Ceremonials
Λίγο πιο σοφιστικέ σε σχέση με το "Lungs" πριν δυο χρόνια. Του Πάνου Πανότα
Όσο πιθανώς συμφωνούμε ότι η προσαρμοστικότητα είναι για τη ζωή κινητήριος, άλλο τόσο κολλάμε στο αν η φαντασία χρειάζεται να 'χει ένα νόημα για αφετηρία ή να 'ναι ολοκληρωτικά ελεύθερη να το γυρεύει κι αυτό μαζί με τ' άλλα της. Ο δισταγμός είναι στη διάταξη όσων θέλουν να 'ναι ολίγον τι μποέμ και με τα πολλά και με τα λίγα. Στη μουσική, εντούτοις, συνήθως μετράει περισσότερο όποιος δε διστάζει. Αν (κι εφόσον) βεβαίως σταθεί έστω κι αξιοπρεπώς τυχερός.
Λ.χ. όπως η 25χρονη Florence Welch, η οποία δέχτηκε αδρή εύνοια από νεαρή ηλικία (απ' τη φύση της μεγαλοδείχνει, μα φέτος το αλά Βιρτζίνια Γουλφ πορτραίτο-εξώφυλλο επιδείνωσε την κατάσταση). Ώστε πλέον να ασχολείται με το αύριο στη βάση απλοποιήσεων: Έχοντας ήδη συμβόλαιο με μεγάλη εταιρεία, την υποστήριξη του BBC, την προτίμηση των παραγωγών μικρής και μεγάλης οθόνης -λίγες σε τόσο σύντομο χρόνο δράσης έχουν τις δικές της συμμετοχές σε σάουντρακ- και φυσικά το νούμερο ένα στα τσαρτ, κυρίως εντός Κοινοπολιτείας. Ακολουθία που, όμως, δεν πρέπει να λαμβάνεται και κατά γράμμα ως προίκα.
Αν το "Ceremonials" είναι η λύση σε ό,τι κι όπως η Welch είχε στο μυαλό της περί τραγουδοποιΐας, τότε την παρουσιάζει με μια δραματοποίηση, ζωντανεύοντας έτσι αίτια ικανά να κινήσουν διαφωνίες, και κάνοντάς την να ακούγεται λίγο πιο σοφιστικέ σε σχέση με το "Lungs" πριν δυο χρόνια. Έτσι κι αλλιώς, κάθε κείμενο με μουσικό θέμα, κριτικής δίσκου, συναυλίας ή οτιδήποτε άλλο συγγενούς ενδιαφέροντος, παίζει ένα είδος παιχνιδιού με τις σχέσεις. Αλλά εν προκειμένω οι εντός κι εκτός συγγραφείς το πήγαν ένα βήμα πιο πέρα, προβάλλοντας πως στο πρόσωπο της Florence Welch μετατρέπεται από δυνατότητα σε πραγματικότητα η νέα Kate Bush. Μερικές στιγμές αυτό που επιθυμείς είναι κι αυτό που θέλεις να δεις (συμβαίνει και σ' άλλα), διότι στην πράξη μόνον η δυνατότητα ανιχνεύεται, και σε μέγεθος μικρότερο απ' τους φετινούς Gang Gang Dance, τους Bat For Lashes πέρυσι, τη St. Vincent πρόπερσι κι αν το βάλουμε στόχο θα αριθμούμε κι ένα τουναντίον παράδειγμα για κάθε χρονιά πισωματιάς.
Ας μείνουμε, ωστόσο, στο θαυμαστό σήμερα. Σχεδόν όλα τα τραγούδια των Florence + The Machine έχουν στους υπογράφοντες συνθέτες και τον παραγωγό Paul Epworth. Αυτός έχει ανακηρυχθεί πια ως ο "εναλλακτικός" Jim Steinman, και μάλλον αυτό του βγαίνει ακούσια, χωρίς να το επιδιώκει. Ωστόσο, ανιχνεύει το σπέρμα του πομπώδους με τον ίδιο τρόπο, βάζοντας δηλαδή πολλή μουσική σε μικρό χώρο, και προβάλλοντας τα φωνητικά ρετζίστρα, θυμηθείτε πώς γινότανε το υβρίδιο με Meat Loaf, Bonnie Tyler κ.λπ. καλή τους ώρα. Η καταλληλότερη λέξη για να περιγραφεί όλο αυτό είναι αγγλική: overproduced, η οποία τείνει να γίνει και το "σύνδρομο της δύσκολης στροφής του δεύτερου ή τρίτου άλμπουμ" π.χ. Arcade Fire και "The Suburbs". Ομοιοπάθεια ουδέτερη, κι ως καλό κι ως κακό, δεν ήταν άσχημος δίσκος το "The Suburbs", απλά είχε προηγηθεί αυτού ο Bruce Springsteen.
Διάγνωση παρόμοια (ευτυχώς) συναντούμε και στο παρόν: τα τραγούδια δεν έχουν καίρια θέματα ως συνθέσεις, οι πνιχτικές ενορχηστρώσεις δημιουργούν μερικά. Για της γραφής το αληθές, υπάρχει το άκρως συνιστώμενο δεύτερο cd της deluxe edition όπου οι demo κι οι ακουστικές εκτελέσεις αναδεικνύουν (το "Heartlines" είναι εξαιρετικό έτσι) τέσσερα κομμάτια στην ευθεία, από μια ξεκάθαρη αρχή προς ένα ξεκάθαρο τέλος, που είναι σαφώς το πιο ενδεδειγμένο φορμάτ του άλμπουμ κι ανεβάζει εδώ τις παραμέτρους αξίας, ακόμα και το συνολικό βαθμό κατά μισό πόντο. Σε κάποια θέση, περιέχεται εκεί και το "Bedroom Hymns", μαζί με το "No Light, No Light" τα καλύτερα απ' τα καινούργια τραγούδια της Welch, για να 'χουμε από δω και μπρος κι επιλογές στη σπάνια εκείνη περίπτωση που ο δίσκος θα ξαναβγεί απ' τη ραφιέρα προς ακρόαση, όποτε άλλοτε στο μακρύ μέλλον. Άλλο αν εντωμεταξύ τα βιβλία της Stephenie Meyer συνεχίσουν να κινηματογραφούνται με τους ρυθμούς που γράφονται. Είναι φορές που ένας διακαής πόθος δεν ξεχωρίζει από μια εμμονή, τελικά.