναι έως και bluesy (με την ευρεία έννοια) και ενώ φτάνει σε απίστευτα κρεσέντα, όπου πρέπει σιωπά. Ακροατής τώρα είναι ο Shepherd, με τα electronics να λειτουργούν ως ρυθμιστές της διάθεσης και μόλις στο Movement 7 σκάει η πιο επιθετική modular Floating Points πλευρά, που χτίζει μια cosmic – space ατμόσφαιρα, με μια υποψία new age που με παραπέμπει λίγο στα μυστικιστικά κόλπα του σοφού δρυίδη Terry Riley. Εδώ ακούμε τελευταία φορά τον Sanders, αλλά το έργο έχει τέτοια συνοχή που σου δημιουργείται η εντύπωση ότι το σαξόφωνο δεν φεύγει ποτέ, αλλά ομογενοποιείται στον ήχο, σαν αυτά τα παζλ με τα 2000 κομμάτια που με την απόσταση χάνουν τους αρμούς τους. Στο Movement 8 το ‘Promises’ επιστρέφει σιγά σιγά εκεί από όπου ξεκίνησε για να κλείσει ο κύκλος στο ένατο μέρος.
Ακριβώς χάρη σε αυτή την κυκλική λογική, στο τέλος μένει μια υπέροχη ζαλούρα και σύγχυση. Αφενός, δεν μπορώ να αποφασίσω αν έχω ακούσει περισσότερο Sanders, Floating Points ή τους Λονδρέζους στα έγχορδα. Τα είπα και πριν για την ασαφή πρόθεση. Αφετέρου, λόγω της τέλειας πλέξης, εδώ δεν έχουμε μια κλασική περίπτωση διαλόγου τζαζ – κλασικής – electronica. Αυτό που ακούς είναι ένα και γι’ αυτό μάλλον και σχετικά αταξινόμητο. Εκ τρίτου, ο τρόπος που προχωρά δημιουργικά το “Promises” δεν γίνεται άμεσα αντιληπτός, αλλά σε χτυπάει η συνειδητοποίηση εκ των υστέρων (και μετά από αρκετές ακροάσεις). Κάτι αντίστοιχο με το “Music for 18 Musicians” του Steve Reich δηλαδή, που κατά τη γνώμη μου όμως υποφέρει εκφραστικά από υπέρμετρη τεχνική αρτιότητα. Ο Shepherd παίζει με το μυαλό μας (έχει και PhD στις Νευροεπιστήμες - the plot thickens), αλλά ό,τι κι αν πάθουμε, αξίζει. Αυτό όμως που κάνει το “Promises” πραγματικά μοναδικό είναι ο χώρος. Είναι αξιοσημείωτο ότι μέσα σε μόλις 45 λεπτά, το έργο προλαβαίνει όχι απλώς να αναπτυχθεί πλήρως ώστε να μην αφήνει την παραμικρή επίγευση ανεκπλήρωτου, αλλά και στον χρόνο που χρειάζεται. Αναπνέουν οι μουσικές, οι νότες δεν βιάζονται, δεν στριμώχνονται, δεν τρέχουν να προλάβουν το τρένο των 8, δεν έχουν άγχος να εντυπωσιάσουν. Ξέρουν ότι θα είναι εδώ για πάντα ως Επιπλέοντα Σημεία ομορφιάς. “Promises” met and exceeded. Ένας δίσκος να μας θυμίζει γιατί ακούμε μουσική. Επιτέλους.