ΑΝΙΜΕ
Τώρα που καταλάγιασε ο επικοινωνιακός αχός των πρώτων ημερών, μήπως ήρθε ο καιρός για μια νέα αποτίμηση; Από την Χριστίνα Κουτρουλού και τον Άρη Καραμπεάζη
Είτε μέσα από διθυράμβους, είτε μέσα από (ελάχιστους) αφορισμούς, η νέα δουλειά του Φοίβου Δεληβοριά έφερε στο προσκήνιο μια ολόκληρη συζήτηση, που τουλάχιστον μεταξύ μουσικογραφιάδων/κριτικών διεξάγεται εδώ και αρκετά χρόνια. Μιλάμε βέβαια για την ανάγκη τόσο του Τύπου, όσο και του κοινού να βρει –ή να εφεύρει– εκείνο που θα μπορέσει να αποθεώσει χωρίς δισταγμό, χτίζοντας παράλληλα κι έναν φανατισμό για την όποια αντίθετη άποψη. Και όλα αυτά σε βάρος της στέρεης επιχειρηματολογίας, που συνήθως υποχωρεί, αποκαλύπτοντας μια υπέρμετρη συγκατάβαση.
Αυτό που σίγουρα συμβαίνει, πάντως, είναι ότι το «ταβάνι» του ελληνικού τραγουδιού έχει πλέον θολώσει, ειδικά όταν μιλάμε για ό,τι καλείται «έντεχνο» ή συμπεριλαμβάνεται σε μια τέτοια ετικέτα: οι φωνές υπάρχουν, οι συνθέτες/τριες και οι στιχουργοί λιγότερο, ενώ μάλλον επιλέγεται πλέον κι ένας πιο μοναχικός δρόμος προς την όλη συνταγή. Εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν, αλλά για πόσους σπουδαίους δίσκους μπορούμε αλήθεια να μιλάμε, όσον αφορά την τελευταία δεκαπενταετία;
Κάπως έτσι, ο Φοίβος Δεληβοριάς φαντάζει για πολλούς σαν τη βροχή μες τη λειψυδρία, με τα πρόσφατά του άλμπουμ να λογίζονται στα καλύτερα της εκάστοτε χρονιάς. Συνάμα, ο δημιουργός τοποθετήθηκε και στην πρώτη γραμμή των πραγμάτων χάρη στη διάθεσή του για εξωστρέφεια, η οποία αποτυπώθηκε στην «Ταράτσα», στις αρκετές (πολύπλευρες ή μονοδιάστατες) συνεργασίες, αλλά και μέσω των κοινωνικοπολιτικών του εξομολογήσεων. Δεν είναι ότι απλά παίζει μπάλα μόνος του, λοιπόν –μιλάμε για κάτι πιο σύνθετο. Άλλωστε αποθέωση είδαμε και για μέτριους έως και κακούς δίσκους, σαν π.χ. τον φετινό της Ελεωνόρας Ζουγανέλη ή τον περσινό της Νεφέλης Φασούλη –αυτός σε μουσική και στίχους Δεληβοριά, παρεμπιπτόντως.
Το «Anime» κατευνάζει την τάση του τραγουδοποιού για εξερεύνηση νέων διαδρομών. Αφήνοντας πίσω τους όποιους πειραματισμούς του «Αόρατου Ανθρώπου» (2010) και τη ματιά της «Καλλιθέας» (2015), επιστρέφει σε παλιά, γνωστά και βατά πράγματα: κιθάρα, παρατήρηση και συναίσθημα. Τουλάχιστον σαν νοοτροπία και σαν αφετηρία, γιατί το άλμπουμ επιχειρεί να βρει και περαιτέρω διεξόδους, έστω κι αν ηχούν τετριμμένες. Για παράδειγμα, χτυπά ευχάριστα στο αφτί η afrojazz του "Απόψε Είμαι Κοντά Σου", έστω κι αν θυμίζει Mulatu Astatke. Σε συνδυασμό δε με τους εύστοχους στίχους αναδεικνύεται σε σπιρτόζικη στιγμή του δίσκου, χωρίς όμως να τον αποπροσανατολίζει από τη γενικότερη πλεύση του –κάτι που δεν συμβαίνει ούτε στη συνέχεια, με τις πιο σκληρές κιθάρες της "Άγριας Ορχιδέας".
Έτσι, συναντάμε έναν παλιότερο Δεληβοριά με εκ νέου προσαρμοσμένη πυξίδα, ίσως σε μια πιο ώριμη στιχουργική εκδοχή. Για λίγο, δηλαδή, βάζει σε δεύτερη μοίρα τον πάντα έφηβο ήρωά του, εκείνον που άγεται και φέρεται από μια ευαισθησία επιδεικτική (όπως έχει καταλήξει, μέσα στα χρόνια). Ο οποίος συχνά αφηγούνταν στερεοτυπικές ιστορίες ή κατέληγε σε παρενοχλητικές, ακόμα και σε κακοποιητικές συμπεριφορές στο όνομα του έρωτα: βλέπε π.χ. το βιντεοκλίπ του "Θέλω να σε ξεπεράσω", έστω κι αν στηρίζεται (και) σε κινηματογραφικές αναφορές.
Ναι, το συναίσθημα είναι εδώ, φυσικά –αλλά φιλτραρισμένο και κυρίως σε μια πιο κοινωνική εκδοχή. Ο καλλιτέχνης, εξάλλου, αν κάτι κάνει καλά, είναι να αφουγκράζεται κάθε φορά για ποια πράγματα μιλάει ο κόσμος εκεί έξω. Κι έτσι πετυχαίνει διάνα στο "Μόνο Ψέματα", μια μπαλάντα που επιδεικνύει την ικανότητά του να παρατηρεί μα και να συμμετέχει σε αυτό που βλέπει. Μια πτυχή του που, όσο γνωστή κι αν μας είναι, όσο προβλεπέ κι αν φαντάζει, εξακολουθεί να μετριέται στα δημιουργικά του ατού.
Αλλά και γενικότερα, το Anime έχει τις καλύτερες προθέσεις και όλα τα συστατικά που χρειάζεται το κοινό του Δεληβοριά ώστε να το αγαπήσει, να νοσταλγήσει, να συγκινηθεί και να προβληματιστεί. Στη «γεύση» που αφήνει, όμως, κάπου τη χάνει αυτή την κεκτημένη φόρα. Γιατί ναι, να μιλήσουμε για τα παιδιά, να μιλήσουμε και για την πατριαρχία, για τον σεξισμό και τις γυναικοκτονίες. Πώς, όμως; Στο "Κάτι Παιδάκια", ας πούμε, παρότι πιάνεις το νόημα, δεν ξεφεύγεις από το ευθύ χτύπημα του κλισέ. Το "Άγρια Ορχιδέα", πάλι, έρχεται σε έναν κόσμο όπου ο Γιάννης Οικονομίδης έχει γίνει mainstream, δίχως να φέρει το βάρος μιας "Yβρεοπομπής". Κι ενώ υπάρχει κάτι να κρατήσεις, στο τέλος καταλήγει και κάπως πιεσμένο: η αναφορά στον έρωτα, ας πούμε, χτυπά σαν να έχει μπει με το ζόρι.
Η καλύτερη βερσιόν των παραπάνω σκέψεων έρχεται με τον "Λωτοφάγο". Αν κι έχουμε κουραστεί να ακούμε άντρες να μιλούν για όσα απασχολούν μια γυναίκα –κάνοντας μέχρι και κήρυγμα με σημαία την ενσυναίσθηση– εδώ εντοπίζεται κάτι σημαντικό, με κυριότερο στοιχείο την απεύθυνση. Μπορεί κάποιοι να διαμαρτυρήθηκαν για διδακτισμό, αλλά πρόκειται για ερμηνεία που αδικεί το τραγούδι. Όχι ότι δεν δικαιολογείται μια τέτοια σκέψη: η αυτοκριτική στο ρεπερτόριο του Δεληβοριά συνήθως είναι αντανακλαστική· κι όταν γίνεται ευθεία, καλώς ή κακώς διακρίνεται από μια επιείκεια. Πάντως είναι από τους λίγους ανθρώπους που θα κάτσουν στις συνεντεύξεις να συζητήσουν μέχρι και προσβλητικές απόψεις.
Αντιθέτως, εκεί που δυσκολεύουν τα πράγματα είναι με το "Ελένη Τοπαλούδη". Και όχι μόνο λόγω του βάρους που φέρει μια γυναικοκτονία, αλλά και εξαιτίας της προσέγγισης. Εάν θες βέβαια να συγκινηθείς και να εκτιμήσεις το γεγονός της αναφοράς, θα συμβεί. Απομένει όμως κάτι άνευ άλλου νοήματος, ενώ ταυτόχρονα γίνεται και μια ρομαντικοποίηση –και δυσκολεύεσαι να μην ενοχληθείς. Καταλήγει να μοιάζει σαν post στο Facebook, εμπλουτισμένο με λογοτεχνικές αναφορές με γενικόλογη κριτική.
Σε όλο το υπόλοιπο φάσμα του δίσκου, τώρα, θα βρεις και στίχους που ακολουθούν μια εύκολη οδό ("Αταίριαστο"), αλλά κι αυτούς που μπήκαν στο άλμπουμ για να μπουν ("Ο Ποιητής Και Το Ποίημα"). Δεν αποφεύγονται ορισμένα εμφανή λάθη, επίσης: έστω κι αν το φαινόμενο των παρατονισμών παρατηρείται και γενικότερα στα εγχώρια λημέρια, στο "Ένα Σάββατο Που Μοιάζει Κυριακή" δείχνει να αποθεώνεται. Από την άλλη, η "Μπαλάντα" πετυχαίνει και σβήνει ωραία την ακρόαση, φέρνοντας μια χατζιδακική υφή.
Με το «Anime», λοιπόν, ο Φοίβος Δεληβοριάς κλείνει το μάτι σε ένα κοινό που αγαπούσε την αρχική του απλότητα και σχεδόν απαιτούσε από εκείνον να επιστρέψει εκεί. Ταυτόχρονα, όμως, η συγκεκριμένη κλίση τονίζει περισσότερο τις αδυναμίες του, κάνοντας τη νέα του δουλειά να φαντάζει υποδεέστερη, σε σύγκριση με τις αμέσως προηγούμενες. Οι αδυναμίες αυτές αφορούν τόσο τα φωνητικά, που ακολουθούν μια γραμμικότητα (ειδικά στις μπαλάντες), όσο και μια γενικότερη προχειρότητα, της οποίας οι ραφές γίνονται τελικά εμφανείς, όσο κι αν πας να τη μοντάρεις. Ακόμα δηλαδή κι όταν ο συναισθηματισμός (και το μελό, σε σημεία) ή η σοβαρότητα των θιγόμενων θεμάτων αναζητούν ακούσια/ εκούσια την ηπιότητα, δεν μπορείς, δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να παραβλέψεις τέτοια μειονεκτήματα. Τουλάχιστον όχι εάν θέλεις να γράψεις το δικό σου «κατηγορώ», συμβάλλοντας στον διάλογο που έχει ανοίξει για τον δίσκο.
6
Χριστίνα Κουτρουλού
O Φοίβος Δεληβοριάς, παντελώς αδιάφορος, στα όρια του αστείου (αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, παρά τις εξαιρέσεις), μουσικά, ενορχηστρωτικά και ηχητικά, αλλά όχι και συνθετικά/ερμηνευτικά, από την πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση μέχρι και τον δίσκο ‘Ο Καθρέφτης’, επιστρέφει στη δισκογραφία μετά από εφταετή απουσία, όσα χρόνια υπήρξαν ενεργοί οι Smiths πάνω - κάτω, για να σας δώσω να καταλάβετε.
Στην επιστροφή του δε αυτή, επισκέπτεται, δυστυχώς, για πρώτη φορά στην δισκογραφική του καριέρα έναν τόπο χλοερό μεν επιφανειακά και κατ’ επίφαση, καθώς παρότι στη λογική ‘τουρλουμπούκι-και-από-όπου-αρπάξουμε’, οι μουσικοί και οι ενορχηστρωτές του (του) περισώζουν όλα τα παραπάνω στοιχεία στην μεγαλύτερη διάρκεια του ΑΝΙΜΕ, ξηρό δε (πρακτικά αποξηραμένο από χρόνια) στην ουσία της παρουσίας του στη δισκογραφία, που ήταν πάντοτε το να γράφει κάποια (όχι όλα, δεν θα μπορούσε άλλωστε) τραγούδια που οι υπόλοιποι του σιναφιού που επέλεγε κάθε φορά, δεν μπορούσαν να γράψουν, αν και πολύ θα το ήθελαν.
Εδώ πλέον, καλώς ή κακώς, αλλά έτσι είναι, δεν μπορεί να γράψει (ως επί το πλείστο) τέτοιου είδους και ποιότητας τραγούδια και ο ίδιος ο Δεληβοριάς, και αυτό πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής, ό,τι και όσα και αν πούμε παρακάτω.
Πως έφτασε όμως σε αυτό το σημείο;
Εντάξει έχουμε διαβάσει το ‘Juliet Naked’ του Hornby, και φυλάμε τα νώτα μας διπλά πλέον αναζητώντας τέτοιου είδους ερμηνείες. Αλλά και πριν συμβεί αυτό, δεν παρασυρόμασταν σε τέτοιου είδους καταδικασμένες να αποτύχουν ψυχογραφικές εξηγήσεις. Ενώ ούτε ο Πητ Κωνσταντέας είμαστε, ούτε για τον Bowie θα μιλήσουμε εδώ.
Αν τυχόν κρίνει κανείς πάντως από τον τρόπο που ο ίδιος ο Δεληβοριάς ανέλυσε υπέρ το δέον και με εξαντλητική δόση αυτοϊκανοποίησης στην προσωπική του σελίδα στο facebook, κάθε επόμενο τραγούδι του ΑΝΙΜΕ, σχεδόν σαν σε κίνηση απελπισίας απέναντι στους γραφικούς διθυράμβους εκείνων των πρώτων ημερών κυκλοφορίας του, έχει ήδη βεβαιωθεί αντικειμενικά ότι εντελώς ενσυνείδητα έφτασε ως εδώ ο Δεληβοριάς, και ότι έχει τον πλήρη έλεγχο του προς τα που πάνε τα τραγούδια του.
Ίσως όμως όχι αντιλαμβανόμενος σε απόλυτο βαθμό προς τα που παραπατάνε. Και το άλλο μάλλον βέβαιο είναι ότι παραπατάνε και με το παραπάνω.
Ειδικά δε ως προς το αδύναμο των συνθέσεων εκείνων, που αρκετές φορές εδώ μέσα καταλήγουν, δυστυχώς, πραγματικά ευτελείς, καθώς αδυνατούν να ορθώσουν έστω και στο ελάχιστο τον απλό και ορθό λόγο, στον οποίο μας είχε ο ίδιος συνηθίσει.
Με προεξέχον όλων ασφαλώς, αλλά και παραδόξως με ‘σημαία’ του δίσκου από την πλευρά του δημιουργού, το εναρκτήριο ‘Μόνο Ψέματα’, ένα τραγούδι, που αν πράγματι ο Δεληβοριάς ενδιαφέρονταν για το πως ακούγονται τα τραγούδια του σήμερα, θα είχε προσπαθήσει να το εξαφανίσει από τους διαδικτυακούς σωλήνες της καραντίνας, όποτε και μας πρωτοταλαιπώρησε, και κάπως έτσι να το ξεχάσουμε όλοι μας και να είναι πάλι όλα καλά χωρίς αυτό, και όχι ασφαλώς να το δισκογραφήσει. Ολέθριο λάθος, θεωρώ.
Το πιθανότερο βέβαια είναι ότι όσο και να ανακαλέσουμε την ιστορία/ απασχόληση του Δεληβοριά με την Ταράτσα, για περισσότερο από πέντε χρόνια, ως έναν προσωπικό του θρίαμβο, αλλά και ως ένα μουσικό του ναδίρ ταυτόχρονα, και όσο και αν τον εντοπίσουμε - συχνότατα πλέον- σε παρέες που δεν ικανοποιούν τις αντίστοιχα προσωπικές μας μουσικές απαιτήσεις, δεν θα εξηγήσουμε επαρκώς το γιατί και πως τα τραγούδια έχουν καταλήξει τριτοτέταρτη προτεραιότητα, για έναν τραγουδοποιό, σαν τον Δεληβοριά. Θα μπορούσε να είχε ξεφύγει και από αυτή την δοκιμασία. Ή έστω να μην υποβάλει εμάς σε αυτήν. Δεν συνέβη όμως.
Ο Δεληβοριάς ως τραγουδοποιός -όπως έχουμε ξαναγράψει και δεν θα το αλλάξουμε τώρα με αφορμή αυτή του την αποτυχία, που άλλωστε είναι και η πρώτη πρακτικά σε τραγούδια που κράτησε για τον ίδιο, ευτυχώς μην κάνοντας κακό σε κάποιον συνάδελφο του αυτή τη φορά – πάντοτε έγραφε και παρέδιδε στο κοινό του τραγούδια τέτοια, που ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες ατέλειες στις οποίες εξαρχής εδώ αναφερθήκαμε, διατηρούσαν ακέραια την αίσθηση του μέτρου και βάσει αυτής έσωζε και ο ίδιος το τομάρι του, σε ένα τραγουδιστικό περιβάλλον στο οποίο το μέτρο είναι το πρώτο πράγμα που χάνεται, πριν ακόμη χαθεί η έμπνευση.
O ίδιος τώρα, τη στιγμή ακριβώς που χάνει την έμπνευση του για άξια λόγου και χρόνου τραγούδια, ταυτόχρονα χάνει και την αίσθηση του μέτρου. Προσοχή πάντως -και αυτό είναι υπέρ του σε επίπεδο διαχρονικών κρίσεων - το μέτρο από το οποίο απομακρύνεται είναι το προσωπικό του μέτρο και κανένα άλλο ή κυρίως κανενός άλλου.
Αυτό δηλαδή που ο ίδιος είχε καθορίσει, και μάλιστα επιτακτικά, ειδικά στις αρχές και στη μεγαλύτερη διάρκεια όλης της προηγούμενης δεκαετίας, σε σημεία αρκετά πάνω και κυρίως πέρα από τα όρια των μετρίων.
Δηλαδή πάνω - κάτω, τα βάζει με τον εαυτό του, αντιμετωπίζει τα επιτεύγματα και τα κλισέ του (συνήθως ταυτίζονται αυτά τα δύο) και ηττάται μεν, έχοντας την αίσθηση του νικητή δε, καθώς νίκη και ήττα εν προκειμένω ταυτίζονται στο πρόσωπο του ίδιου δημιουργού.
Σχεδόν δώδεκα χρόνια μακριά από τον Γενάρη του 2011, και παρά κάτι οχτώ χρόνια από τον Δεκέμβρη του 2015, είναι μάλλον εκτός τόπου και χρόνου το να συνεχίσουμε να αναφερόμαστε στο πως και γιατί ο Δεληβοριάς δεν οριοθετεί την μουσική του ταυτότητα σε ό,τι κατάφερε σχεδόν να ανακαλύψει -συμπράττοντας- στο τραγούδι ‘Άλλη Καρδιά’, από τον ‘Αόρατο Άνθρωπο’, καθώς ούτε οι ‘έντεχνοι’, ούτε οι ‘μετανοήσαντες’ ροκάδες, είχαν κινηθεί προς έναν τέτοιο ανανεωμένα ηλεκτρικό ήχο (μέχρι τότε). Απομακρύνθηκε όμως από τον ήχο αυτόν, και του τραγουδιού και του δίσκου, και δεν βλέπω διάθεση ή/και τόλμη επιστροφής.
Ο οποίος αυτός δίσκος με την σειρά του, καθώς υποχωρεί – φυσιολογικά πάντως - η συναισθηματική βαρύτητα της ‘Καλλιθέας’, παίρνει μάλλον αμετάκλητα την θέση του ως ο καλύτερος δίσκος του Φοίβου Δεληβοριά.
Ίσως και ως ο μόνος συνολικά καλός ως δίσκος τελικά, αλλά για αυτό θα πρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμη, για να δούμε προς τα που θα παραπατήσει και η Καλλιθέα, κυρίως από την υπερχρήση σημείων αυτής, η οποία κάθε άλλο πρέπει να υποτιμάται ως μέτρο και εργαλείο αναδρομικής και αναθεωρητικής αξιολόγησης των τραγουδιών.
Δεν είναι όμως ίσως τόσο άστοχο να θυμηθούμε την ιστορία που - παλιότερα τουλάχιστον – έλεγε ανελλιπώς, ως αγαπημένη πρόζα - ανέκδοτο, ο ίδιος ο Δεληβοριάς σε συνεντεύξεις και συναυλίες του, αναφορικά με το πως η τότε εταιρεία, στην οποία ανήκε, τον έκλεισε σε ένα δωμάτιο, μέχρι να βγει από εκεί με ένα τραγούδι - επιτυχία, και αυτός για να καταφέρει να βγει από το δωμάτιο (ή και για να τους εκδικηθεί, ποιος ξέρει), «αναγκάστηκε» να γράψει το ‘Θέλω να σε ξεπεράσω’. ‘Όλοι οι καριόληδες, μια εταιρεία’, όπως ξέρουμε, αλλά να που καμιά φορά έχουν και τα δίκια τους.
Παρότι είναι σαφές σε όλη τη διάρκεια του ΑΝΙΜΕ ότι η Inner Ear δεν του φέρεται με τέτοιο τρόπο, και πουθενά δεν τον διπλοκλείδωσε μέχρι να γράψει ένα καλό τραγούδι (οι επιτυχίες δεν την ενδιαφέρουν, είναι ανεξάρτητο label), εν τούτοις θα ήταν πράγματι χρήσιμο όχι τυχόν το να αποκαλύψει κάποτε ο Δεληβοριάς αν η παραπάνω ιστορία είναι αληθινή, αλλά αν αμέσως μετά η SONY τον κλείδωσε εκ νέου (μαζί και με τους τότε μουσικούς- ενορχηστρωτές του) σε ένα ακόμη δωμάτιο, μέχρι να βγουν από εκεί μέσα με έναν ήχο λιτό, κοφτό και άρα διαχρονικό, καθώς και εξ αυτού ξεχώριζε το τραγούδι εκείνο από το υπόλοιπο ηχητικό συνονθύλευμα του Χάλια, και ενώ σταθερά παραμένει μέσα στα πέντε καλύτερα τραγούδια του, αν όχι το καλύτερο.
Εδώ λοιπόν πράγματι, οι φίλοι μας από την Πάτρα, θα έπρεπε θεωρώ να επέμβουν και να εξαναγκάσουν τον Δεληβοριά να κάνει επιτέλους κάτι με τον Ήχο των τραγουδιών του. Εν ολίγοις να τον στρώσει επιτέλους σε μία, έστω και λάθος κατεύθυνση, αλλά σε μία και μόνη και αυτή να είναι τέλος πάντων, και να αφήσει στην άκρη τα πέρα δώθε του εδώ βάζουμε λίγο Αιθιοπικά, παρακάτω λίγο Χατζηνάσιο και κάπου ενδιάμεσα μια προϊστορικού τύπου παραμόρφωση που θάβει το μοναδικό πραγματικά στιβαρά δουλεμένο τραγούδι του δίσκου (‘Άγρια Ορχιδέα’).
Αν δεν έχεις ήχο, δεν κάνεις τίποτε. Είναι απορίας άξιο το πως αυτό δεν γίνεται κατανοητό ειδικά στους ελληνικούς δίσκους και στις εγχώριες παραγωγές εν γένει, που παίρνουν από εδώ και από εκεί, θεωρώντας ότι κάνουν κάτι σπουδαίο καλλιτεχνικά με αυτό τον τρόπο και τελικά καταλήγουν σε πολλές τρύπες σε θολά – και μόνο – νερά.
Είναι το πλέον πιθανό μάλιστα ότι αν υπήρχε ένας ενιαίος ήχος εδώ πέρα, ένα- δύο τραγούδια ακόμη μέσα από τον δίσκο θα είχαν καταφέρει να διασωθούν. Ο ‘Ποιητής και το Ποιήμα’, ας πούμε που αργοπεθαίνει σε κάθε επόμενη ακρόαση στο αναιμικό μουσικό περιβάλλον που του έλαχε, ίσως δε και η ‘Μπαλάντα’, παρότι αυτό ειδικά για να σταθεί ως τραγούδι θέλει αρκετές ενισχύσεις, αν και υπάρχει εντός του το απαιτούμενο πρωτογενές υλικό.
Πέρα μάλιστα από το απλώς να σταθούν (που δεν είναι και το ζητούμενο εδώ που τα λέμε, αλλά τώρα όπως και να το κάνουμε είναι τραγούδια πεσμένα στο πάτωμα, ειδικά αυτά τα δύο), ίσως θα είχαν καταφέρει και να μας ξεγελάσουν ότι είναι σπουδαία τραγούδια, ή έστω απλώς ότι μας είναι απαραίτητα, όπως αρκετές φορές το κατάφεραν κάποια τραγούδια του Δεληβοριά στο παρελθόν, ειδικά όταν μεταλλάχτηκαν ηχητικά επί σκηνής, πέρα από τις αρχικές -και τότε άστοχες- αρχικές δισκογραφικές τους μορφές.
Και αυτό το τελευταίο δεν είναι ασφαλώς ακόμη μια κατηγορία κατά του Δεληβοριά. Βασικός σκοπός των τραγουδιών, προκειμένου να καταφέρουν να περάσουν τα δυσδιάκριτα σύνορα που χωρίζουν την αδιαφορία από την ουσιαστική υπόσταση, και να μην επιστρέψουν πάλι πίσω, είναι να ξεγελάνε τον ακροατή και για την σπουδαιότητα τους και για το ότι τα είχε ανάγκη χωρίς καν να το ξέρει. Διαφορετικά θα ακούγαμε όλη μέρα μεγάλους συνθέτες, σπουδαίες και δύσπεπτες συνθέσεις, ίσως και μαθηματικούς τύπους κλπ, που μόνο αυτό δεν θέλουμε δηλαδή.
Από εκεί και πέρα. Υπάρχουν δύο εκκρεμή ζητήματα. Και θεωρώ ότι αυτά αρκούν για να ξεμπερδέψουμε με το ΑΝΙΜΕ, καθώς βέβαια αν τυχόν ο δίσκος είχε ηχογραφηθεί από οποιονδήποτε άλλο, ασφαλώς και δεν θα ασχολούμασταν όχι απλώς με αυτά (τα ζητήματα), αλλά ούτε και με τον δίσκο συνολικά, σε τέτοιο βαθμό και ένταση.
Δηλαδή, θέλω να πω, κάπου μας εξαναγκάζει ο Δεληβοριάς να το κάνουμε, καθώς θα ήταν σίγουρα άδικο να τον διαγράψουμε αναδρομικά και ως προς όλα, επειδή είτε απλώς κυκλοφόρησε ένα κακό και πρόχειρο δίσκο, είτε απασχολείται με πράγματα που δεν μας αφορούν και δεν μας ενδιαφέρουν, πέραν των τραγουδιών του δίσκου.
Το πρώτο σημείο έχει να κάνει ακριβώς με αυτήν την, θεωρώ πρόδηλη ακόμη και σε όσους είναι και ήταν εξαρχής έτοιμοι να ταυτιστούν με τα τραγούδια και του ΑΝΙΜΕ έστω και σε τέτοιο πλαίσιο, προχειρότητα, με την οποία ο Δεληβοριάς αν τυχόν δεν επέλεξε, τότε αποδέχτηκε αυτοπεριοριζόμενος ως προς αυτό, να στήσει τα μόλις δέκα τραγούδια αυτού του δίσκου.
Στη μόνη σοβαρή κριτική που γράφτηκε ήδη για το ΑΝΙΜΕ έχει εντοπιστεί αυτή η προχειρότητα. Δεν βλέπω πως κάποιος θα ασχοληθεί ουσιαστικά με τον δίσκο, και θα την αγνοήσει.
Το ‘μόλις δέκα τραγούδια’ εδώ δεν υπονοεί ότι σώνει και καλά χρειάζονταν περισσότερα τραγούδια (ίσα ίσα εδώ που τα λέμε, καθώς δεν μπορώ να φανταστώ πόσο χειρότερα θα ήταν αυτά που έμειναν από έξω), αλλά στο όταν - σε αυτές τις δισκογραφικές εποχές ειδικά - έχεις να αντιμετωπίσεις μόλις δέκα τραγούδια σε εφτά χρόνια, είναι πράγματι ακατανόητο το πως τα παρατάς στην πρωτόλεια μοίρα τους, πρακτικά σε κάτι που επιεικώς μπορεί να χαρακτηριστεί ως σχεδόν ακατέργαστο πρωτότυπο, χωρίς ασφαλώς να είσαι οι Beat Happening ή και οι Pavement της πρώτης τριετίας.
Δηλαδή ο Δεληβοριάς που γράφει τραγούδια εδώ και τριάντα πέντε χρόνια περίπου πλέον, έρχεται και παραδίδει μια σειρά τραγουδιών εν είδη demo, παρά τους ικανούς μουσικούς, τα σωστά studio και τους γνωρίζοντες ηχολήπτες, και γενικώς όλες εκείνες τις συνθήκες που δημιουργούν προσδοκίες για την ηχογράφηση ενός αν μη τι άλλο σαφώς προσανατολισμένου θεματικά και νοηματικά δίσκου, έστω και υπό το βάρος του ηχητικού αχταρμά. Ειλικρινά αδυνατώ να το κατανοήσω αυτό.
Ο Δεληβοριάς μπήκε στο στούντιο και βγήκε από αυτό, διολισθαίνοντας σε άνευ ετέρου για την περίπτωση του, αρλούμπες σε επίπεδο στίχων και νοημάτων, ειδικά καθ’ ο μέρος μετά την παύση της Καλλιθέας, αποφάσισε να ‘επιστρέψει’ σε τραγούδια που παρότι κρατάνε μια πισινή, εν τούτοις τελικώς θέλουν να είναι ερωτικά.
Ας πάρουμε λοιπόν τοις μετρητοίς κι εμείς ένα τραγούδι όπως το ‘Απόψε Είμαι Κοντά Σου’ και ας ψάξουμε να βρούμε τι περισσότερο κομίζει από αντίστοιχες μπουρδολογίες του τύπου Μαραβέγιας κλπ, πέραν της εντελώς αλλοπρόσαλλης χρήσης εννοιών όπως ο ‘σύνδικος’, ας πούμε, που ΟΚ κάνουν μια κάποια ικανή πρώτη εντύπωση, αλλά εδώ νομίζω ότι μαζευτήκαμε για να βγάλουμε δίσκο και όχι γκόμενα.
Μην πούμε δηλαδή τώρα για την ‘ό,τι του φανεί’ αναφορά στο ‘λαϊκό τραγούδι το μετεμφυλιακό’, που ακούγεται σαν απλώς μια ακόμη ιστορικοφανής φράση από τις προκάτ που είχαν σημειωθεί κάπου, και που σώνει και καλά έπρεπε να χωθεί και αυτή σε ένα τραγούδι, αντί να περιοριστεί σε μία συνέντευξη ας πούμε. Δεν γράφονται τα τραγούδια έτσι όμως, και αυτό σίγουρα ο Δεληβοριάς το ξέρει καλύτερα από εμάς, όσο και αν επιμένει να αντιγράφει τον εαυτό του βαυκαλιζόμενος.
Αν λάβουμε δε υπόψη μας ότι μετά και από τα τραγούδια που έγραψε (με πλήρη αποτυχία και εκεί) για την Νεφέλη Φασούλη, είναι η δεύτερη φορά που ο Δεληβοριάς αναπαράγει ως καρικατούρα την εγνωσμένη ικανότητα του να καταγράφει είτε στιγμές, είτε τοποθεσίες, στέκια, παγκάκια και δεν ξέρω ‘γω τι άλλο, είτε πολύ περισσότερο ασήμαντα σημεία και σημάδια της καθημερινότητας, με τον τρόπο ακριβώς που πρέπει να μεταφερθούν σε ένα τραγούδι, δηλαδή χωρίς φανφάρες και επιδεικτικές υπερβολές, τότε θα πρέπει σίγουρα να τον κατηγορήσουμε ως πιόνι του αθηνοκεντρικού κατεστημένου, καθώς ενώ εδώ και χρόνια επιφυλάσσει και διατηρεί για την Αθήνα ένα σοφά μετρημένο τραγούδι όπως το ‘Ένας σκύλος στο Κολωνάκι’, την Θεσσαλονίκη την έριξε στο ‘Ένα Σάββατο Που Μοιάζει Κυριακή’, που μόνο ως αστείο μπορώ να το εκλάβω και όχι ως τραγούδι.
Εδώ οι αναφορές, τα τοπωνύμια, τα στέκια κλπ και η περιβόητη οικειότητα στην οποία θα παρασύρουν υποτίθεται τον ακροατή, ανασύρονται πρόχειρα (πως αλλιώς;) σαν από οδηγό πόλης, σε μία αφήγηση πιο γραμμική από την φετινή επιθετική τακτική του ΠΑΟΚ, πριν ζήσουμε να δούμε τις κάθετες μπαλιές του Κωνσταντέλια (που ευτυχώς αποφεύγονται αμφότεροι ως αναφορές στο τραγούδι)
Το δεύτερο σοβαρό πρόβλημα του δίσκου, έχει να κάνει μεν ως ευρύτερο ζήτημα με την εν γένει προβεβλημένη θέση, στάση και συμπεριφορά του Δεληβοριά όλα αυτά τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα την φετινή χρονιά, για τους γνωστούς τηλεοπτικούς λόγους, που εδώ βέβαια ουδόλως μας απασχολούν, αλλά θεωρώ ότι πρέπει να τους αναφέρουμε, καθώς κάθε τι για το οποίο γράφουμε και κρίνουμε πρέπει να τοποθετείται στο σύνολο της παρούσας συγκυρίας, και να μην την αγνοεί.
Ας πούμε απλώς ότι ο Δεληβοριάς, στην πλέον προβεβλημένη φάση της πολυετούς καριέρας του, παίρνει θέση, προβάλει αυτή τη θέση και καταλήγει με τον έναν άλλο τρόπο εκφραστής, όχι μόνον αυτής της θέσης, αλλά κύρια μίας σημαντικής μερίδας κοινού, που είναι αναμενόμενο ότι θα την υιοθετήσει, συντασσόμενο, αλλά και πορευόμενο μαζί του. Προς τα πού θα σας γελάσω, εγώ απλώς έναν καναπέ βλέπω στο τέλος του δρόμου επί του παρόντος.
Δεν μας ενδιαφέρει εδώ ποια ακριβώς είναι αυτή η περιβόητη Θέση και περί ποιων πραγμάτων προτάσσεται, ούτε καν το αν είναι και η δική μας θέση. Που πάνω κάτω είναι, αλλά ξαναλέω είναι παντελώς αδιάφορο εδώ.
Έχοντας πίσω και γύρω μας παραδείγματα όπως του Σαββόπουλου ή/και του Πανούση, με ασφαλώς απείρως μεγαλύτερες τραγουδοποιητικές ικανότητες από τον Δεληβοριά για αμφότερους, γνωρίζουμε ότι αργά ή γρήγορα όλη αυτή η ιστορία καταλήγει εις βάρος της μουσικής και των τραγουδιών, στο τέλος- τελος και εις βάρος του ίδιου του υποκειμένου της.
Και οι δύο αναφερθέντες τα παράτησαν και τα είχαν παρατήσει για χρόνια και στη μοίρα τους τα τραγούδια, και αλλού τελικά αναλώθηκαν προς το τέλος και πολύ πριν από αυτό (το ξέρω ότι δεν πέθανε ο Σαββόπουλος, ποιος από όλους τους Σαββόπουλους ζει δεν το ξέρω).
Τρία τραγούδια εδώ μέσα διεκδικούν με τη σειρά τους θέση στο παραπάνω ‘πρόβλημα’, σε μία μάλλον άτακτη διαβάθμιση προτεραιοτήτων εκ μέρους του Δεληβοριά.
Το ‘Κάποια Παιδάκια’, ως τραγούδι γενικώς κοινωνικής ευαισθησίας, με την τεχνική των συμπερασμάτων. Ανώδυνο σε κάποιες πρώτες ακροάσεις, κουραστικό σε κάθε επόμενη, διδακτικό από ένα σημείο και μετά και χωρίς λόγο μάλιστα. Θα ξεχαστεί γρήγορα και δικαίως.
Το ‘Άγρια Ορχιδέα’, ως τραγούδι κάπως πιο ειδικού κοινωνικού σχολιασμού, στα όρια της πολιτικής όξυνσης.
Τα τελευταία αυτά όμως μάλλον του υπαγορεύτηκαν περισσότερο, παρά τα επεδίωξε (του τραγουδιού εννοώ, όχι του Δεληβοριά). Και αυτό συνέβη κυρίως μέσα από τον ανόητο τρόπο με τον οποίο κάποιοι από όσους άκριτα και άχρηστα αποθεώνουν τον Δεληβοριά εδώ κι εκεί, φρόντισαν να εργαλειοποιήσουν το τραγούδι με αρκούντως απαράδεκτες μεθόδους και στοχεύσεις. Είναι ακριβώς οι ίδιοι που επευφημούσαν την κόρη του Λοϊζου ας πούμε, όταν απαγόρευε το ‘Καλημέρα Ήλιε’ στο ΠΑΣΟΚ. Αστειότητες σε κάθε μία περίπτωση.
Ας είναι. Θεωρώ ότι αυτό το τραγούδι μελλοντικά, αλλά και διαχρονικά, θα διασωθεί και θα επιβιώσει. Το μόνο από εδώ μέσα που θα το καταφέρει.
Και τέλος το τραγούδι για την ‘Ελένη Τοπαλούδη’. Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες, ασφαλώς.
Πέρα από τα προφανή, που θεωρώ ότι είναι απολύτως κατανοητά και αποδεκτά από όλους μας, εδώ πρέπει να πιστώσουμε στον Δεληβοριά την τόλμη του να ενασχοληθεί με την σκληρή επικαιρότητα, στο χρονικό σημείο που αυτή εξελίσσεται, και που μάλιστα μεταλλάσσεται κατά το χείρον, που κάθε φορά είναι χειρότερο και από αυτό που περιμέναμε από όσα ‘χειρότερα’ έχουμε ήδη μπροστά μας.
Εδώ δεν θα τολμήσω να κάνω πρόβλεψη για την τύχη του τραγουδιού.
Όχι για να μην πέσω έξω τυχόν κ.λ.π., ούτε επειδή από τον πρώτο κιόλας στίχο ο Δεληβοριάς ορθά σκέφτεται πρώτος από όλους ‘αν θα χε τον σκοπό του ένα τραγούδι’. Το τραγούδι αυτό μελλοντικά θα επιβιώσει ή θα εξαφανιστεί για λόγους που δεν αφορούν στο αν είναι καλό τραγούδι ή όχι, και οι οποίοι λόγοι είναι νωρίς να εμφανιστούν ακόμη.
Επειδή πάντως ο σκοπός ποτέ δεν αγιάζει τα μέσα, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δυστυχώς και εδώ πέρα η χρήση της γλώσσας και συνεπώς η διάθεση και ο τόνος που αναπόφευκτα την ακολουθεί, προδίδει υπογείως το ότι το κύριο πρόβλημα τελικά με τα τραγούδια του Δεληβοριά εν έτει 2022, δηλαδή στην παρούσα συγκυρία που πέραν όλων των άλλων είναι αναπόφευκτα και χρονική, είναι ότι ενώ και αυτός γερνάει, όπως και εμείς, συνεχίζει να γράφει με την αίσθηση ότι είναι δήθεν νέος και κυρίως δήθεν αμέτοχος. Τίποτε από τα δύο δεν συμβαίνει.
Μόνο έτσι μπορώ να ερμηνεύσω το γλωσσικό, γραμματικό και εν τέλει νοηματικό ατόπημα που θέλει κάποιοι να έχουν ‘σπουδάξει’ (και όχι σπουδάσει) τον κώδικα, απλώς και μόνο για να βγει μία αχρείαστη ρίμα με τον επάρατο ‘νόμο και την τάξη’.
Και ασφαλώς δεν χρειάζεται να είναι δικηγόρος κανείς, για να διακρίνει το είδος και το μέγεθος μιας τέτοιας αστοχίας, η οποία πάνω - κάτω με τον ίδιο τρόπο απλώνεται σε όλα (σχεδόν) τα τραγούδια του δίσκου, σε ρίμες και σε (αντί)παραθέσεις μεταξύ τους ρημάτων, επιρρημάτων και ουσιαστικών, που πολλά δήθεν πάνε να πουν, και που τίποτε απολύτως δεν λένε, καθιστώντας τα τελικά, τα έρημα στην κυριολεξία τραγούδια, περισσότερο μετέωρα, παρά ευαίσθητα, όπως θέλουν να παρουσιάζονται.
Θα πρέπει να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε ότι ο Φοίβος Δεληβοριάς είναι, παραμένει και μάλιστα εξελίσσεται σε αυτό, ένας πρώτης και παραπάνω τάξεως τραγουδιστής - ερμηνευτής, και συνεπώς είναι κρίμα να αναλώνεται σε τέτοια τραγούδια. Δεν ξέρω αν η πρέπουσα λύση θα ήταν ένας δίσκος διασκευών ή το να αφήσει για λίγο στην άκρη τον ρόλο του τραγουδοποιού και να αναζητήσει νέα τραγούδια τρίτων συνθετών/ στιχουργών. Ίσως και τα δύο.
3
Άρης Καραμπεάζης